Της Ελένης Κάζου,
Ως ποινικό δίκαιο ορίζεται το σύνολο των κανόνων με τους οποίους ανάγονται σε εγκλήματα οι προσβολές σημαντικών για την ύπαρξη και λειτουργία συγκεκριμένης κοινωνίας αγαθών και καθορίζονται οι απειλούμενες για τις προσβολές αυτές κυρώσεις (Μάνεσης). Διαχρονικά, σκοπός του ποινικού δικαίου είναι η ρύθμιση της συμπεριφοράς των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία, ώστε να εξασφαλιστεί η ειρηνική κοινωνική συμβίωση. Το πως επιτυγχάνεται ο σκοπός αυτός διαφοροποιείται ανάλογα με το εκάστοτε κοινωνικό κι ιστορικό πλαίσιο και τις αντιλήψεις που επικρατούν. Στο παρόν άρθρο θα αναλυθεί η ιστορική πορεία του ποινικού δικαίου στην Ελλάδα, από τα χρόνια της επαναστατικής ακόμη περιόδου έως και σήμερα. Ο Ποινικός Κώδικας που ισχύει σήμερα στη χώρα μας (ν. 4619/2019) τέθηκε σε εφαρμογή την 1η Ιουλίου 2019. Πριν από αυτόν ίσχυσαν ο Ποινικός Κώδικας του 1950 (ν. 1492/1950), ο Ποινικός Νόμος του 1834 και για μικρό χρονικό διάστημα το «Απάνθισμα των Εγκληματικών».
Ο πρώτος Ποινικός Κώδικας της Ελλάδας υπήρξε το «Απάνθισμα των Εγκληματικών της δευτέρας των Ελλήνων Εθνικής Συνελεύσεως». Αποτέλεσε νομοθέτημα της μετεπαναστατικής περιόδου, το οποίο θεσπίστηκε στις 17 Απριλίου 1823 από την εννεαμελή επιτροπή που διόρισε η Β’ Εθνική Συνέλευση στο Άστρος την 1η Απριλίου 1823. Το νομοθέτημα αυτό πήρε έμπνευση από τις αρχές της γαλλικής επανάστασης και προσαρμόστηκε στην ελληνική πραγματικότητα. Η αναφορά υποβολής του έργου αυτού από την Επιτροπή, που έχει τη μορφή Εισηγητικής Εκθέσεως, αναφέρει χαρακτηριστικά «Συνελθόντες πολλάκις εις εν και μελετήσαντες εσκεμμένως του Νόμους των αειμνήστων Αυτοκρατόρων Χριστιανών κι άλλους Κώδικας της ευνομούμενης Ευρώπης συνερανίσθημεν το περί αμαρτημάτων και ποινών τούτο Απάνθισμα, σπουδάσαντες να εφαρμόσωμεν πάντα εις την ενεστώσαν του Έθνους μας περίστασιν, κατά την επιταγήν της Σεβαστής Εθνικής Συνελεύσεως» Ως πρότυπο για τη σύνταξη του χρησιμοποιήθηκε ο γαλλικός ποινικός κώδικας του 1810. Με το «Απάνθισμα των Εγκληματικών» εκφράζεται η πρώτη προσπάθεια για δικαιική αυτονόμηση των επαναστατημένων Ελλήνων.
Στην πραγματικότητα, με την κωδικοποίηση αυτή αποτυπώνεται «η ασφυκτική ανάγκη μιας άμεσης κι αδιαπραγμάτευτης καταγραφής του πόθου των Ελλήνων για ελευθερία κι ανεξαρτησία» μέσω της expressis verbis (κι όχι απλώς επαναστατικώ δικαίω) νομιμοποίησης της αυτοδύναμης πλέον εξουσίας τους. Την τελική του μορφή έλαβε με το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827 το οποίο συμπεριέλαβε σημαντικές διατάξεις σε ό,τι αφορά την επιβολή ποινής στη βάση γραπτού νόμου και την απαγόρευση της αυθαίρετης δίωξης ή φυλάκισης. Το Απάνθισμα την εποχή που θεσπίστηκε ήταν, κατά τον καθηγητή Ι. Μανωλεδάκη, λόγος ελληνικός, φιλελεύθερος, δημοκρατικός και ιδιαίτερα προοδευτικός για τα δεδομένα της εποχής, δηλαδή ήταν ένα κατ’ εξοχήν ελληνικό νομοθέτημα. Παρά τις όποιες ελλείψεις του και τον εμπειρικό χαρακτήρα που κατείχε, κάλυψε με επιτυχία την επείγουσα ανάγκη ποινικής καταστολής που υπήρχε στη μεταεπαναστατική Ελλάδα.
Παράλληλα, ορισμένες μεμονωμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες πάρθηκαν κατά την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από τον Ιωάννη Καποδίστρια. Δεδομένων των ελλείψεων του «Απανθίσματος» κατέστη αδήριτη ανάγκη η έκδοση ιδιαίτερων νόμων, ώστε να συμπληρωθούν τα κενά της κωδικοποιημένης νομοθεσίας. Απαιτούταν άμεσα η αντίδραση της πολιτείας απέναντι σε ορισμένες μορφές συμπεριφοράς, οι οποίες δεν είχαν τυποποιηθεί σε ποινικά αδικήματα. Έτσι, ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας εξέδωσε ειδικούς νόμους «περί κιβδηλείας» και «περί τύπου», ενώ παράλληλα ανέλαβε την κατάρτιση νέου Ποινικού Κώδικα, έργο που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει δεδομένου και του αιφνίδιου θανάτου του.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια ακολούθησε με σειρά διαταγμάτων, η κατάργηση όλων γενικώς των δικαστηρίων της χώρας εκτός από των Ειρηνοδικείων. Η κατάσταση αυτή ήταν κάθε άλλο παρά ιδανική καθώς είχαν επικρατήσει η αυτοδικία, η αυθαιρεσία και το δίκαιο του ισχυρότερου. Αυτό το κλίμα κλήθηκε να αντιμετωπίσει η Αντιβασιλεία του Όθωνα. Μαζί με την ανάγκη για συγκρότηση ενός συστήματος απονομής δικαιοσύνης κι οργάνωσης των δικαστηρίων ήρθε στο προσκήνιο η ανάγκη για συγκρότηση κωδικοποιημένης νομοθεσίας.
Έτσι, το «Απάνθισμα των Εγκληματικών» αντικαταστάθηκε από τον Ποινικό Νόμο του 1834. Ο Ποινικός αυτός Νόμος υπήρξε έργου του Γερμανού νομομαθούς και μέλους της αντιβασιλείας του Όθωνα Georg Ludwig v. Maurer. Η σύνταξη του Ποινικού Νόμου ολοκληρώθηκε σε διάστημα ενός μόνο έτους, παράλληλα με τη σύνταξη τριών ακόμη κωδίκων (Ποινικής Δικονομίας, Οργανισμού Δικαστηρίων και Συμβολαιογράφων, Πολιτικής Δικονομίας), γεγονός που χαρακτηρίστηκε ως σημαντικό επίτευγμα δεδομένων και των δυσχεριών που επικρατούσαν κατά την περάτωση του.
Ο Maurer εμπνεύστηκε από τον βαυβαρικό Ποινικό Κώδικα του 1813, ο οποίος θεσπίστηκε από τον επιφανή ποινικολόγο Anselm von Feuerbach και τα τρία πρώτα σχέδια για την αναθεώρηση του (των ετών 1822, 1827, 1831). Ιδιαίτερα, η διδασκαλία του Fauerbach άσκησε καθοριστική επίδραση στη φυσιογνωμία του ελληνικού Ποινικού Νόμου. Ο βαυβαρικός Ποινικός Κώδικας του 1831 υπήρξε το τελειότερο ποινικό νομοθέτημα της εποχής του, ο «πρώτος» χρονικά. Μεταξύ των γερμανικών ποινικών κωδίκων, αλλά κι ο σημαντικότερος —κατά πολύ— ως προς το περιεχόμενο του.
Ο Ποινικός Νόμος αποτέλεσε κύρια πηγή του ελληνικού ποινικού δικαίου από τη θέση του σε ισχύ έως την 1η Ιανουαρίου του 1951, οπότε άρχισε να ισχύει ο νέος Ποινικός Κώδικας, δηλαδή, για μια περίοδο μεγαλύτερη των 116 ετών. Ο Ποινικός αυτός Νόμος έθεσε τα θεμέλια του σύγχρονου ποινικού δικαίου. Η αξία του Ποινικού Νόμου διαφαίνεται ιδιαίτερα από το γεγονός ότι πολλά από όσα καταγράφονται στο περιεχόμενο του επιβιώνουν ως τις μέρες μας σε επίπεδο νομοθετικό, νομολογιακό και θεωρητικό.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Λεωνίδας Κοτσαλής, Ιστορία του Ποινικού Δικαίου και των Ποινικών Θεσμών, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2007.
- Μαρία Καϊάφα-Γκμπάντι, Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Νομική Βιβλιοθήκη, 2022.
- Αθανάσιος Κ. Κατσιρώδης, «Το Απάνθισμα των Εγκληματικών» – Ο Πρώτος Ποινικός Κώδικας της Ελεύθερης Ελλάδος. Διαθέσιμο εδώ.