Της Νικολέτας Παναγιωτοπούλου,
Η σχέση ανάμεσα στην ηθική και το δίκαιο έχει αποτελέσει αντικείμενο προβληματισμού από την αρχαιότητα και παραμένει κεντρική στη νομική και φιλοσοφική σκέψη. Η βασική διαφορά ανάμεσα σε αυτές τις δύο έννοιες είναι ότι το δίκαιο αποτελεί ένα σύστημα κανόνων που διέπει την κοινωνική συμπεριφορά και υποστηρίζεται από την κρατική εξουσία, ενώ η ηθική αναφέρεται σε προσωπικά ή συλλογικά συστήματα αξιών που καθοδηγούν τις πράξεις των ατόμων. Ωστόσο, η συνάφεια αυτών των δύο εννοιών και η δυναμική σχέση που αναπτύσσουν έχει διαρκή επιρροή στη διαμόρφωση και την εξέλιξη του δικαίου. Το δίκαιο, ιδίως σε κοινωνίες που η δημοκρατία και το κράτος δικαίου αποτελούν θεμέλια της διακυβέρνησης, αντανακλά σε μεγάλο βαθμό τις ηθικές αντιλήψεις της εκάστοτε κοινωνίας. Ωστόσο, παρά τη στενή αυτή σύνδεση, υπάρχουν περιπτώσεις όπου το δίκαιο δεν συμβαδίζει απαραίτητα με τις ηθικές αξίες, και αυτό δημιουργεί ηθικά διλήμματα και νομικές προκλήσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική νομική πραγματικότητα δε μένει ανεπηρέαστη, δεδομένης της μακράς ιστορίας της νομικής σκέψης που συνυπάρχει με ηθικά φιλοσοφικά ρεύματα.
Η φιλοσοφική βάση της ηθικής ανάγεται σε σκέψεις περί του «καλού» και του «κακού», της δικαιοσύνης και του καθήκοντος, όπως διατυπώθηκαν από φιλοσόφους όπως ο Αριστοτέλης, ο Καντ και ο Χέγκελ. Αυτή η ηθική θεμελίωση είχε σημαντική επιρροή στην ανάπτυξη του δικαίου, το οποίο από τη μία πλευρά προσπαθεί να ανταποκρίνεται σε κοινώς αποδεκτές ηθικές αξίες, αλλά από την άλλη υπηρετεί και την αναγκαιότητα ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων με τρόπο που διασφαλίζει την τάξη και την ασφάλεια. Η ελληνική νομική παράδοση, με ρίζες στην κλασική αρχαιότητα, πηγάζει από ηθικές αξίες όπως η δικαιοσύνη, η ισότητα και η αξιοπρέπεια. Το ελληνικό σύνταγμα, οι αστικοί κώδικες και η νομολογία καθρεφτίζουν σε πολλές περιπτώσεις ηθικά πρότυπα. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η οποία θεωρείται απαραβίαστη, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Συντάγματος. Αυτό το άρθρο συνδέει την έννοια της αξιοπρέπειας με βαθιά ηθικές αξίες, επισημαίνοντας τη σημασία που αποδίδει η ελληνική νομοθεσία στη διαφύλαξη των ατομικών δικαιωμάτων που είναι σύμφυτα με την ανθρώπινη φύση.
Μία από τις πιο χαρακτηριστικές, όμως, φιλοσοφικές προσεγγίσεις της σχέσης ηθικής και δικαίου είναι η θεωρία του Gustav Radbruch, η οποία διατυπώθηκε μετά τη φρίκη του ναζιστικού καθεστώτος στη Γερμανία. Σύμφωνα με τον Radbruch, όταν οι νόμοι παραβιάζουν τις βασικές αρχές της δικαιοσύνης και της ηθικής, γίνονται ανίσχυροι και οι πολίτες δεν υποχρεούνται να τους υπακούσουν. Αυτή η θεωρία της «ακραίας αδικίας» συνδέεται άμεσα με το ζήτημα της ηθικής παρανομίας, καθώς υπάρχουν περιπτώσεις που η υπακοή στους νόμους οδηγεί σε ηθικά παράλογα αποτελέσματα, και ο νόμος χάνει το ηθικό του κύρος. Στην ελληνική έννομη τάξη, αυτός ο προβληματισμός αποκτά ιδιαίτερη σημασία, ιδίως όταν οι νόμοι τίθενται σε σύγκρουση με θεμελιώδεις αξίες, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ένα παράδειγμα είναι η προστασία της ελευθερίας της έκφρασης και τα όριά της. Ενώ το Σύνταγμα προστατεύει την ελευθερία του λόγου (άρθρο 14), υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες η ρητορική μίσους ή η διασπορά ψευδών ειδήσεων μπορεί να τιμωρηθεί ποινικά. Αυτή η ένταση ανάμεσα στην προστασία του δικαιώματος έκφρασης και στην ανάγκη να προστατευθεί το κοινωνικό σύνολο από ανήθικες πράξεις αντανακλά το διαρκές ερώτημα για τα όρια του δικαίου έναντι της ηθικής.
Όσον αφορά το ελληνικό δίκαιο, αυτό διόλου αποκομμένο δεν παρουσιάζεται από ηθικές αρχές. Ο Αστικός Κώδικας, για παράδειγμα, υιοθετεί σε πολλές διατάξεις του αρχές ηθικής που αποσκοπούν στη διασφάλιση της δικαιοσύνης στις ιδιωτικές σχέσεις. Μία χαρακτηριστική διάταξη είναι το άρθρο 281 ΑΚ, που αφορά στην απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Το άρθρο αυτό αποτρέπει τη χρήση νόμιμων δικαιωμάτων με τρόπο που παραβιάζει την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, ενσωματώνοντας σαφείς ηθικές αρχές στο ελληνικό νομικό πλαίσιο. Η έννοια των χρηστών ηθών έχει μακρά ιστορία στο ελληνικό δίκαιο και αποτελεί ένα από τα μέσα με τα οποία η νομοθεσία προσπαθεί να συνδυάσει την αυστηρότητα των νομικών κανόνων με τις ευρύτερες ηθικές αντιλήψεις της κοινωνίας.
Ωστόσο, ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα ζητήματα της σχέσης δικαίου και ηθικής είναι η πολιτική ανυπακοή, δηλαδή η συνειδητή παραβίαση του νόμου με σκοπό την αντίδραση σε αυτόν. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ηθικά επιχειρήματα χρησιμοποιούνται για να δικαιολογήσουν την παραβίαση της νομιμότητας. Κλασικά παραδείγματα πολιτικής ανυπακοής περιλαμβάνουν τον Mahatma Gandhi και τον Martin Luther King Jr., οι οποίοι παραβίαζαν νόμους που θεωρούσαν άδικους προκειμένου να προωθήσουν κοινωνική δικαιοσύνη. Στην Ελλάδα, η πολιτική ανυπακοή έχει πάρει διάφορες μορφές, κυρίως μέσω κοινωνικών κινημάτων και διαδηλώσεων, στις οποίες οι πολίτες αντιδρούν σε νομοθετικές πρωτοβουλίες τις οποίες θεωρούν καταπιεστικές ή άδικες. Αυτές οι περιπτώσεις ανοίγουν το ζήτημα της σύγκρουσης ανάμεσα στη νομική υποχρέωση και την ηθική αντίσταση. Το ελληνικό ποινικό δίκαιο προβλέπει αυστηρές ποινές για τη διατάραξη της δημόσιας τάξης, αλλά ταυτόχρονα το δικαστικό σύστημα έχει δείξει κάποια ευελιξία στην αναγνώριση του ηθικού υποβάθρου που συχνά διέπει τέτοιες πράξεις.
Προβληματική, βέβαια, εφαρμογή εντοπίζεται σε πιο σύγχρονα ζητήματα που εγείρουν σχέση ηθικής και δικαίου, και ειδικότερα στην αναγνώριση της ηθικής ευθύνης για την αντιμετώπιση αδικιών σε παγκόσμιο επίπεδο. Οικονομικά εγκλήματα, περιβαλλοντικές καταστροφές και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελούν ορισμένες από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει το σύγχρονο νομικό σύστημα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της σύγκρουσης μεταξύ ηθικής και δικαίου είναι το ζήτημα της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης. Σε πολλές περιπτώσεις, οι νόμοι δεν παρέχουν επαρκή προστασία για το περιβάλλον, ενώ οι επιχειρηματικές δραστηριότητες συχνά επιδιώκουν το κέρδος εις βάρος της φύσης. Εδώ αναδεικνύεται το ηθικό ερώτημα: πώς μπορεί το δίκαιο να αντιμετωπίσει περιπτώσεις, όπου η ανθρώπινη δραστηριότητα προκαλεί καταστροφικές συνέπειες για το οικοσύστημα;
Η ελληνική νομική παράδοση έχει παράγει πλούσιο νομοθετικό και νομολογιακό υλικό σχετικά με τη σχέση ηθικής και δικαίου. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η έννοια των «χρηστών ηθών» (άρθρο 281 ΑΚ), που αντλεί τις ρίζες της από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και τη χριστιανική ηθική και ενσωματώνει αρχές που σχετίζονται με την καλή πίστη, τη δικαιοσύνη και την ευθύτητα στις συναλλαγές. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί η εφαρμογή του άρθρου 25 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου και υπογραμμίζει την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων υπό το φως των αρχών της ισότητας και της δικαιοσύνης. Αυτό το άρθρο προσφέρει μια γέφυρα ανάμεσα στις ηθικές υποχρεώσεις της πολιτείας προς τους πολίτες και την τήρηση της νομιμότητας. Στη νομολογία, παραδείγματα όπως η νομολογία του Αρείου Πάγου σχετικά με την προστασία της οικογενειακής ζωής και των δικαιωμάτων των εργαζομένων ενσωματώνουν ηθικές αξίες, οι οποίες αναδεικνύονται ως θεμελιώδη στοιχεία για τη διαμόρφωση δίκαιων αποφάσεων. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η νομολογία για τις διατάξεις που αφορούν στην προσωπική ελευθερία και την προστασία της ιδιωτικότητας (άρθρο 9 του Συντάγματος), όπου οι δικαστικές αποφάσεις συχνά ενσωματώνουν ηθικά κριτήρια στην εκτίμηση της νομιμότητας.
Η σχέση ηθικής και δικαίου αποτελεί μια πολυδιάστατη πρόκληση για τις σύγχρονες κοινωνίες, καθώς οι νόμοι καλούνται να ανταποκριθούν όχι μόνο σε τυπικές και διαδικαστικές απαιτήσεις, αλλά και σε βαθύτερες ηθικές αξίες που καθορίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Η πρόκληση, παρόλα αυτά, που τίθεται είναι διττή: αφενός, να διασφαλιστεί ότι το δίκαιο λειτουργεί ως προστάτης των θεμελιωδών δικαιωμάτων αφετέρου και, αφετέρου, να εξασφαλιστεί ότι οι νόμοι αντανακλούν τις ηθικές αξίες που καθοδηγούν τη σύγχρονη κοινωνία. Οι συνεχείς εξελίξεις στη νομολογία, καθώς και οι μεταβολές στις κοινωνικές αξίες, καθιστούν απαραίτητο τον διαρκή αναστοχασμό για τη σχέση αυτή, ώστε το δίκαιο να παραμένει όχι μόνο ένα σύστημα κανόνων, αλλά και ένα μέσο για την επίτευξη του ηθικού ιδεώδους της δικαιοσύνης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Gustav Radbruch, Five Minutes of Legal Philosophy (1945), διαθέσιμο εδώ.