Της Αγγελικής Τσιούντσιουρα,
Ένας από τους σημαντικότερους στόχους του εργατικού δικαίου είναι η προστασία του ασθενέστερου μέρους της εργασιακής σχέσης, που δεν είναι άλλος από τον εργαζόμενο. Για την εκπλήρωση αυτού του σκοπού, το εργατικό δίκαιο δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, ως μίας ιδιαίτερης πτυχής του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης της βιομηχανίας, με την εισαγωγή περισσότερων και καινούργιων μεθόδων παραγωγής, παρατηρήθηκε η κατακόρυφη αύξηση των ατυχημάτων που λάμβαναν χώρα κατά την εργασία των μισθωτών. Ως άμεση συνέπεια ήταν η θέσπιση ορισμένων κανόνων δικαίου, οι οποίοι θα λειτουργούσαν προστατευτικά για τα θύματα των εργατικών αυτών ατυχημάτων. Ο εργοδότης, ο οποίος στο πρότυπο της ιδέας του επιχειρησιακού κινδύνου που διαπνέει το εργατικό δίκαιο, φέρει αντικειμενική ευθύνη για το εργατικό ατύχημα των μισθωτών ανεξαρτήτως του αν το ατύχημα προήλθε από δική του υπαιτιότητα.
Βασικό νομοθέτημα για το εργατικό δίκαιο αποτελεί ο Ν. 551/1915, ο οποίος αποτέλεσε και την τομή στην εργατική νομοθεσία. Ωστόσο, με το φαινόμενο του εργατικού ατυχήματος, όπως και με ζητήματα πρόληψης κι αντιμετώπισής του, έχουν ασχοληθεί τόσο Διεθνείς Οργανισμοί όσο και φορείς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ιδιαίτερης σημασίας έχει η 17η Διεθνής Σύμβαση Εργασίας του 1925, που ίσχυε σε όλα τα είδη των επιχειρήσεων, με εξαίρεση τα γεωργικά και ναυτικά επαγγέλματα.
Η έννοια του εργατικού ατυχήματος καθιερώνεται στο άρθρο 1 του Ν. 551/1915 και θεωρείται κάθε βλάβη που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής στον μισθωτό, η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιου συμβάντος κι επιφέρει τον θάνατό του ή την ανικανότητα παροχής εργασίας για διάρκεια περισσότερο από τέσσερις ημέρες. Ως βίαιο συμβάν χαρακτηρίζεται εκείνο το γεγονός που είναι εξωτερικό ως προς τον οργανισμό του παθόντος, δηλαδή δεν οφείλεται σε παθολογικά αίτια, παράλληλα όμως συνδέεται αιτιωδώς με την εργασία δημιουργώντας σχέση αιτίου αποτελέσματος. Ποιες, όμως, από τις περιπτώσεις εργατικών ατυχημάτων εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου; Τα περισσότερα εργατικά ατυχήματα είναι αυτά που λαμβάνουν χώρα κατά την εκτέλεση εργασίας ως άμεση συνέπειά της και συνδέονται ευθέως, τοπικά και χρονικά με αυτή. Συνηθέστερες είναι οι περιπτώσεις πρόκλησης σωματικής βλάβης, οι οποίες επέρχονται κατόπιν έκτακτων κι απρόβλεπτων συνθηκών. Για παράδειγμα, ο τραυματισμός από εργαλείο ή κάποιο μηχάνημα κι η καταπόνηση του οργανισμού λόγω αυξημένης ανάγκης για παροχή εργασίας.
Μία άλλη συνηθισμένη περίπτωση εργατικού ατυχήματος, η οποία απασχολεί συχνά τη θεωρία και τη νομολογία, είναι αυτή του τροχαίου συμβάντος με άμεση κι έμμεση αφορμή την εργασία. Σε σύγκριση με όσα ίσχυαν στο παρελθόν, η νομολογία σταδιακά συμπεριέλαβε στην κατηγορία των «καθ΄ οδόν» εργατικών ατυχημάτων κι αυτά που συμβαίνουν στους εργαζομένους όταν κατευθύνονται ή αποχωρούν από το χώρο εργασίας τους. Εάν ο εργαζόμενος εμπλακεί σε τροχαίο, ευρισκόμενος εκτός των εγκαταστάσεων της επιχείρησης κατόπιν εντολής του εργοδότη, τότε δεν υπάρχει αμφιβολία πως επρόκειτο για εργατικό ατύχημα. Ωστόσο, αν το ατύχημα συμβεί εκτός ωραρίου, για να χαρακτηρισθεί ως εργατικό θα πρέπει να έχει γίνει κατά τη μεταφορά του εργαζομένου προς το σπίτι του ή το αντίστροφο. Αυτό που ενδιαφέρει στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η ύπαρξη χρονικής συνέχειας μεταξύ του τροχαίου ατυχήματος και της έναρξης ή λήξης του ωραρίου εργασίας. Επίσης, το μεταφορικό μέσο, με το οποίο λαμβάνει χώρα το ατύχημα είναι καταρχάς αδιάφορο.
Εκτός των ανωτέρω κατηγοριών που προβλέπονται από τον νόμο, υπάρχουν περιπτώσεις προϋπάρχουσας ασθένειας, η επιδείνωση της οποίας δύναται να χαρακτηρισθεί ως εργατικό ατύχημα. Συγκεκριμένα, η εκδήλωση προϋπάρχουσας νόσου υπό κανονικές συνθήκες εργασίας μπορεί να ενταχθεί στην έννοια του εργατικού ατυχήματος, σε περίπτωση που ο εργοδότης, ενώ έλαβε γνώση της ασθένειας, αμέλησε να λάβει τα απαιτούμενα για την προστασία του εργαζομένου μέτρα. Επιπλέον, η επιδείνωση προϋπάρχουσας νόσου λόγω της υποχρέωσης συνεχούς απασχόλησης, έστω κι υπό κανονικές συνθήκες κι ενώ ο εργοδότης είχε επίγνωση της κατάστασης, αποτελεί εργατικό ατύχημα, καθώς οι συνήθεις συνθήκες μετατρέπονται σε εξαιρετικά δυσχερείς κι απαιτούν υπέρμετρη προσπάθεια του εργαζομένου, με αποτέλεσμα τον ολικό κλονισμό της υγείας του εργαζομένου.
Όπως προαναφέρθηκε, κρίθηκε αδήριτη ανάγκη η θέσπιση κανόνων δικαίου που θα προστατεύουν τα θύματα των εργατικών ατυχημάτων και θα καθιερώνουν την αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη, ο οποίος φέρει ορισμένες υποχρεώσεις. Αφού συμβεί το εργατικό ατύχημα σε οποιαδήποτε επιχείρηση ή εκμετάλλευση, ο εργοδότης βαρύνεται με την υποχρέωση αναγγελίας του ατυχήματος στις αρμόδιες Επιθεωρήσεις Εργασίας, στις πλησιέστερες αστυνομικές αρχές και στον ασφαλιστικό φορέα που υπάγεται ο εργαζόμενος, εντός 24 ωρών. Εκτός αυτών, όμως, οφείλει να τηρεί ειδικό βιβλίο ατυχημάτων, στο οποίο αναγράφονται η περιγραφή και τα αίτια κάθε ατυχήματος, κατάλογο των εργατικών ατυχημάτων κι ειδικό βιβλίο καταχώρησης των μετρήσεων και των αποτελεσμάτων ελέγχου του εργασιακού περιβάλλοντος και των ιατρικών εξετάσεων. Για όσες επιχειρήσεις υπάγονται στο ΙΚΑ, ο τρόπος, ο χρόνος κι η διαδικασία βεβαίωσης του ατυχήματος καθορίζονται με τον Κανονισμό ασφαλιστικής αρμοδιότητας ΙΚΑ (άρθρο 21 – 22).
Από την άλλη μεριά ο εργαζόμενος που καθίσταται παθών εργατικού ατυχήματος έχει κάποιες αξιώσεις. Καταρχήν, διαθέτει τη δυνατότητα να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης του άρθρου 1 Ν. 551/1915, εφόσον η ανικανότητα προσφοράς εργασίας διήρκεσε τουλάχιστον τέσσερις ημέρες. Η αποζημίωση αυτή αφορά την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, ενώ ο εργοδότης υπέχει αντικειμενική ευθύνη, ανεξάρτητη δηλαδή από οποιοδήποτε πταίσμα. Αξίζει να διευκρινίσουμε πως το ύψος της αποζημίωσης δύναται να περιοριστεί ανάλογα με τη μορφή και τη διάρκεια της ανικανότητας, όπως ειδικά προβλέπεται στον νόμο. Επίσης, οι αξιώσεις του εργαζομένου για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης υφίστανται κανονικά κι αυτό προκύπτει περαιτέρω από τη διάταξη του ΑΚ 932, με απαραίτητη προϋπόθεση πως το ατύχημα προήλθε από πταίσμα του εργοδότη. Για την ύπαρξη πταίσματος δεν απαιτείται να συντρέχει η ειδική αμέλεια που ορίζεται στο Ν 551/1915, καθώς στην ικανοποίηση για ηθική βλάβη εφαρμόζονται οι διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου. Ωστόσο, αν στην πρόκληση του ατυχήματος συντέλεσε ο εργαζόμενος με υπαίτια συμπεριφορά του, τότε το ύψος της αποζημίωσης μπορεί να υπαχθεί σε μείωση.
Συμπερασματικά, η έννοια του εργατικού ατυχήματος είναι αρκετά ευρεία, έτσι ώστε να καλύπτει τις περισσότερες περιπτώσεις ελλιπούς παροχής ασφάλειας του εργαζομένου, δεδομένου πως καθημερινά πολλοί προσφέρουν τις υπηρεσίες τους κι η εργασία αυτή είναι το μοναδικό μέσο βιοπορισμού τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Εργατικό Ατύχημα: Έννοια, Δικαιώματα, Αποζημίωση, nomikosodigos.info. Διαθέσιμο εδώ.
- Ζερδελής Δ., Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022.