Της Βερονίκης Στεριώτη,
Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, το 1991, κρίνεται ως ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα του τέλους του 20ου αιώνα, με τεράστιο αντίκτυπο στην παγκόσμια γεωπολιτική, αλλά και οικονομική τάξη. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης σηματοδότησε, πέρα από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, την ρήξη μίας από τις μεγαλύτερες υπερδυνάμεις του κόσμου. Οι αιτίες ήταν πολυάριθμες.
Γι’ αρχή, υπήρχε μεγάλη ευαισθησία στον οικονομικό τομέα. Η σοβιετική οικονομία αντιμετώπιζε τεράστια προβλήματα, λόγω της στασιμότητας, της γραφειοκρατίας, αλλά και της αδυναμίας της ίδιας, να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας σύγχρονης οικονομίας. Στην πτώση αυτή, πρωτογενείς παράγοντες ήταν οι αυστηρές κρατικές πολιτικές περιορισμού της αγοράς, καθώς και η έλλειψη καινοτομίας. Ταυτόχρονα, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης από το 1985, εισήγαγε τις μεταρρυθμίσεις της Γκλάσνοστ (διαφάνεια) και της Περεστρόικα (αναδιάρθρωση), έτσι ώστε να ανοίξει την κοινωνία και να αναζωογονήσει την οικονομία. Ωστόσο, αυτές οι μεταρρυθμίσεις αποσταθεροποίησαν περεταίρω το σύστημα, αφού ενθάρρυναν τη δημόσια κριτική του καθεστώτος, ενώ εν τέλει, απέτυχαν να επιλύσουν τα βαθιά οικονομικά προβλήματα που υπήρχαν. Την ίδια στιγμή, οι διάφορες δημοκρατίες που απάρτιζαν τη Σοβιετική Ένωση, άρχισαν να απαιτούν την ανεξαρτησία τους. Χώρες όπως η Λιθουανία, η Λετονία και η Εσθονία, ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους μεταξύ των 1990-1991, ακολουθούμενες από περισσότερες δημοκρατίες, οδηγώντας έτσι σε εθνοτικές και πολιτικές εντάσεις. Τα πράγματα δυσκόλεψαν ακόμη περισσότερο όταν μια ομάδα κομμουνιστών επιχείρησε να ανατρέψει τον Γκορμπατσόφ με πραξικόπημα, επιδιώκοντας να διατηρήσουν τον έλεγχο και ταυτόχρονα να αποτρέψουν την διάλυση της ένωσης. Το πραξικόπημα αυτό όχι μόνο απέτυχε, αλλά αποδυνάμωσε περαιτέρω το καθεστώς και ταυτόχρονα ενίσχυσε τις φυγοκεντρικές δυνάμεις.
Σημαντικός παράγοντας της διάλυσης, σε αυτό το σημείο, κρίνεται η άνοδος του Μπόρις Γέλτσιν, ο οποίος από το 1985, είχε κερδίσει την θέση του επικεφαλής του Κομμουνιστικού Κόμματος στην Μόσχα. Ως γραμματέας της Μόσχας, προσπάθησε να καταπολεμήσει την διαφθορά και να επιταχύνει τις μεταρρυθμίσεις, γεγονός που τον έκανε άμεσα αρεστό και δημοφιλή στους πολίτες, αλλά επίσης του δημιούργησε αντιπάθειες εντός του κόμματος. Η ανοιχτή του σύγκρουση με τον Γκορμπατσόφ ξεκίνησε το 1987, όταν υποστήριξε δημοσίως ότι οι μεταρρυθμίσεις του ηγέτη ήταν πολύ διστακτικές και ότι δεν επαρκούσαν για να αντιστρέψουν τα βαθιά προβλήματα της σοβιετικής οικονομίας και κοινωνίας. Αυτή η κριτική, ήταν και λόγος για τον οποίον απομακρύνθηκε από την πολιτική σκηνή, αφού εξόργισε ορισμένα πρόσωπα, τα οποία φρόντισαν να απομακρυνθεί ο Γέλτσιν από το αξίωμά του στην Μόσχα. Ωστόσο, παρόλο που αποκλείστηκε από την σοβιετική κεντρική ηγεσία, ο Γέλτσιν, έγινε ακόμη πιο δημοφιλής, καθώς πλέον οι πολίτες τον έβλεπαν ως έναν πολιτικό που δεν φοβόταν να μιλήσει ανοιχτά και να αντισταθεί στην συντηρητική κομματική γραφειοκρατία.
Έτσι, το 1990 εξελέγη πρόεδρος του Ανώτατου Σοβιέτ της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, της μεγαλύτερης δημοκρατίας εντός της Σοβιετικής Ένωσης. Στην νέα του θέση, ο ίδιος προώθησε τις ιδέες του περί ανεξαρτησίας και οικονομικής φιλελευθεροποίησης, γεγονός που τον έφερε, για μια ακόμη φορά, σε άμεση αντιπαράθεση με την σοβιετική ηγεσία και τον Γκορμπατσόφ. Μετά το πραξικόπημα, ο ρόλος του έγινε ακόμη σημαντικότερος, τη στιγμή που το κύρος του Γκορμπατσόφ είχε κλονιστεί ανεπανόρθωτα.
Η αποτυχία του πραξικοπήματος προκάλεσε την άμεση δράση των δημοκρατιών της Σοβιετικής Ένωσης, οι οποίες άρχισαν να ανακηρύσσουν την ανεξαρτησία τους. Ο Γέλτσιν, προώθησε τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και τον Δεκέμβριο του 1991, η Ρωσία, η Ουκρανία και η Λευκορωσία υπέγραψαν την συμφωνία του Μπελοβέζα, ανακοινώνοντας την ίδρυση της Κοινοπολιτείας των Ανεξάρτητων Κρατών και τη λήξη της Σοβιετικής Ένωσης. Κατά συνέπεια, στις 25 Δεκεμβρίου 1991, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ παραιτήθηκε από την προεδρία της Σοβιετικής Ένωσης και την επόμενη μέρα, η Σοβιετική Ένωση επίσημα διαλύθηκε. Η χώρα διασπάστηκε σε 15 ανεξάρτητες δημοκρατίες, με κυριότερη τη Ρωσία, η οποία θεωρήθηκε ο κύριος διάδοχος της Σοβιετικής Ένωσης. Η Ρωσική Ομοσπονδία κληρονόμησε τη θέση της Σοβιετικής Ένωσης στον ΟΗΕ και, παράλληλα, τον έλεγχο του μεγαλύτερους μέρους των πυρηνικών όπλων.
Η διάλυση της Ένωσης σήμανε το τέλος της αντιπαράθεσής της με τις Ηνωμένες Πολιτείες και άνοιξε τον δρόμο για μια μονοπολική παγκόσμια τάξη, με τις ΗΠΑ ως μοναδική υπερδύναμη. Κατά συνέπεια, η μετασοβιετική Ρωσία πέρασε μια δύσκολη περίοδο οικονομικής αναρχίας και πολιτικής αστάθειας, ενώ η απόπειρά της για μεταβίβαση σε οικονομία της αγοράς οδήγησε σε μαζική φτώχεια και κοινωνική αποσύνθεση. Στον τομέα της Γεωπολιτικής διάταξης, δημιουργήθηκαν νέα ανεξάρτητα κράτη στην Ανατολική Ευρώπη και την Κεντρική Ασία, με διαφορετικά πολιτικά συστήματα και συμμαχίες. Αυτό, δημιούργησε νέες εθνοτικές συγκρούσεις αλλά και ασταθή πολιτικά περιβάλλοντα σε ορισμένες περιοχές, όπως στην περίπτωση της Ουκρανίας και της Γεωργίας. Η διάλυση, άφησε ακόμη και οπλοστάσια πυρηνικών όπλων σε διάφορες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, με αποτέλεσμα η διαχείριση και ο αφοπλισμός τους να αποτελέσουν σημαντική ανησυχία για την διεθνή κοινότητα.
Είναι γνωστό πως με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης ο παγκόσμιος χάρτης άλλαξε δραματικά. Ωστόσο, οι συνέπειές της συνεχίζουν να επηρεάζουν την διεθνή πολιτική σκηνή μέχρι και σήμερα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γιάννα Κατσόβσκα- Μαλιγκούδη (2012), Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης, εκδ. Gutenberg, Αθήνα
- Παπαστρατηγάκης Νικόλαος (2018), Εισαγωγή στην Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης 1917-1991, εκδ. Ηρόδοτος, Αθήνα