14.2 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΗ «σιωπηλή» πανδημία της επαγγελματικής εξουθένωσης: Κατανόηση του φαινομένου

Η «σιωπηλή» πανδημία της επαγγελματικής εξουθένωσης: Κατανόηση του φαινομένου


Της Θεοφιλίνας Βαλλούς,

Διανύουμε την εποχή της ταχύτητας, των ραγδαίων αλμάτων της επιστημονικής προόδου, μα και των καταιγιστικών κοινωνικών ρυθμών. Σε αντίστοιχους φρενήρεις ρυθμούς φαίνεται να κινείται και το σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον, με τους χώρους εργασίας να γίνονται στις μέρες μας ολοένα και πιο απαιτητικοί και ανταγωνιστικοί. Οι ασφυκτικές αυτές εργασιακές συνθήκες φαίνεται να είναι η γενεσιουργός αιτία ενός φαινομένου, που απασχολεί με διαρκώς αυξανόμενη ένταση την επιστημονική κοινότητα. Πρόκειται για το λεγόμενο “burnout”, ή αλλιώς, «σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης». Το “burnout”, ως όρος, εκφράζει κάτι περισσότερο, κάτι συνθετότερο από μία απλή εργασιακή κόπωση· συγκεκριμένα, χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία κατάσταση σωματικής, συναισθηματικής και ψυχολογικής εξάντλησης, η οποία πηγάζει από το παρατεταμένο και ανεξέλεγκτο εργασιακό άγχος.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ορίζει το “burnout” ως μία συνθήκη «χρόνιου επαγγελματικού στρες, που δεν έχει αντιμετωπιστεί με επιτυχία» και διακρίνει τρία βασικά συμπτώματα, τα οποία θεωρεί πως ενδεικνύουν την παρουσία του. Αναλυτικότερα, κατά τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, το σύνδρομο αυτό χαρακτηρίζεται, πρώτον, από την αίσθηση του εργαζομένου πως, ανεξαρτήτως του χρόνου τον οποίο διαθέτει για να ξεκουραστεί, δεν έχει την ικανότητα να τονωθεί και να επανέλθει. Ένα δεύτερο προσδιοριστικό στοιχείο του συνδρόμου, είναι, σύμφωνα πάντοτε με τα δεδομένα του Π.Ο.Υ., η αποστασιοποίηση και ο αρνητισμός· ο εργαζόμενος σταδιακά αποξενώνεται συναισθηματικά από το αντικείμενο της εργασίας του, ενώ ταυτόχρονα προσκτάται μία κυνική στάση απέναντι στη δουλειά του. Επίσης, το “burnout” φαίνεται να οδηγεί εν τέλει στη μειωμένη απόδοση από πλευράς εργαζομένου, καθώς το άτομο αισθάνεται ανεπαρκές και θεωρεί ότι δεν είναι πλέον ικανό να ανταποκριθεί στις υψηλές απαιτήσεις της εργασίας του.

Πηγή εικόνας: Pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: Peggy_Marco

Ενδιαφέρον παρουσιάζει δε το γεγονός ότι, ενώ ο όρος “burnout” χρησιμοποιήθηκε πρώτον το 1970 από τον Γερμανοαμερικανό ψυχολόγο Herbert Freudenberger, προκειμένου να περιγράψει την εξάντληση που παρατηρούνταν στους επαγγελματίες της υγειονομικής περίθαλψης, στην πορεία αναγνωρίστηκε ευρύτερα σε πολλούς ακόμη επαγγελματικούς κλάδους. Έτσι, σήμερα τυγχάνει γενικής αποδοχής, η παραδοχή ότι, το σύνδρομο αυτό μπορεί να εμφανιστεί σε οποιονδήποτε εργαζόμενο, οποιουδήποτε τομέα απασχόλησης, αφού δεν σχετίζεται τόσο με το είδος της εργασίας όσο με τον τρόπο με τον οποίο το άτομο βιώνει την καθημερινή εργασιακή του εμπειρία. Στην εποχή μας, υπολογίζεται ότι περίπου το 25% των εργαζομένων παγκοσμίως βιώνει συμπτώματα «burnout», με το ποσοστό αυτό να έχει εκτιναχθεί στην περίοδο που ακολούθησε την πανδημία.

Επιχειρώντας μία βαθύτερη προσέγγιση των αιτίων του «burnout», εύκολα διαπιστώνει κανείς πως η λεγόμενη «κουλτούρα της απόδοσης» κατέχει, ανάμεσά τους, δεσπόζουσα θέση. Σαφέστερα, στις περισσότερες επιχειρήσεις, ως θεμελιωδέστερες αξίες αναδεικνύονται η υψηλή απόδοση και η παραγωγικότητα. Οι εργαζόμενοι αισθάνονται ότι πρέπει να αποδεικνύουν συνεχώς την αξία τους· αναλαμβάνουν, λοιπόν, διαρκώς μεγαλύτερο φόρτο εργασίας, περισσότερες ευθύνες, υπερεργάζονται υπό καθεστώς υψηλής πίεσης, δίχως μάλιστα να απολαμβάνουν τα απαραίτητα διαλείμματα, χωρίς ευκαιρίες για χαλάρωση, οδηγούμενοι σε υπερβολικό άγχος και τελικά, στην εξουθένωση. Ταυτόχρονα, οι συνθήκες οικονομικής αβεβαιότητας και ο ασταμάτητα εντεινόμενος ανταγωνισμός, επαυξάνουν το εργασιακό στρες που βιώνει ο μέσος επαγγελματίας. Την κατάσταση επιδεινώνει έτι περισσότερο η εργασία εντός του ψηφιακού περιβάλλοντος. Η σύγχρονη τεχνολογία (επαγγελματικά e-mails, εργασιακές πλατφόρμες) καθιστά συχνά τον εργαζόμενο προσβάσιμο ανά πάσα ώρα και στιγμή, διαταράσσοντας τη δυνατότητά του να αποσυνδεθεί από την εργασία του και να χαλαρώσει, θολώνοντας τα όρια ανάμεσα στην εργασία και την προσωπική ζωή. Πολλές φορές βέβαια, καθοριστικό ρόλο στην εμφάνιση του “burnout” διαδραματίζουν και οι προσωπικές συναισθηματικές καταβολές του ατόμου, οι υψηλές φιλοδοξίες, οι στόχοι του, αλλά και η ικανότητά του να διαχειρίζεται τις καθημερινές προκλήσεις.

Πηγή εικόνας: Pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: Geralt

Κι ενώ, λοιπόν, το σύνδρομο «burnout» πλήττει τμήμα του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού κάθε κλάδου, έρευνες που διενεργούνται από επιφανή ακαδημαϊκά ιδρύματα και επαγγελματικές οργανώσεις καταδεικνύουν την εντονότερη σύνδεση του «συνδρόμου επαγγελματικής εξουθένωσης» με ορισμένα επαγγέλματα. Έρευνες της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας φανερώνουν ότι οι εργαζόμενοι σε επαγγέλματα σχετικά με την υγειονομική περίθαλψη (π.χ. γιατροί, νοσηλευτές, φροντιστές), και ειδικά εκείνοι που εργάζονται σε μονάδες εντατικής θεραπείας ή επειγόντων περιστατικών είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στο “burnout”. Και τούτο διότι εργάζονται σε πολύωρες —πολλές φορές και νυχτερινές— βάρδιες, χωρίς σταθερό ωράριο, ενώ καλούνται συνεχώς να λαμβάνουν ταχύτατα κρίσιμες αποφάσεις, δίχως να διαθέτουν πάντοτε την απαιτούμενη υλικοτεχνική υποδομή ή υποστήριξη από το προσωπικό, λόγω ελλείψεων. Αντίστοιχη επιρρέπεια στην εργασιακή εξουθένωση φαίνεται να παρουσιάζουν και οι εκπαιδευτικοί. Αυτό συμβαίνει λόγω των υψηλών απαιτήσεων της εργασίας τους, που περιλαμβάνουν, πέραν της διδασκαλίας καθ’ αυτήν, την προετοιμασία των μαθημάτων, τη διαχείριση της τάξης, καθώς επίσης και την εξυπηρέτηση μαθητών με διαφορετικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Τέλος, υψηλό κίνδυνο επαγγελματικής εξουθένωσης εμφανίζουν και οι εργαζόμενοι σε δημιουργικούς τομείς (π.χ. γραφίστες, σχεδιαστές), οι οποίοι καλούνται να παράγουν διαρκώς —και συνήθως μάλιστα εντός απαιτητικών προθεσμιών— πρωτότυπες και δημιουργικές ιδέες, με την πίεση αυτή να επιφέρει συχνά εξάντληση της ενέργειας και της έμπνευσής τους, οδηγώντας τους τελικά σε “burnout”.

Είναι σαφές πως οι επιπτώσεις του “burnout” υπερβαίνουν την προσωπική ζωή ενός εργαζομένου και διαχέονται ευρύτερα, επηρεάζοντας την παραγωγικότητα της οικονομίας, και σημαντικότερα, την ίδια την πρόοδο και ευημερία μίας κοινωνίας. Γι’ αυτό, λοιπόν, απαιτείται να εξεταστεί πιο συνειδητά το φαινόμενο αυτό και να σχεδιαστούν στρατηγικές λύσεις για την αντιμετώπισή του. Οι στρατηγικές αυτές θα ήταν θεμιτό να εστιάζουν στην προσφορά ευέλικτων προγραμμάτων εργασίας από τον εργοδότη, αλλά και στην ενθάρρυνση των εργαζομένων να κάνουν χρήση των διαστημάτων άδειας που δικαιούνται, να φροντίζουν περισσότερο τη συνολική τους υγεία —σωματική και ψυχική— και φυσικά, να αναζητούν υποστήριξη από ειδικούς, εφόσον τη χρειαστούν. Διότι μόνο αν επενδύσουμε, ως κοινωνίες, στην κατανόηση του “burnout” και στην προσπάθεια αντιμετώπισής του, θα μπορέσουμε να κατευθυνθούμε προς ένα υγιές επαγγελματικό περιβάλλον, στο οποίο η παραγωγικότητα δεν θα αντιμάχεται την ψυχική υγεία των εργαζομένων, αλλά θα ενθαρρύνεται από αυτή.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Burn-out an “occupational phenomenon”: International Classification of Diseases, World Health Organization (WHO), διαθέσιμο εδώ 
  • Addressing employee burnout: Are you solving the right problem?, World Economic Forum, διαθέσιμο εδώ 
  • Burnout and stress are everywhere», American Psychological Association, διαθέσιμο εδώ 

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Θεοφιλίνα Βαλλούς
Θεοφιλίνα Βαλλούς
Είναι τελειόφοιτη φοιτήτρια της Νομικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ασχολείται, εδώ και αρκετά χρόνια, ενεργά με τον εθελοντισμό. Μιλά 4 ξένες γλώσσες, ενώ αφιερώνει τον ελεύθερό της χρόνο στην ποίηση, τη μουσική και το τραγούδι.