Της Πολυξένης Σωτηρίου,
Ήταν ξημερώματα 28ης Οκτωβρίου 1940, όταν ο Εμμανουέλε Γκράτσι (Ιταλός διπλωμάτης) επισκέφτηκε τον Έλληνα Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά στην οικία του στην Κηφισιά, με σκοπό να του παραδώσει το τελεσίγραφο της ιταλικής κυβέρνησης που αιτούνταν την παράδοση της χώρας στις Δυνάμεις του Άξονα. Ο Μεταξάς όταν τελείωσε την ανάγνωση κοίταξε κατά πρόσωπο τον Γκράτσι και του είπε με φωνή λυπημένη, αλλά σταθερή: “Alors, c’est la guerre!” («λοιπόν, αυτό είναι πόλεμος»), όπως ακριβώς παραθέτει ο Ιταλός στα απομνημονεύματά του. Η φράση αυτή του Έλληνα Πρωθυπουργού στα γαλλικά (την επίσημη διπλωματική γλώσσα της εποχής) σήμανε την έναρξη της ελληνικής αντίστασης κατά του φασισμού, η οποία μεταφέρθηκε στην ελληνική κοινωνία σαν ένα βροντερό «ΟΧΙ» που υιοθετήθηκε από τον τύπο της εποχής.
Πώς, όμως, οδηγείται η Ελλάδα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο; Για το Ελληνικό Βασίλειο, καίρια ημέρα θα αποδειχθεί η 4η Αυγούστου 1936, όταν ο Ι. Μεταξάς, επηρεασμένος από τις δικτατορίες που υφίστανται σε Ιταλία (Μπενίτο Μουσολίνι) και Ισπανία (Φρανθίσκο Φράνκο), με την στήριξη του βασιλιά Γεώργιου Β’, καταλύει άρθρα του Συντάγματος και εγκαθιδρύει δικτατορικό καθεστώς στη χώρα. Ο Μεταξάς υιοθετεί όμοια πολιτική πρακτική, ιδεολογία και μηχανισμό προπαγάνδας με τις δικτατορίες που προαναφέρθηκαν. Στόχος, ωστόσο, του Μεταξά δεν ήταν η ένταξη της χώρας στον πόλεμο, αλλά η διατήρηση μιας ουδέτερης στάσης, τόσο απέναντι στους συμμάχους (Ηνωμένο Βασίλειο, Σοβιετική Ένωση, ΗΠΑ, Γαλλία, Πολωνία κ.ά.), όσο και στις δυνάμεις του Άξονα (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία κ.ά.). Παρά την πολιτική αυτή, ο Μεταξάς γνώριζε πως αργά ή γρήγορα η Ελλάδα θα έπρεπε να εγκαταλείψει την διπλωματική της στάση και να δηλώσει σε ποιο από τα δύο στρατόπεδα του Β’ Παγκοσμίου θα εντασσόταν. Ξεκίνησε, έτσι, μια σειρά διπλωματικών επισκέψεων (σε Βελιγράδι, Άγκυρα, Κωνσταντινούπολη κ.ά.) με κύριο στόχο να παραβρίσκεται στην Σύνοδο του Συμβουλίου Βαλκανικής Συνεννόησης. Στις 31 Ιουλίου 1938, ο Ι. Μεταξάς, Πρόεδρος του Διαρκούς Συμβουλίου της Βαλκανικής Συνεννοήσεως, υπογράφει στην Θεσσαλονίκη «Σύμφωνο μη Επιθέσεως».
Μια ακόμη καίρια ημερομηνία για το ελληνικό κράτος, είναι η 18η Φεβρουαρίου όταν ο Ι. Μεταξάς επισκέπτεται τον βασιλέα Παύλο της Γιουγκοσλαβίας στο Βελιγράδι και πληροφορείται από αυτόν για την συμφωνία Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας, αναφορικά με τον διαμοιρασμό των εδαφών της βόρειας Ελλάδας και πιο συγκεκριμένα της Μακεδονίας και της Θράκης, σε περίπτωση ήττας της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το γεγονός αυτό κινητοποιεί τον Έλληνα Πρωθυπουργό ώστε να ξεκινήσει η προετοιμασία άμυνας της χώρας σε περίπτωση επίθεσης από τις βαλκανικές χώρες. Άρχισε, λοιπόν, η κατασκευή της λεγόμενης «Γραμμής Μεταξά», ενός οχυρωματικού συνόλου αποτελούμενο από 21 τμήματα που εκτείνονταν κατά μήκος των βόρειων ελληνικών συνόρων. Η οχύρωση αυτή κατέληξε να είναι και η βασικότερη ενέργεια για την άμυνα της χώρας στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο που ακολούθησε. Αξίζει ακόμα να αναφερθεί, πως ενισχύθηκε ο πολεμικός στόλος και η αεροπορία, με αγορά νέων μονάδων που συνέβαλλαν ενεργά στην θωράκιση του κράτους τον πρώτο χρόνο του πολέμου και μετά την γερμανική εισβολή, μεγάλο μέρος αυτών δόθηκε στους συμμάχους.
Το έτος που κορυφώθηκαν οι εξελίξεις για την Ελλάδα ήταν το 1940. Είχε προηγηθεί εισβολή των Ιταλών στα αλβανικά εδάφη γεγονός που έφερε την Ελλάδα σε δυσμενή θέση. Η ιταλική κυβέρνηση προκαλούσε από την μεριά της την αντίδραση του ελληνικού κράτους δημιουργώντας συνεχώς αφορμές για συγκρουστούν οι δύο χώρες (γεγονός που ο Μεταξάς προσπαθούσε να αποτρέψει διατηρώντας μετριοπαθή πολιτική). Ένα από τα γεγονότα που προμήνυαν την ελληνοϊταλική σύγκρουση ήταν ο βομβαρδισμός του αντιτορπιλικού «Ύδρα». Στις 12 Ιουλίου τρία ιταλικά αεροσκάφη παραβίασαν τον ελληνικό εναέριο χώρο και βομβάρδισαν το αντιτορπιλικό πλοίο «Ύδρα» στην Κρήτη. Ακολούθησαν παρόμοιες επιθέσεις στις 30 Ιουλίου 1940 στα ελληνικά αντιτορπιλικά «Βασιλεύς Γεώργιος», «Βασίλισσα Όλγα» στην Κόρινθο και δύο υποβρυχίων στην περιοχή της Ναύπακτου. Μάταια, ο Ι. Μεταξάς διαμαρτυρήθηκε στον Εμ. Γκράτσι για τις επιθέσεις της Ιταλίας σε ελληνικά πλοία και την παραβίαση του ελληνικού εναέριου χώρου στις 7 Αυγούστου 1940 με τον Ιταλό διπλωμάτη να αρνείται κατηγορηματικά τις ενέργειες αυτές.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε λίγες μέρες αργότερα, όταν στις 15 Αυγούστου 1940 το πρωί, το λιμάνι της Τήνου προσέγγισε μυστικά ιταλικό υποβρύχιο με στόχο το αντιτορπιλικό πλοίο «Έλλη» που βρισκόταν εκεί για τον εορτασμό της Κοίμησης της Παναγίας. Το υποβρύχιο επιτέθηκε με τρεις τορπίλες εκ των οποίων μία βρήκε το στόχο της και έπληξε το ελληνικό πλοίο στα ύφαλα, οδηγώντας και στην βύθισή του μία ώρα αργότερα. Η Ιταλία, όμως, δεν περιορίστηκε σε πολεμικές προκλήσεις προς την Ελλάδα αλλά φρόντισε να υπονομεύσει και τις σχέσεις της με την Αλβανία. Στις 14 Ιουνίου 1940, ο Νταούτ Χότζας (διαβόητος Αλβανός κακοποιός και καταζητούμενος) δολοφονήθηκε μετά από καβγά από δύο συμπατριώτες του κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα, με τους δολοφόνους να παραδίνονται αργότερα στις ελληνικές αρχές. Την ευκαιρία αυτή δεν άφησε ανεκμετάλλευτη η προπαγάνδα του αλβανικού υπό ιταλική κατοχή κράτους και τον Αύγουστο του 1940 μετέδωσε την είδηση της δολοφονίας του Χότζα από Έλληνες μυστικούς πράκτορες, κάνοντας λόγο για μια από τις πιο βίαιες δολοφονίες της εποχής.
Ο Μουσολίνι έπειτα, πιεζόμενος από τους Γερμανούς, οργάνωσε την 15η Οκτωβρίου του 1940, σύσκεψη στην ιταλική πρωτεύουσα ώστε να διευθετήσει το ζήτημα της Ελλάδας. Εκεί, αποφασίστηκε πως η επίθεση ενάντια στο ελληνικό κράτος θα ξεκινούσε την 26η του μήνα, γεγονός που μετατέθηκε αργότερα την 28η. Ο Εμμανουέλε Γκράτσι ήταν ο άνθρωπος που ανέλαβε να μεταφέρει την αίτηση παράδοσης των στρατιωτικών βάσεων της Ελλάδας στον Ι. Μεταξά, με τον πρωθυπουργό να του αποκρίνεται “Alors, c’est la guerre”! Και με αυτόν τον τρόπο τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου στις 5:30 τα ιταλικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Ελλάδα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα μην γνωρίζοντας πως το «Έπος του Σαράντα» ξεκινούσε εκείνη την στιγμή. Θα γινόταν και αργότερα βέβαια αποδεκτό από όλη την Ευρώπη πως «Οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες» (Ουίνστον Τσώρτσιλ).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Θάνος Βερέμης (2019), 1940-1941: Ο Πόλεμος των Ελλήνων, Αθήνα: εκδόσεις Μεταίχμιο
- Alors, c’est la guerre. Αυτή ήταν η απαρχή του έπους του 1940, militaire.gr Διαθέσιμο εδώ
- “Alors, c’est la guerre!”: Η απαρχή του έπους του 1940, sastya.gr, Διαθέσιμο εδώ