16 C
Athens
Σάββατο, 16 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΠοινική Συνδιαλλαγή στην Ελλάδα: Μια ιστορική αναδρομή

Ποινική Συνδιαλλαγή στην Ελλάδα: Μια ιστορική αναδρομή


Της Χριστίνας Μωραΐτη,

Στη χώρα μας, η ποινική συνδιαλλαγή παρουσιάζεται στην αρχική της μορφή ως μέτρο αναμόρφωσης, εισαγόμενο στο άρθρο 122 Π.Κ. από τον νόμο 3189/2003. Σύμφωνα με αυτό, στοχεύει στην έκφραση ειλικρινούς συγγνώμης από τον ανήλικο, στην εξώδικη διευθέτηση της υπόθεσης, σύμφωνα με το διεθνές πρότυπο, και στην ανάληψη ευθυνών από αυτόν, προσφέροντας βελτιωτικά αποτελέσματα για αυτόν. Ωστόσο, με το νόμο 3904/2010 και με βάση τη θετική διεθνή εμπειρία από την ποινική συνδιαλλαγή, εισάγεται στη χώρα μας με το άρθρο 308Β Κ.Π.Δ.

Ο θεσμός αντιμετωπίζει τη βασική πρόκληση της ποινικής δίκης, που είναι η αποκατάσταση της κοινωνικής τάξης κι η διασφάλιση της ειρήνης στην κοινωνία. Με το συγκεκριμένο άρθρο, η ποινική συνδιαλλαγή εφαρμόζεται περιορισμένα σε εγκλήματα που έχουν οικονομικό χαρακτήρα κι επιβάλλεται για ποινικά αδικήματα όπως απάτη, απάτη με χρήση υπολογιστή, υπεξαίρεση, απιστία και τοκογλυφία, με την προϋπόθεση ότι στρέφονται κατά ιδιωτών και ποτέ κατά του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ. Η αίτηση για συνδιαλλαγή υποβάλλεται σε κάθε περίπτωση από τον κατηγορούμενο, μετά την άσκηση ποινικής δίωξης κατά αυτού και πριν το πέρας της ανακρίσεως.

Στη συνέχεια, με το νόμο 4312/2014 εισήχθη η δυνατότητα επιστροφής χρηματικών απαιτήσεων από τον κατηγορούμενο στο πλαίσιο της ποινικής συνδιαλλαγής. Αυτό επιτρέπει την πλήρη ικανοποίηση του Δημοσίου, νομικών προσώπων ή φορέων αυτού, με αντάλλαγμα την επιβολή μειωμένης ποινής φυλακίσεως ή καθείρξεως. Η αλλαγή αυτή θεωρήθηκε ως κατάλληλη, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κρίση και την ανάγκη αντιμετώπισης των αυξανόμενων οικονομικών εγκλημάτων. Παράλληλα, επιδιώκει την επιστροφή χρημάτων στα δημόσια ταμεία, τα οποία αντιμετώπιζαν σημαντικές ελλείψεις κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Στην ουσία, αντιμετωπίζει την αντίφαση που είχε δημιουργηθεί από το άρθρο 308Β Κ.Π.Δ., το οποίο απαγόρευε την ποινική συνδιαλλαγή με το Δημόσιο λόγω δημοσιονομικών συμφερόντων σε μεγάλες υποθέσεις διαφθοράς και κατάχρησης δημοσίου χρήματος.

Η ενσωμάτωση της ποινικής συνδιαλλαγής στο ελληνικό ποινικό δικονομικό σύστημα είναι συμβατή με τις συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης κι ευθυγραμμίζεται με την προσπάθεια επίτευξης δικαιϊκής ειρήνης και αποφόρτισης των δικαστηριακών διαδικασιών. Εφαρμόζεται, κυρίως, για την επίλυση ποινικών διαφορών που δεν περιλαμβάνουν στοιχεία βίας, επικεντρώνοντας την προσοχή της στις υποθέσεις με περιουσιακό ή οικονομικό χαρακτήρα. Μέσω της αποκατάστασης της προκληθείσας ζημίας και της πλήρους ικανοποίησης του θύματος, επιτυγχάνεται η εκπλήρωση της κοινωνικής ειρήνης, χωρίς την ανάγκη επιβολής σκληρής ποινής στον δράστη.

Πηγή εικόνας και δικαιώματα χρήσης: kontoslaw.gr

Παρά τη συμφωνία του με τις διεθνείς πρακτικές για την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και τις συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης, η εισαγωγή του θεσμού της ποινικής συνδιαλλαγής δεν πραγματοποιήθηκε χωρίς αντιδράσεις. Οι κριτικοί του θεώρησαν ότι με αυτόν περιορίζονται τα δικαιώματα του κατηγορούμενου, όπως ορίζονται από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη, υπεράσπιση και μη αυτοενοχοποίηση, καθώς και το τεκμήριο αθωότητάς του. Επίσης, υποστήριξαν ότι παρέχεται στον κατηγορούμενο η δυνατότητα να αποφύγει την επιβολή κατάλληλης τιμωρίας για την ποινική πράξη του. Σε περιπτώσεις διασυνοριακού εγκλήματος, μπορεί ακόμη να επιλέξει τη δικαιοδοσία που του παρέχει τη δυνατότητα της ποινικής συνδιαλλαγής, επιδιώκοντας την ευνοϊκότερη ποινική μεταχείριση κι αποφεύγοντας τον κολασμό. Ως αποτέλεσμα αυτών των αντιδράσεων, ο θεσμός της ποινικής συνδιαλλαγής εφαρμόστηκε ελάχιστα, περιοριζόμενος σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

Με το ν. 4620/2019 κυρώθηκε ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, ο οποίος εισήγαγε νέους δικονομικούς θεσμούς και τροποποίησε υφιστάμενους με βάση τις αντίστοιχες διατάξεις ξένων νομικών τάξεων. Αυτοί οι θεσμοί, εκπορευόμενοι από το εξεταστικό (κατ’ αντιδικίαν) σύστημα, που επικρατεί στο ηπειρωτικό δίκαιο, έχουν ως κύριο στόχο την επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης. Ανάμεσα σε αυτούς τους θεσμούς περιλαμβάνεται ο θεσμός της ποινικής συνδιαλλαγής, ο οποίος ρυθμίζεται από τα άρθρα 301 και 302 του Κ.Π.Δ.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 301 Κ.Π.Δ., η συνδιαλλαγή εφαρμόζεται σε κακουργηματικές πράξεις που ορίζονται στον Κ.Π.Δ. ή σε ειδικούς ποινικούς νόμους. Αυτές περιλαμβάνουν εγκλήματα όπως αυτά της πλαστογραφίας και της ψευδούς βεβαίωσης υπαλλήλου καθώς κι εγκλήματα εναντίον της ιδιοκτησίας χωρίς τη χρήση βίας ή απειλής, όπως κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, απάτη με υπολογιστή, απιστία κ.ά. Επιπλέον, εφαρμόζεται σε εγκλήματα όπως η απάτη, η ψευδής βεβαίωση, η φοροδιαφυγή κ.ά., εναντίον του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. ή της Ε.Ε.

Η εκκίνηση της διαδικασίας ποινικής συνδιαλλαγής προϋποθέτει την έναρξη ποινικής δίωξης, η οποία σηματοδοτεί την έναρξη της ποινικής διαδικασίας. Ο κατηγορούμενος αναλαμβάνει την πρωτοβουλία για την πρόταση ποινικής συνδιαλλαγής, υποβάλλοντας αίτημα στον Εισαγγελέα. Ο Εισαγγελέας, μετά την υποχρεωτική διάθεση συνηγόρων για τα εμπλεκόμενα μέρη, ορίζει τη συνάντηση με τον παθόντα. Σε περίπτωση που ο παθών είναι το Ελληνικό Δημόσιο, καλεί τον νόμιμο εκπρόσωπό του. Σκοπός της συνδιαλλαγής είναι η επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των μερών για την αποδοχή της ευθύνης, την επανόρθωση της ζημίας ή την αποκατάσταση του προκληθέντος αδικήματος έως την ολοκλήρωση της ανάκρισης.

Πηγή εικόνας: istock.com / Δικαιώματα χρήσης: MivPiv

Ο ορισμός συνηγόρων για τα εμπλεκόμενα μέρη αναδεικνύεται ως ιδιαιτέρως σημαντικός κι αναγκαίος, καθώς πρόκειται για ένα στάδιο συμβιβασμού που αντικαθιστά τη δικαστική απόφαση. Στο πλαίσιο αυτό, είναι ζωτικής σημασίας να εξασφαλίζονται τα συμφέροντα και τα δικαιώματα των εμπλεκόμενων μερών, ενώ, παράλληλα, πρέπει να παρέχονται εγγυήσεις για μια δίκαιη κι ασφαλή διαδικασία, σύμφωνα με τις προδιαγραφές της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στην περίπτωση που η ποινική συνδιαλλαγή καταλήξει σε επιτυχή έκβαση, συντάσσεται σχετικό πρακτικό εντός της προθεσμίας των 15 ημερών. Σε αυτό συμπεριλαμβάνεται επιπλέον η ομολογία του κατηγορούμενου σχετικά με τη διάπραξη της αξιόποινης πράξης. Αυτή η ομολογία, αφού δεν υπάρχει δίκη κατ’ αντιδικία, αποτελεί το μοναδικό νόμιμο στοιχείο ενοχής που λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο για την επιβολή ποινής.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Ζαρκαντζιάς Στ., «Άρθρα 301 και 302 Κ.Π.Δ.» σε Λ. Μαργαρίτη (επιμ) Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2020, σελ. 1693.
  • Πετρόπουλος Κ., «Εγκληματολογική προσέγγιση θεσμών ποινικής συνδιαλλαγής», Ποινική Δικαιοσύνη, τχ. 12, 2017, σελ. 1202.
  • Αιτιολογική έκθεση ν. 3189/2003, σελ. 2.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χριστίνα Μωραΐτη
Χριστίνα Μωραΐτη
Κατάγεται από την Σπάρτη Λακωνίας και διαμένει στην Αθήνα. Απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ομιλεί αγγλικά, γαλλικά και ισπανικά.