Της Μάρας Βιτσαξάκη,
«Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τους»
Χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα
κι απ’ τη χαρά ζεστά των φιλημάτων,
χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα
χτυπήσατε τις πόρτες των θανάτων
ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε
και διψασμένα εμείνατε ποτήρια,
ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε
κι εμείνατε κλεισμένα παραθύρια’
ω, που ‘χατε πολλά να ειπείτε, στόματα,
κι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφο,
ω, που ‘χατε πολλά να ειπείτε στόματα,
και τον καημό δεν είπατε που γράφω
μάτα, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου
τον πόνο κάποιας ώρας, κάποιου τόπου,
μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου
τον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου
Στο συγκεκριμένο ποίημα ο Καρυωτάκης εισάγει τον φόβο του θανάτου ως βασικό θέμα. Στο σχόλιο που αναγράφεται πριν την έναρξη του ποιήματος προοικνομείται ακριβώς αυτό «Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τους». Στο εισαγωγικό αυτό σημείωμα αναφέρεται η «κακή ώρα», η οποία είναι γνωστό ότι συνήθως σημαίνει την ώρα του θανάτου. Εν προκειμένω, συμβαίνει ακριβώς αυτό· ο ποιητής ισχυρίζεται ότι υπάρχουν άνθρωποι που κουβαλάνε μέσα τους τον θάνατο. Με την έννοια «θάνατος» υπονοούνται αρκετές διαφορετικές συνθήκες, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η λέξη ερμηνεύεται κυρίως ως ο φόβος του επερχόμενου θανάτου.
Κατά τη διάρκεια του ποιήματος ουσιαστικά αντιπαραβάλλονται οι δραστηριότητες και οι συνήθεις λειτουργίες των οργάνων του ανθρώπου (όπως τα μάτια) με την αντίστοιχη παύση των δραστηριοτήτων αυτών, όταν επικρατήσει στον οργανισμό η κατάσταση του θανάτου. Ο θάνατος και η παύση αυτή εδώ, έχουν περισσότερο μεταφορική σημασία. Πράγματι, όπως αναφέρεται και στην τελευταία στροφή, μελετώντας κάτι ήδη νεκρό -ενώ το συγκρίνεις με το ζωντανό-, είναι δυνατόν να εντοπιστεί ο πόνος που επικρατεί και που πηγάζει απ΄τον θάνατο. Όμως, ένας ακόμη αποτελεσματικότερος τρόπος να εντοπιστεί ο πόνος της ανθρώπινης ψυχής είναι να μελετηθεί ένας εν ζωή άνθρωπος, ο οποίος ενδεχομένως μεταφορικά, ψυχικά να είναι ήδη «νεκρός».
Ουσιαστικά, στο ποίημα διερευνάται η ανθρώπινη ψυχή κι ο πόνος του αιώνιου ανθρώπου. Ο θάνατος αποτελεί μια παντοδύναμη κι αναπόφευκτη πραγματική συνθήκη που καταφτάνει πάση θυσία κι ανατρέπει όλα τα δεδομένα της ζωής. Το τέλος αυτό το βιώνουν πλην του ανθρώπου κι όλα τα υπόλοιπα πράγματα -ζωντανά και μη- με ποικίλους τρόπους και μέσα. Στην πρώτη στροφή, παρουσιάζονται συμβολικά χέρια κρατώντας τριαντάφυλλα να χτυπούν τις πόρτες των θανάτων. Οι θάνατοι αυτοί ενδέχεται να ερμηνευτούν είτε ως η αφύπνιση του ανθρώπου και η εξαπίνης συνειδητοποίηση της θνητότητάς του, γεγονός που συχνά επιφέρει ψυχική αδράνεια -δύναται να θεωρηθεί και «θάνατος» της προηγούμενης ζωής-, είτε ως η επιθυμία του ατόμου να γνωρίσει το άγνωστο, λόγω της ψυχικής κόπωσης που έχει προκύψει απ’ τον συνεχή φόβο που γεννά η επίγνωση και η συνειδητοποίηση του θανάτου. Καθώς το τριαντάφυλλο αποτελεί ένα λουλούδι που συνηθίζεται να εναποτίθεται πάνω στον τάφο, εξάγεται το συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι αυτοί, έχουν συνειδητοποιήσει την έννοια του θανάτου.
Στην επόμενη στροφή, προβάλλονται μάτια διψασμένα που απέμειναν «κλεισμένα παραθύρια». Στην προκειμένη περίπτωση, η έννοια της δίψας αναφέρεται είτε στη γνωστική δίψα, δηλαδή στο γεγονός ότι οι ερωτήσεις σχετικά με το άγνωστο του θανάτου δεν απαντήθηκαν ποτέ, είτε στην εκφραστική δίψα, με την έννοια του κενού που προκάλεσε η απουσία έκφρασης αναφορικά με την ανησυχία του θανάτου, καθώς η αλήθεια που «είδαν» τα μάτια, παρέμεινε καταπιεσμένη και φυλακισμένη μόνο σ’ αυτά και δεν τη μοιράστηκαν ποτέ. Παρέμειναν έτσι κλειστά παράθυρα, μην αφήνοντας κανέναν να ρίξει μια πιο διαχυτική ματιά μες στην ψυχή τους.
Στην τρίτη στροφή, παρουσιάζονται τα στόματα που επέλεξαν μεταξύ πολλών θεμάτων εν τέλει να μιλήσουν για τον «τάφο». Επομένως, στη συγκεκριμένη στροφή τα στόματα αποφάσισαν να εξωτερικεύσουν και να εκφράσουν τον προβληματισμό τους για τον θάνατο, όμως ο ποιητής διατείνεται ότι δεν κατόρθωσαν να «πουν για τον καημό που γράφει». Το γεγονός αυτό, σημαίνει πως είτε τα στόματα αναφέρθηκαν εντελώς επιφανειακά στον θάνατο και μίλησαν μόνο περί τάφου κι όχι περί εν γένει ανυπαρξίας κι αγνώστου, είτε ο καημός του ποιητή, αλλά και του κάθε ανθρώπου, είναι τόσο μεγάλος, δυσβάσταχτος και προσωπικός, ώστε να απαιτεί τελικά να εκφραστεί μόνο απ’ τον ίδιο. Δεν αρκεί να τον εκφράσει όλος ο υπόλοιπος κόσμος -ακόμη κι αν τον εκφράσει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο-, είναι απαραίτητο για τον άνθρωπο αν επιθυμεί να απαλλαγεί ή έστω να απαλυνθεί ο πόνος του, να τον εκφράσει ο ίδιος.
Τέλος, ο Καρυωτάκης προτρέπει τους ανθρώπους να μοιραστούν και να διηγηθούν τον πόνο τους και να ικανοποιήσουν την ανάγκη τους να εκφραστούν. Ο ποιητής παρακινεί τα μάτια, τα χέρια και τα στόματα να φανερώσουν τον «Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου». Η συνειδητοποιημένη επίγνωση της θνητότητας και του αντικτύπου της στη ζωή -τόσο του ψυχολογικού όσο και του σωματικού-, αποτελεί βασικό στοιχείο της ύπαρξης. Επομένως, είναι για τον ποιητή σημαντικό το άτομο να μοιράζεται τους φόβους και τους πόνους του, διότι όταν ο φόβος του θανάτου γίνεται έμμονη ιδέα, τότε καθίσταται όχι μόνο ο φόβος αλλά και ο ίδιος ο θάνατος πανταχού παρών, σε βαθμό που δύναται να βαρύνει αρκετά την ανθρώπινη ύπαρξη και ο άνθρωπος να φοβάται τόσο πολύ την ανυπαρξία, ώστε να επισκιάζεται η υφιστάμενη συνθήκη της ύπαρξής του και ως αποτέλεσμα να περνά τις μέρες του λες και είναι ήδη νεκρός.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Άπαντα, Κώστας Γ. Καρυωτάκης, Αθήνα 2012, Εκδόσεις Σ.Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ