Της Ευθυμίας Γκαμπέση,
Η Bagatelle είναι μικρή μουσική φόρμα, χωρίς κάποια αυστηρή δομή, ελαφριά, ενίοτε παιγνιώδης ή ακόμη και απλοϊκή. Έτσι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και το πρώτο βιβλίο της Γεωργίας Συριοπούλου, Bagatelles της οδού Αλκαμένους, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μετρονόμος. Στην ουσία πρόκειται για 60 βραχύβιες ιστορίες, βασισμένες στην ίδια την πόλη της Αθήνας και το κέντρο της ή τα προάστιά της. Οι ιστορίες αυτές έχουν γραφτεί στο διάστημα των τελευταίων τεσσάρων χρόνων, σε ένα τροποποιημένο πλέον πλαίσιο και σκηνικό από την πανδημία και έπειτα.
Πέραν από την απλοϊκότητά τους, αποτελούν και ένα «ταξίδι» της συγγραφέως προς τη μέση ηλικία. Το πόνημα αποτελείται από βιωματικές εμπειρίες, προσωπικές ιστορίες και σκέψεις για ετερόκλητα θέματα, καταστάσεις και ανθρώπους. Πρόκειται, σίγουρα, για έναν αρκετά ενδιαφέροντα και πρωτότυπο τρόπο γραφής, με επίκεντρο την οπτική γωνία της συγγραφέως για τον μικρόκοσμό της. Οι τίτλοι των ιστοριών ποικίλλουν: Ασυμμετρία, Μπούτια, Άκρα, Λεπτή άσπρη επιδερμίδα κ.ά.
Θα λέγαμε ότι είναι η απόλυτη απόδοση του προφορικού λόγου, του λόγου του μυαλού μας και πως οι συνειρμοί οργιάζουν, σε ένα χαρτί που τυπώνεται και γίνεται, εν τέλει, βιβλίο. Η συγγραφέας άπτεται διαφόρων θεμάτων, από την παιδική της ηλικία και το σχολείο, τη μητέρα της, τον άγνωστο ηλικιωμένο που θα δει στον δρόμο της έως και τελείως άσχετα πράγματα όπως οι λωτοί! Στην πραγματικότητα, οι ιστορίες ντύνονται από αναμνήσεις, σαχλαμάρες και στοχασμούς, άλλοτε πιο επιφανειακούς και άλλοτε πιο βαθυστόχαστους.
«Η νιότη μπορεί να κάνει λάθη, μπορεί να ορμάει χωρίς να νοιάζεται για τις συνέπειες, αλλά όχι η ωριμότητα»
Η παρατηρητικότητά της, όπως και η λεπτομερής περιγραφή, είναι τόσο έντονη που σχεδόν νομίζουμε ότι πρόκειται για «γραπτή» φωτογραφία. Φαίνεται πως τη συναρπάζουν καθημερινά γεγονότα και πράγματα (ο ήλιος, το τσιγάρο, το φαγητό), όπως δυο κορίτσια που κάθονται και μιλάνε για τα γεράματα, ένας ηλικιωμένος που θέλει απλά να περάσει τον δρόμο ή την παγωμάρα της σε μία θεατρική παράσταση που έλαβε μέρος στο δημοτικό. Ίσως αυτό να μας διδάσκει και κάτι από την άλλη, ότι θα έπρεπε να είμαστε πιο γειωμένοι, δίνοντας μεγαλύτερη σημασία στη ζωή μας και τα μικροπράγματα που συμβαίνουν, αντί να κοιτάμε πάντα τη «μεγαλύτερη εικόνα». Γιατί ακόμη κι αυτά έχουν επιρροή πάνω μας, μπορεί σπιθαμή με σπιθαμή να διαμορφώσουν —ή να διαβρώσουν— κομμάτι της προσωπικότητάς μας.
«Το υβριδικό σήμερα είναι μία έννοια πολύ δυναμική»
Θίγονται θέματα εντοπιότητας, αλλά και αρχιτεκτονικής καθώς πολλά από αυτά σχολιάζουν το χώρο. Εξού και ο τίτλος του βιβλίου «…οδός Αλκαμένους». Μιλάει για την πόλη της, την Αθήνα, περιγράφει, και ταυτόχρονα καταγράφει, τα τοπία της και τους ανθρώπους της, όσο «ασήμαντοι» κι αν φαίνονται με μια πρώτη ματιά. Ακόμα, θα λέγαμε ότι υπάρχει ένας νοητός ρυθμός, μία μελωδία στις σκέψεις της και το πως τις αποδίδει, με έναν αυθεντικό, μοναδικό και αυθόρμητο τρόπο, προσέχοντας πάντα τη λεπτομέρεια.
Αξιοσημείωτο είναι και το πόσο εξαιρετικά ευφυής συναισθηματικά είναι ήδη από μικρή ηλικία, αφού αισθάνεται τη φαυλότητα και την αποξένωση ήδη από πολύ νωρίς. Ανάμεσα σε άλλα, παρουσιάζεται αρκετά ρεαλίστρια, ολίγον κυνική και ειρωνική, αλλά αυτό δεν μας ενοχλεί καθόλου ως αναγνώστες, αφού απολαμβάνουμε μία ωμή παρουσίαση του κόσμου μας. Γίνονται, επίσης, αλληγορίες για το παρελθόν —το οποίο σέρνουμε πίσω μας— καθώς και για άλλα σύγχρονα προβλήματα.
«Δυσοίωνο μου φάνηκε αυτό το πάρτυ των γλάρων πρωί πρωί. Ξέρει η φύση πότε να ανησυχεί»
Ανακεφαλαιώνοντας, αξίζει, θεωρώ, μία «επένδυση» σε ένα τέτοιο βιβλίο, τόσο φρέσκο και διαφορετικό απ’ ό,τι άλλο έχουμε δει και διαβάσει μέχρι στιγμής, με λόγο τόσο κατανοητό και άλλο τόσο ευφυές και σύνθετο όπου χρειάζεται. Δώστε, λοιπόν, την ευκαιρία σε ένα πόνημα που κωμικοποιεί την κοινωνία, θίγει σοβαρά της ζητήματα και δεν παραλείπεται ο προσωπικός τόνος της συγγραφέως.