12.8 C
Athens
Κυριακή, 24 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΟι παρεπόμενες ποινές του Ποινικού Κώδικα

Οι παρεπόμενες ποινές του Ποινικού Κώδικα


Της Μαρίνας Κισσούδη,

Όταν φέρνουμε στο μυαλό μας τον όρο «ποινή», το πρώτο πράγμα που σκεφτόμαστε είναι η λέξη «φυλακή». Ωστόσο, αυτό απέχει πολύ από τη νομική πραγματικότητα, η οποία είναι αρκετά πιο σύνθετη. Ο ελληνικός Ποινικός Κώδικας διακρίνει τις ποινές του σε κύριες και παρεπόμενες. Οι κύριες ποινές είναι α. η κάθειρξη (βαρύτερη, ΠΚ 52), β. ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων (ΠΚ 54), γ. η φυλάκιση (ΠΚ 53), δ. η χρηματική ποινή (ΠΚ 57) κι ε. η παροχή κοινωφελούς εργασίας (ελαφρύτερη, ΠΚ 55). Εννοείται πως ο χαρακτήρας τους είναι καθαρά κυρωτικός, θίγοντας την προσωπική ελευθερία και την περιουσία του καταδικασθέντος.

Πρέπει να τονιστεί, όμως, ότι οι παραπάνω ποινές μπορεί να συνοδεύονται επιπρόσθετα κι από κάποιες άλλες. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, οι ποινές αυτές ονομάζονται παρεπόμενες, αφού δεν επιβάλλονται ποτέ μόνες τους αλλά πάντα παρακολουθούν τουλάχιστον μία κύρια ποινή. Ως παρεπόμενες ποινές ονομάζουμε α. την αποστέρηση θέσεων κι αξιωμάτων (ΠΚ 60), β. την απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος (ΠΚ 65), γ. την αφαίρεση άδειας οδήγησης ή εκμετάλλευσης μεταφορικού μέσου (ΠΚ 66), δ. τη δημοσίευση καταδικαστικής απόφασης (ΠΚ 67) και ε. τη δήμευση (ΠΚ 68). Σε αντίθεση με τις κύριες, οι παρεπόμενες ποινές εκτός από το να θίξουν την προσωπική ελευθερία του καταδικασθέντος έχουν ως στόχο να τον στιγματίσουν, μειώνοντας την τιμή του.

Πότε, όμως, επιβάλλεται η καθεμία από τις παρεπόμενες ποινές; Ξεκινώντας με την αποστέρηση θέσεων κι αξιωμάτων (ΠΚ 60 παρ. 1), αυτή μπορεί να επιβληθεί δυνητικά από το δικαστήριο, εάν η πράξη του δράστη συνιστά βαριά παράβαση των καθηκόντων του (π.χ. υπάλληλος της ΑΑΔΕ δέχεται τη δωροδοκία από επιχειρηματία, προκειμένου να μην του επιβάλλει πρόστιμο για φορολογικές παραβάσεις – ΠΚ 235 παρ. 2) και παράλληλα συνιστά κακούργημα, δηλαδή, όταν η πράξη τιμωρείται με κάθειρξη. Βέβαια, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως αυτή του ΠΚ 235 παρ. 2 περί δωροληψίας υπαλλήλου, η έκπτωση του καταδικασθέντος από τη θέση ή το αξίωμα είναι αυτοδίκαιη, ακόμα κι αν πρόκειται για πλημμέλημα. Η παρεπόμενη ποινή της αποστέρησης της θέσης ή του αξιώματος, όπως κι όλες οι άλλες, επέρχεται μόλις η καταδικαστική απόφαση καταστεί αμετάκλητη (ΠΚ 60 παρ. 2).

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: CQF-Avocat

Όσον αφορά την απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος (ΠΚ 65) το δικαστήριο μπορεί να την επιβάλλει μόνο για χρονικό διάστημα από 1 μήνα έως 2 έτη, εφόσον ο δράστης τέλεσε κακούργημα ή πλημμέλημα που παραβιάζει βαριά τα καθήκοντα του επαγγέλματός του, για την άσκηση του οποίου απαιτείται ειδική άδεια από δημόσια αρχή (π.χ. άδεια άσκησης επαγγέλματος από διπλωματούχους αρχιτέκτονες μηχανικούς) και μόνο εφόσον καταδικάστηκε σε στερητική της ελευθερίας ποινή (κάθειρξη, φυλάκιση, περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων) τουλάχιστον 2 ετών. Εάν ο καταδικασθείς εκτίει την κύρια ποινή του στη φυλακή, η απαγόρευση άσκησης του επαγγέλματός του θα ισχύσει από την επόμενη της ημέρας αποφυλάκισης του.

Από την άλλη, η αφαίρεση άδειας οδήγησης ή εκμετάλλευσης μεταφορικού μέσου (ΠΚ 66) μπορεί να επιβληθεί από το δικαστήριο, όταν ο καταδικασθείς τέλεσε αδίκημα που έχει άμεση σχέση με την οδήγηση ή εκμετάλλευση μεταφορικού μέσου και μόνο εφόσον του έχει επιβληθεί στερητική της ελευθερίας ποινή (κάθειρξη, φυλάκιση, περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων) τουλάχιστον 6 μηνών (π.χ. ο μεθυσμένος Α σκοτώνει πέντε ανθρώπους με το αυτοκίνητο του, οπότε του επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη συνοδευόμενη από αφαίρεση άδειας οδήγησης). Η αφαίρεση άδειας οδήγησης ή εκμετάλλευσης ισχύει από την τυχόν αποφυλάκιση του καταδικασθέντος.

Η δημοσίευση καταδικαστικής απόφασης (ΠΚ 67) ίσως αποτελεί την πιο στιγματιστική παρεπόμενη ποινή. Πιο συγκεκριμένα, μπορεί να επιβληθεί δυνητικά από το δικαστήριο, εάν υπάρχει δημόσιο συμφέρον ή εάν ο παθών υποβάλει αίτηση, εφόσον ο νόμος του δίνει αυτή τη δυνατότητα. Συγκεκριμένα, δίνεται η δυνατότητα αυτή στον παθόντα σε περίπτωση που τα εγκλήματα που θα εκτεθούν παρακάτω τελέστηκαν δημόσια ή μέσω διαδικτύου (ΠΚ 369): εξύβριση [ΠΚ 361], δυσφήμηση [ΠΚ 362], προσβολή μνήμης νεκρού [ΠΚ 365] και ψευδής καταμήνυση [ΠΚ 229]

Η τελευταία παρεπόμενη ποινή του Ποινικού Κώδικα είναι η δήμευση (ΠΚ 68), η οποία δυνητικά επιβάλλεται από το δικαστήριο επί των προϊόντων ή των μέσων εγκλημάτων με δόλο, εφόσον αυτά ανήκουν στους αυτουργούς ή στους συμμετόχους (π.χ. δημεύεται το όπλο με το οποίο ο Α σκότωσε τη Β). Το δικαστήριο είναι αυτό που αποφασίζει για την τύχη των δημευθέντων (π.χ. αποφασίζει καταστροφή του όπλου, ΠΚ 68 παρ. 6). Τι συμβαίνει όμως όταν το αντικείμενο του εγκλήματος δεν έχει βρεθεί ή δεν υπάρχει πια; Τότε το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει αναπληρωματική δήμευση σε ίσης αξίας περιουσιακά στοιχεία του δράστη (παρ. 3). Σε περίπτωση που το αντικείμενο της δήμευσης δεν υπάρχει ή δεν επαρκεί ή ανήκει πλέον σε τρίτο, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει χρηματική ποινή ως αναπληρωματική της δήμευσης (παρ. 4). Υπάρχει περίπτωση το δικαστήριο να επιβάλλει δήμευση σε αντικείμενο εγκλήματος που πλέον ανήκει σε τρίτο; Η απάντηση είναι ναι, αλλά μόνο εάν το αντικείμενο μεταβιβάστηκε από τον δράστη δόλια σε αυτόν. Ποτέ δεν επιβάλλεται δήμευση στο αντάλλαγμα που έλαβε ο δράστης από τη μεταβίβαση του αντικειμένου (παρ. 5).

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Sora Shimazaki

Η δήμευση αποκλείεται, εάν το δικαστήριο κρίνει ότι θα ήταν δυσανάλογη επί συγκεκριμένης περίπτωσης, ιδίως, όταν από αυτή κινδυνεύει ο βιοπορισμός του καταδικασθέντος ή της οικογένειας του ή όταν προκαλεί υπέρμετρη κι ανεπανόρθωτη βλάβη (παρ. 2), Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί εναλλακτικά να επιβληθεί χρηματική ποινή. Αντιθέτως, για τα εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία [ΠΚ 235-237Α, 239-260], όπως για παράδειγμα η δωροδοκία ή δωροληψία δικαστικού λειτουργού [ΠΚ 237], και για το έγκλημα της δωροληψίας και δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα [ΠΚ 396] η δήμευση επιβάλλεται υποχρεωτικά (ΠΚ 238 και 263 παρ. 2).

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, λόγω του παρακολουθητικού τους χαρακτήρα, οι παρεπόμενες ποινές αναστέλλονται κι εξαλείφονται μαζί με την κύρια ποινή. Βέβαια, εξαιρείται η ποινή της αποστέρησης θέσεων κι αξιωμάτων, η οποία μπορεί να μην ανασταλεί, εφόσον αποφασιστεί ρητά από το δικαστήριο (ΠΚ 104 παρ. 2). Προσοχή πρέπει, επίσης, να δοθεί και στην κατάργηση της παρεπόμενης ποινής αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων των καταδικασθέντων με τον νέο Ποινικό Κώδικα του 2019. Εσείς συμφωνείτε ή διαφωνείτε με αυτή τη νομοθετική επιλογή;


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου / Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι / Ν. Μπιτζιλέκης, Δίκαιο των Ποινικών Κυρώσεων, 3η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μαρίνα Κισσούδη
Μαρίνα Κισσούδη
Είναι φοιτήτρια της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Της αρέσει η αρθρογραφία και ασχολείται, κυρίως, με τους κλάδους του Ποινικού, του Δημοσίου και του Αστικού Δικαίου. Σκοπός της είναι μέσα από τα άρθρα της να βοηθήσει συμφοιτητές της, αλλά και πολίτες γενικότερα, να κατανοήσουν έννοιες του δικαίου που συναντάμε στην καθημερινότητα μας.