Του Γιώργου Τζεμίντιμπη,
Ο μύθος των Ελλήνων υπήρξε διαχρονικά ένα σύμβολο της πολλαπλότητας και της συνοχής του αληθώς, και ταυτόχρονα λανθάνοντος, όντος. Η αρχαία ελληνική θρησκεία υπήρξε μυθολογία, με έναν τρόπο δημοκρατικά ποιητικό: ακόμα κι αν οι ιερείς είχαν κάπου κάπου εξουσία επί του περιεχομένου των μύθων, αυτοί διαμορφώνονταν ως αληθινοί από τα στόματα του λαού (κατόρθωναν αυτό που επαινούσε ο Καζαντζάκης στον Ζορμπά, να γίνονται παραμύθι). Οι αρχαιοελληνικοί μύθοι, συχνά βάναυσοι, άλλοτε γελοίοι, ήταν το ίδιο αληθινοί με ένα ποιητικό έργο: αδύνατον να ξεχωρίσει κανείς την αλήθεια από τον μύθο στην Ιλιάδα, αφού δεν είχε σημασία αν ο Αχιλλέας ή ο Έκτορας ήταν «πραγματικά» πρόσωπα, αλλά αν υπήρξαν «αληθινά».
Η συναίσθηση της συμπόρευσης της ποίησης, του μύθου και της αλήθειας, που είχε δεχθεί κριτική ήδη από τον Πλάτωνα στην Πολιτεία του, ακολούθησε την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή μέχρι τις μέρες μας. Ο Οδυσσέας Ελύτης, τελευταίος, μάλλον, μέχρι σήμερα εθνικός μας ποιητής, εκπλήρωσε αυτό που τόνιζε ο Σολωμός: «το έθνος να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές». Ο μύθος παρουσιάζεται ως συνεκτικός μίτος στο ποιητικό έργο του Ελύτη· η αρχαιογνωσία του ποιητή ήταν μεν γνωστή, ο ίδιος, όμως, επέμενε να θέλει να εκφράζει τον «νεοελληνικό μύθο». Τα χαρακτηριστικά αυτού του είδους μύθου, με ειδικές αναφορές στο «ελληνικό ευαγγέλιο» Άξιον Εστί, θα συζητηθούν σε αυτό το άρθρο.
Ο Ελύτης ανήκε στη χορεία των προσωκρατικών. Ο Όμηρος, ο Ορφέας, οι λυρικοί του Αιγαίου, οι φιλόσοφοι της Ιωνίας και ο Πυθαγόρας επηρέασαν τη σκέψη του και τον τρόπο που βίωνε τα πράγματα. Ο ποιητής δεν περιοριζόταν σε έναν τρόπο «θέασης» των πραγμάτων, αλλά έθετε στην πλώρη της ζωής του «Σηματωρό και Κήρυκα» τη βίωση όλων των υλικών πραγμάτων, ώστε ξεφλουδίζοντάς τα να μπει στην ουσία τους: στην ουσία του νερού, της πέτρας, της χλόης, του φωτός, όπως εκφράζονται όλα, με όλη τους τη δύναμη και την ανανεωτική δροσιά, στο ελληνικό κοσμοσύστημα. Επηρεασμένος, βέβαια, και από τις σύγχρονες ποιητικές τάσεις, τους υπερρεαλιστές, επιδόθηκε στη συγγραφή, έχοντας κατά νου την υπέρβαση του υπάρχοντος, για την αποκάλυψη του όντος. Από τον δε Σεφέρη εμπνεύστηκε να αναζητήσει την υπέρβαση της «υπάρχουσας Ελλάδας», της πρόσκαιρης, για να αποκαλύψει την «ούσα», την αιώνια.
Τι είναι πράγματι η Ελλάδα, και τι αξίζει να μείνει από την περιπέτειά της στους αιώνες; Η αίσθηση αυτή του «άξιον εστί» δεν εμφανίζεται μόνο στο ομώνυμο ποιητικό έργο, αλλά ήδη στην πρώτη του ποίηση. Ο μύθος, λοιπόν, έχει δυναμικό ρόλο στη βίωση της «ελληνικότητας», αφού, από τους Προσανατολισμούς κιόλας, ο Ελύτης δημιουργεί μια προσωπική μυθολογία. Μπορεί πού και πού να ανασυνθέτει την υπάρχουσα αρχαιοελληνική οπτική του μύθου, αλλά πάντα την προσαρμόζει στο σήμερα, με παράλληλο εμπλουτισμό και αναβίωσή της. Ο μύθος, όμως, στον Ελύτη είναι, σε γενικές γραμμές, κάτι καθαρά προσωπικό και αισθησιακό, κάτι αιώνια «ελληνικό», ταυτόχρονα δηλαδή αρχαίο, μεσαιωνικό και νεοελληνικό.
Πιο συγκεκριμένα, ο ίδιος, σε συνέντευξή του σε αγγλικό περιοδικό το 1975, που μεταφράστηκε ύστερα στα ελληνικά, αναφέρει τα εξής, με τρόπο διάφανο και σαφέστατο: «Ουδέποτε χρησιμοποίησα αρχαίους μύθους με τον συνηθισμένο τρόπο. Αναμφισβήτητα, είναι πολύ ωφέλιμη για έναν Έλληνα ποιητή η χρήση αρχαίων μύθων, γιατί έτσι γίνεται πιο προσιτός στους ξένους. Ο Έλληνας ποιητής που μιλάει για την Αντιγόνη, τον Οιδίποδα κ.τ.λ., κινείται σε μια περιοχή αρκετά γνώριμη· με τη βοήθεια αυτών των μυθικών μορφών μπορεί να σχολιάσει σύγχρονα γεγονότα. Αυτό έγινε με τον Σικελιανό, και, ιδίως, με τον Σεφέρη. […] Εφόσον πρώτιστη έγνοια μου ήτανε να βρω τις πηγές του νεοελληνικού κόσμου, κράτησα τον μηχανισμό της μυθογένεσης, αλλά όχι και τις μορφές της μυθολογίας. Δώστε μου την άδεια να σας το εξηγήσω.
Ένα ποίημά μου ονομάζεται «Σώμα του καλοκαιριού». Πρόκειται για την ιδέα του καλοκαιριού προσωποποιημένη στο σώμα ενός παλικαριού. Σ’ ένα από τα πρώτα μου ποιήματα υπάρχει ένα κορίτσι που μεταμορφώνεται σε πορτοκάλι· σ’ ένα άλλο, ένα κορίτσι, κάποιο πρωινό, γίνεται ροδιά. Αυτός είναι ο μηχανισμός προσωποποίησης που χρησιμοποιώ —της μυθογένεσης, αν θέλετε— χωρίς όμως να επικαλούμαι οποιαδήποτε μυθολογική μορφή. Ο Ελβετός κριτικός Hilty παρατήρησε σωστά ότι στις «Έξι και Μία Τύψεις για τον Ουρανό» η αρετή, που για τους Ρωμαίους ήταν η θεά Virtus, για μένα είναι ένα μικρό κορίτσι, η Αρετή, που πηγαίνει παντού όπου υπάρχει το κακό και σκορπίζει ακτίνες μέσα στο σκοτάδι. Εδώ έχουμε πάλι τον μηχανισμό προσωποποίησης αφηρημένων ιδεών, χωρίς εντούτοις οι ιδέες να μετατρέπονται σε αναγνωρίσιμες μορφές, αυτό ίσως να δημιουργεί δυσκολίες σε μερικούς. Μπορείτε να το βρείτε, κυρίως στην πρώτη περίοδο.
Εκδήλως, λοιπόν, δίνεται βάση από τον ποιητή στην εσωτερική ποιητική λειτουργία του μύθου. Ο Ελύτης προσεγγίζει, έτσι, πολύ περισσότερο από άλλους αρχαιογνώστες ποιητές μας την «αλήθεια», όπως θα την ήθελαν οι πριν τον Σωκράτη Έλληνες, και τη μεταφέρει στο παρόν, ναι μεν ως «Μνήμη γινάμενη παρόν», κατά πώς τη θέλει στο Άξιον Εστί, αλλά μες στο συναίσθημα, με τον τρόπο που ένας διαχρονικός Έλληνας θα μπορούσε, μπορεί και θα μπορεί να τη νιώσει, ζωντανή, καυτή, «άκαυτη βάτο».
Είναι γνωστή η θέση των αισθήσεων στην ποίηση του Ελύτη· ο ποιητής, ταυτόχρονα απολλώνειος και διονυσιακός, εξυμνεί την αίσθηση της ελληνικής φύσης και της ελληνικής Ιστορίας, που τον εμπνέουν ως στοιχεία αιωνιότητας, επειδή για αυτόν έχουν ρόλο «μυθικό», συμβολικό και αδιάπτωτο, αεί παρόντα. Έχει μεγάλη σημασία αυτό για την κατανόηση του έργου του, το οποίο, αν εξεταστεί με κυριολεκτική τομή και με διάθεση αστεϊσμού, μπορεί να φαίνεται σε κάποια σημεία στις πρώτες του συλλογές «παιδιάστικο», ένα σύνολο ποιημάτων για «εκδρομές σαββατοκύριακου» στη θάλασσα και στην εξοχή. Μείνετε συντονισμένοι για περισσότερα…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Εκδόσεις Ίκαρος, Έβδομη έκδοση: 2020
- Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Οδυσσέας Ελύτης: Ένα όραμα του κόσμου, εκδόσεις Φιλιππότη, Β΄ έκδοση, 1994
- Το Αρχαιόθεμα του Ελύτη, greek-language.gr, διαθέσιμο εδώ
- Ο Ελύτης για τον μύθο, greek-language.gr, διαθέσιμο εδώ