19.3 C
Athens
Πέμπτη, 3 Οκτωβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΆρθρο 301 ΠΚ: Η συμμετοχή σε αυτοκτονία

Άρθρο 301 ΠΚ: Η συμμετοχή σε αυτοκτονία


Του Νίκου Αντωνάκη,

Η αυτοκτονία, ως μια έννοια θλιβερή σε κοινωνικό και ανθρώπινο επίπεδο, θεωρείται στη σημερινή εποχή πως ανήκει στο πεδίο αυτοπροσδιορισμού του ατόμου και καλύπτεται από το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του τελευταίου. Λέγεται, εύστοχα, πως όποιος έχει δικαίωμα στη ζωή δεν μπορεί παρά να κατέχει και δικαίωμα στο θάνατο. Βασικά, μέρος του δικαιώματος στη ζωή είναι και η ελευθερία του ατόμου να επιλέξει αν την επιθυμεί ή όχι. Βέβαια, για να μιλήσει κανείς για επιλογή, προϋποτίθεται η ελεύθερη συνείδηση και η γνώση από τη μεριά του ανθρώπου της σημασίας μιας τέτοιας πράξης αυτοπροσβολής. Έτσι, όταν κάποιος υπό την απειλή όπλου πέφτει από τον πέμπτο όροφο, είναι προφανές πως δεν μπορεί να γίνει λόγος για αυτοκτονία, στο μέτρο που η επιλογή του ατόμου να θέσει τέρμα στη ζωή του δεν υπήρξε ελεύθερη.

Αλλά και για άλλον έναν ουσιώδη λόγο, η αυτοκτονία δεν ενδιαφέρει την Ποινική Δικαιοσύνη: δεν αποτελεί αυτή, στα πλαίσια του Ποινικού Δικαίου, πράξη. Και τούτο διότι στερείται κοινωνικής επενέργειας πάνω σε άλλο άτομο, δεν «αγγίζει» δηλαδή τα έννομα αγαθά άλλων πολιτών. Και, φυσικά, μια πράξη που δεν προσβάλει άλλους (“no harm to others”) δεν μπορεί να συγκεντρώνει και το ενδιαφέρον των μηχανισμών καταστολής του κράτους. Όσο, λοιπόν, η αυτοκτονία δεν είναι άδικη πράξη, τότε η ποινικοποίηση της συμμετοχής σε αυτήν (ΠΚ 301) δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντλεί το άδικό της από εκεί. Αντίθετα, η όλη απαξία της συμπεριφοράς πρέπει να εντοπιστεί στην ιδιώνυμη αυτή διάταξη. Τιμωρείται, με άλλες λέξεις, αυτός που βοηθά κάποιον να αυτοκτονήσει όχι επειδή ο τελευταίος πέτυχε ή απέτυχε, αλλά ακριβώς για τη βοήθειά του αυτή.

Στη σημερινή του μορφή, το άρθρο 301 ΠΚ έχει ως εξής: «Όποιος με πρόθεση κατέπεισε άλλον να αυτοκτονήσει, αν τελέστηκε η αυτοκτονία ή έγινε απόπειρά της, καθώς και όποιος έδωσε βοήθεια κατά την τέλεσή της, η οποία διαφορετικά δε θα ήταν εφικτή, τιμωρείται με φυλάκιση». Πρώτο πράγμα που έχει να παρατηρήσει κανείς στην αντικειμενική υπόσταση αυτού του εγκλήματος είναι η έννοια της «κατάπεισης». Η τελευταία υπάρχει όταν ο δράστης με επίμονο τρόπο εμφορεί στο θύμα την ιδέα ότι η αυτοκτονία είναι η μόνη λογική λύση που του απομένει ενόψει του αδιεξόδου στο οποίο αυτό έχει περιέλθει.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: GoranH

Επισημαίνεται μάλιστα, ορθώς, πως η «κατάπειση σε αυτοκτονία» μπορεί να επέλθει μόνο μέσω γλωσσικής πειθούς και διεργασίας, σε κάθε δε περίπτωση δεν αρκεί η ψυχική πίεση ή ακόμα και η κακομεταχείριση του θύματος (σύμφωνη γνώμη θεωρίας–νομολογίας). Έτσι, ο εργοδότης που απειλεί τον υπάλληλό του ότι θα τον απολύσει ή ο σύζυγος που κακομεταχειρίζεται τη σύζυγό του, αν οι τελευταίοι στη συνέχεια αποπειραθούν να αυτοκτονήσουν, δεν μπορούν οι πρώτοι να θεωρηθούν ότι πληρούν την έννοια της «κατάπεισης». Ακριβώς επειδή πρόκειται για μια διανοητική και πνευματική επικοινωνία μεταξύ δράστη–θύματος, και άρα για ανταλλαγή απόψεων και επιχειρημάτων, προϋποτίθεται ότι ο παθών είναι ικανός προς καταλογισμό, ακριβώς προκειμένου να είναι σε θέση να κατανοήσει αυτά που ο δράστης επιχειρεί να του μεταλαμπαδεύσει, σε κάθε δε περίπτωση πρέπει να μην είναι νήπιο, πλανώμενος ή ψυχασθενής.

Έτσι, γίνεται δεκτό πως ο δράστης που προτρέπει ένα πεντάχρονο να πέσει από την ταράτσα του σπιτιού του ή έναν ψυχασθενή να κάνει μπάνιο τοποθετώντας στην μπανιέρα ηλεκτρικές συσκευές εν ενεργεία προκειμένου να μετενσαρκωθεί (παραλλαγή από υπόθεση που έκρινε η Γερμανική Δικαιοσύνη) δεν διαπράττει το έγκλημα του άρθρου 301 ΠΚ, που αποτελεί πλημμέλημα, αλλά καθίσταται έμμεσος αυτουργός ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως (ΠΚ 299 παρ. 1). Και τούτο καθώς δεν προσπάθησε να πείσει το θύμα του να αυτοκτονήσει, αλλά αντίθετα, εκμεταλλευόμενος το νεαρό της ηλικίας στην πρώτη περίπτωση και το ακαταλόγιστο στη δεύτερη, κατέστησε τους παθόντες «πειθήνια» όργανά του, ακριβώς υπό τον έλεγχο και την κυριαρχία του, οδηγώντας τα και χειραγωγώντας τα, τουτέστιν, στο αποτέλεσμα του θανάτου. Η «αυτοκτονία», επομένως, εδώ των θυμάτων καταλογίζεται αντικειμενικά στον δράστη και νοηματοδοτείται ως πράξη τού τελευταίου.

Πάντως, σε ό,τι αφορά την έννοια της «κατάπεισης» σε αυτοκτονία, ακριβώς λόγω του σκοπού που εμπερικλείει, θεωρείται ότι ανήκει στις λεγόμενες «σκόπιμες έννοιες» και απαιτεί σε υποκειμενικό επίπεδο άμεσο δόλο α’ βαθμού. Έτσι, αν ο δράστης έχει απλώς υπόνοιες ότι προτρέπει το θύμα σε αυτοκτονία ή αποδέχεται το αποτέλεσμα αυτό χωρίς όμως και να το επιδιώκει, η έννοια της κατάπεισης δε στοιχειοθετείται. Πέρα από την κατάπειση, που αποτελεί τον πρώτο τρόπο τέλεσης του εγκλήματος, ένας δεύτερος υπάρχει όταν ο δράστης παρέχει, άλλως ανέφικτη, βοήθεια στο θύμα του κατά την τέλεση της αυτοκτονίας ή της απόπειράς της. Το ταυτόχρονο της παροχής βοήθειας-αυτοκτονίας έχει οδηγήσει πολλούς να υποστηρίζουν τη θέση πως μόνο άμεση συνέργεια μπορεί να θεμελιώσει την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, υπό τη μορφή της μάλιστα ως χρονικής ταυτότητας πράξης-αποτελέσματος. Έτσι, αυτός που σταθεροποιεί το χέρι τού αυτόχειρα προκειμένου αυτός να πατήσει τη σκανδάλη, ή εκείνος που χορηγεί το δηλητήριο στο ποτό τού πρώτου, επειδή αυτός δίσταζε, προκειμένου οικειοθελώς να το πιει, θεωρείται φυσικός αυτουργός του εγκλήματος του άρθρου 301 ΠΚ.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Thought Catalog

Από την άλλη, υποστηρίζεται, με πειστικά επιχειρήματα, ότι ναι μεν υπονοείται στο εξεταζόμενο αδίκημα η άμεση συνέργεια, πλην όμως αυτή δε στοιχειοθετείται μόνο επί χρονικής ταυτότητας πράξης-αποτελέσματος, αλλά και επί χρονικής αμεσότητας. Έτσι, στη νομοτυπική μορφή του εν λόγω εγκλήματος υπάγεται και ο φαρμακοποιός που έδωσε το δηλητήριο στην παθούσα, προκειμένου αυτή να το πιει αργότερα, αλλά και ο κυνηγός που της δάνεισε το όπλο του για να αυτοκτονήσει εκείνη μόνη της στη συνέχεια. Το ποια από τις δύο απόψεις θα υιοθετήσει κανείς εξαρτάται αποκλειστικά από την ερμηνεία που δίνει στην έννοια «κατά την τέλεση της πράξης». Σε υποκειμενικό πάντως επίπεδο, ο δόλος της παροχής βοήθειας αρκεί να είναι και ενδεχόμενος, αφού δεν προκύπτει κάτι αντίθετο από τη διατύπωση του νόμου.

Για να τιμωρηθεί, βεβαίως, ο δράστης της κατάπεισης σε αυτοκτονία ή ο παρέχων τη βοήθειά του κατά την τέλεση της τελευταίας, πρέπει να επέλθει και το περαιτέρω αποτέλεσμα της αυτοκτονίας ή της απόπειράς της. Κατά την ορθότερη άποψη τα στοιχεία αυτά δεν αποτελούν εξωτερικούς όρους του αξιοποίνου, αλλά ανήκουν στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, στο μέτρο που οριοθετούν και συγκαθορίζουν το μέγεθος του αδίκου. Έτσι, απαιτείται και αυτοί οι όροι να καλύπτονται από το δόλο του δράστη, αρκούντος και του ενδεχομένου. Πάντως, το ότι απειλείται η ίδια ποινή και στην περίπτωση της αυτοκτονίας αλλά και στην απόπειρά της πρέπει να μας οδηγήσει στη διαπίστωση ότι δεν επιτρέπεται διεύρυνση του αξιοποίνου με την αποδοχή απόπειρας της απόπειρας. Έτσι, υπαναχώρηση στο εν λόγω έγκλημα, από τη στιγμή που τελείται η απόπειρα αυτοκτονίας, δεν νοείται, ακριβώς γιατί τούτο είναι ήδη ολοκληρωμένο. Διαφορετική, εξάλλου, ερμηνεία θα παραβίαζε το γράμμα τού νόμου.

Πάντως, παρά το μεγάλο θεωρητικό ενδιαφέρον που συγκεντρώνει η διάταξη, η εφαρμογή της στην πράξη είναι σπάνια, εξαιτίας του ότι αυτός που αυτοκτονεί δεν αφήνει πίσω του επαρκή αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να εκκινήσει η ποινική δίκη. Σε κάθε περίπτωση, δεν παύει η ΠΚ 301 να αποτελεί το χρήσιμο «εργαλείο» και τη διαχωριστική γραμμή από την έμμεση αυτουργία στο έγκλημα του άρθρου 299 παρ. 1 ΠΚ.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών, 5η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2023.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νίκος Αντωνάκης, Αρχισυντάκτης Νομικών Θεμάτων
Νίκος Αντωνάκης, Αρχισυντάκτης Νομικών Θεμάτων
Είναι φοιτητής στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Του αρέσει ιδιαίτερα η ενασχόληση με τον τομέα του Αστικού Δικονομικού και Εργατικού Δικαίου, ενώ στον ελεύθερό του χρόνο επιδιώκει την ανάγνωση συγγραμμάτων και μελετών με σκοπό την περαιτέρω εξειδίκευσή του στους κλάδους αυτούς.