Της Γεωργίας Παγιαβλά,
Στο πρώτο μέρος έγινε αναφορά στη μετανάστευση των Βαλκανίων, εστιάζοντας σε κάθε χώρα ξεχωριστά. Στο δεύτερο μέρος εστιάζουμε στη σχέση μεταξύ της μετανάστευσης και της ανισότητας, λαμβάνοντας υπόψη και άλλους μακροοικονομικούς παράγοντες, όπως φτώχεια, ανεργία και οικονομική μεγέθυνση.
Η μετανάστευση και η ανισότητα είναι δύο ζητήματα που λαμβάνουν μεγάλη προσοχή στη δημόσια συζήτηση. Η κατανόηση της σχέσης μεταξύ μετανάστευσης και ανισότητας είναι πολύπλοκη, με εμπειρικές μελέτες να προσφέρουν ανάμεικτα ευρήματα (Muyonga et al., 2020). Ορισμένες έρευνες υπογραμμίζουν ότι τα εμβάσματα που αποστέλλονται από τους μετανάστες μπορούν είτε να μειώσουν είτε να επιδεινώσουν την ανισότητα στις πατρίδες τους, ανάλογα με το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο των μεταναστών. Οι μετανάστες από πλουσιότερα νοικοκυριά μπορεί να αυξήσουν την ανισότητα, στέλνοντας εμβάσματα σε ήδη εύπορες οικογένειες, ενώ οι μετανάστες από φτωχότερα νοικοκυριά μπορούν να συμβάλουν στη μείωση της ανισότητας, αν και παράγοντες όπως το χρέος ή η εξάρτηση μπορεί να εμποδίσουν αυτό το αποτέλεσμα.
Βέβαια, ο αντίκτυπος της μετανάστευσης στην ανισότητα ποικίλλει, επίσης, ανάλογα με τον τύπο της μετανάστευσης, τα διαθέσιμα δεδομένα και την κλίμακα της ανάλυσης. Ενώ ορισμένες μελέτες δείχνουν ότι η μετανάστευση μειώνει την παγκόσμια ανισότητα με τη μετακίνηση ατόμων από φτωχότερες σε πλουσιότερες χώρες, άλλες υποστηρίζουν ότι μπορεί να επιδεινώσει την κατανομή του εισοδήματος λόγω των απωλειών σε παραδοσιακούς τομείς που δεν αντισταθμίζονται πλήρως από τα εμβάσματα. Συνολικά, υπάρχει μικρή συναίνεση στη βιβλιογραφία λόγω της πολυπλοκότητας αυτών των δυναμικών (για περισσότερα σχετικά με τη σχέση Μετανάστευση-Ανάπτυξη-Ανισότητα σε προηγούμενο μου άρθρο μου διαθέσιμο εδώ).
Σε αυτό το άρθρο, σκοπεύω να ακολουθήσω μια πιο ριζοσπαστική προσέγγιση στην ερμηνεία των τάσεων της μετανάστευσης σε αυτές τις 10 βαλκανικές χώρες. Για να γίνει αυτό, είναι απαραίτητο να ληφθούν υπόψη οι βαθιά ριζωμένες διαρθρωτικές ανισότητες, η ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση και οι νεοαποικιακές δυναμικές εξουσίας που καθορίζουν τη θέση της περιοχής στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Η μετανάστευση εδώ δεν είναι απλώς ένα παθητικό αποτέλεσμα τοπικών παραγόντων, όπως ο πόλεμος ή οι οικονομικές κρίσεις, αλλά μάλλον ένα σύμπτωμα της συστημικής αποστέρησης, που ενορχηστρώνεται από τον παγκόσμιο καπιταλισμό και διαιωνίζεται από την εκμεταλλευτική σχέση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και των διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Για την ανάλυση αξιοποιούνται τα διαθέσιμα στοιχεία από τον ΟΗΕ και την Παγκόσμια Τράπεζα σχετικά με τον δείκτη Gini ως μέτρο της ανισότητας (για όσα δεν είναι εξοικειωμένα, ο δείκτης Gini μετρά τον βαθμό στον οποίο η κατανομή του εισοδήματος ή της κατανάλωσης μεταξύ ατόμων ή νοικοκυριών σε μια οικονομία αποκλίνει από μια απόλυτα ίση κατανομή. Ένας δείκτης Gini 0 αντιπροσωπεύει τέλεια ισότητα, ενώ ένας δείκτης 100 συνεπάγεται τέλεια ανισότητα), ο δείκτης φτώχειας όπου είναι το ποσοστό του πληθυσμού που ζει κάτω από τα εθνικά όρια φτώχειας, η ανεργία (ως % του συνολικού εργατικού δυναμικού) και η αύξηση του ΑΕΠ.
Καμία άλλη χώρα της Κεντρικής ή Ανατολικής Ευρώπης δεν έχει επηρεαστεί σε τέτοιο βαθμό από τη μετανάστευση σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα (Sokoli, 2011). Από την ενσωμάτωσή της στις παγκόσμιες αγορές εργασίας, η Αλβανία έχει γίνει βασικός πάροχος χαμηλόμισθης εργασίας για τη Δυτική Ευρώπη (Tverdostup, 2024). Όπως βλέπουμε, η Αλβανία αντιμετωπίζει επίμονα υψηλές ανισότητες, επαναλαμβανόμενη φτώχεια και ασταθή υψηλά ποσοστά ανεργίας, παρά τη θετική οικονομική της ανάπτυξη.
Παρά την πολυετή πολιτική, οικονομική και στρατιωτική παρουσία της διεθνούς κοινότητας, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη εξακολουθεί να αντιμετωπίζει: υψηλά ποσοστά φτώχειας και ανεργίας και έλλειψη οικονομικής μεγέθυνσης. Το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη επικεντρώθηκε σε τρεις βασικούς πυλώνες: σταθεροποίηση, απελευθέρωση και ιδιωτικοποίηση, που αποσκοπούσε στη δημιουργία μακροοικονομικής σταθερότητας και ενός φιλικού προς την αγορά περιβάλλοντος με την εξάλειψη των στρεβλώσεων της αγοράς και την ιδιωτικοποίηση του δημόσιου τομέα (Donais, 2005). Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή οδήγησε σε αυξημένη εθνοτική πόλωση εντός της κοινωνίας, βαθαίνοντας τις διαιρέσεις αντί να προάγει την ενότητα (Özoflu & Besgul, 2023).
Η οικονομική υπανάπτυξη του Κοσσυφοπεδίου/Κόσοβο και η έλλειψη κυριαρχίας έχουν οδηγήσει σε εξάρτηση από τις Δυτικές στρατιωτικές και οικονομικές δομές, με τη μετανάστευση να χρησιμεύει ως διέξοδος για το πλεονάζον εργατικό δυναμικό του. Η περιοχή αντιμετωπίζει υψηλές ανισότητες και φτώχεια, αν και υπήρξε μείωση της ανεργίας παράλληλα με την υψηλή οικονομική μεγέθυνση. Το Κόσοβο εξακολουθεί να έχει το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ευρώπη, μεταξύ των νέων και των γυναικών, σε συνδυασμό με ένα υψηλό ποσοστό φτώχειας των εργαζομένων (Haxhikadrija et al., 2019).
Το Μαυροβούνιο συνεχίζει να βιώνει σημαντικές ανισότητες, με τη μικρή μείωση της ανισότητας να συνοδεύεται από απότομη αύξηση της φτώχειας, υψηλά ποσοστά ανεργίας και ασταθή οικονομική μεγέθυνση. Η θέση της χώρας στο περιθώριο του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, την καθιστά μια εξαρτημένη οικονομία σε ένα πλαίσιο που κυριαρχείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ και τα παγκόσμια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει επίμονες υψηλές ανισότητες, μεγάλη φτώχεια, εξαιρετικά υψηλά ποσοστά ανεργίας και ακόμη και αρνητική οικονομική μεγέθυνση. Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη βαλκανική χώρα, η Ελλάδα βίωσε την πιο δραματική έκθεση στη νεοφιλελεύθερη οικονομία του χρέους (Bjelić, 2018), με τα βάναυσα μέτρα λιτότητας που επιβλήθηκαν από την ΕΕ και το ΔΝΤ μετά τη Χρηματοπιστωτική Κρίση του 2008, να αντιστοιχούν σε αυξημένα ποσοστά αυτοκτονιών (Kubrin et al., 2022). Στα δεκαπέντε χρόνια από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, η Ελλάδα εμφανίζεται πλέον ως η δεύτερη φτωχότερη χώρα στην ΕΕ-27, μετά τη Βουλγαρία, όσον αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, μετρούμενο σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης (περισσότερα για την ελληνική οικονομική πραγματικότητα εδώ). Ωστόσο, η θέση των Ελλήνων εργαζομένων είναι ακόμα χειρότερη, αν οι καταβαλλόμενοι μισθοί μετρηθούν με όρους αγοραστικής δύναμης, μετρούμενοι με όρους ωρομισθίου. Η Ελλάδα στην πιο πρόσφατη μελέτη του Μισσού (2024) που δημοσιεύθηκε πριν από μερικούς μήνες κατατάσσεται τελευταία στην ΕΕ-27.
Η Βόρεια Μακεδονία, που μοιάζει με το Μαυροβούνιο και βρίσκεται επίσης στο περιθώριο του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, αντιμετωπίζει παρόμοιες προκλήσεις, όπως υψηλή αν και μειούμενη ανισότητα, αλλά αυξανόμενη φτώχεια, υψηλά ποσοστά ανεργίας που από το 2010 μειώνονται και ασταθή οικονομική μεγέθυνση.
Η ιδιωτικοποίηση της Βουλγαρίας, η οποία καθοδηγήθηκε από νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές, ήταν κοινωνικά επιζήμια, επειδή οι συγκεκριμένες πολιτικές και πρακτικές ναι μεν οδήγησαν σε βραχυπρόθεσμα οφέλη για μια μικρή ομάδα, αλλά είχαν μακροχρόνιες αρνητικές επιπτώσεις στην κοινωνία (Toromanov, 2017). Τα στοιχεία σχετικά με την ανισότητα και τη φτώχεια στη Βουλγαρία είναι περιορισμένα και όχι πρόσφατα, αλλά οι υπάρχουσες πληροφορίες δείχνουν υψηλά επίπεδα. Ενώ η οικονομία φαίνεται να ανακάμπτει μετά από κάθε κρίση, οι κοινωνικές ανισότητες έχουν αυξηθεί.
Η Ρουμανία αντιμετωπίζει, επίσης, υψηλές ανισότητες, υψηλή φτώχεια και ασταθή ανάπτυξη, όπως και οι υπόλοιπες χώρες της Β10, αντίθετα όμως έχει πολύ χαμηλή ανεργία.
Η Σερβία έχει παρόμοιες τάσεις με τη Βόρεια Μακεδονία, μοιάζει με το Μαυροβούνιο, με τη μόνη προσδοκία ότι το καθαρό ποσοστό μετανάστευσης είναι θετικό, υποδηλώνοντας μια χώρα που δεν μεταναστεύει όπως οι υπόλοιπες χώρες της Β-10.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 οι Κροάτες εργάτες έγιναν το κινητό εργατικό δυναμικό για τον ευρωπαϊκό καπιταλιστικό πυρήνα, στηρίζοντας οικονομίες όπως η Γερμανία και η Αυστρία, οι οποίες φιλοξενούν το 68% και το 17% του συνόλου των κινητών Κροατών αντίστοιχα (EC, 2015). Η ανισότητα και η φτώχεια παραμένουν υψηλές, ενώ η ανεργία είναι πολύ ευμετάβλητη. Η μεγέθυνση είναι ακόμη και αρνητική για σημαντικό χρονικό διάστημα.
Συμπερασματικά, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές της δεκαετίας του 1990, οι οποίες οδήγησαν στην αποβιομηχάνιση και την οικονομική στασιμότητα, επιδείνωσαν τις ανισότητες και οδήγησαν σε σημαντική μετανάστευση εργατικού δυναμικού. Αυτό έχει οδηγήσει σε μια δημογραφική κρίση που χαρακτηρίζεται από μειωμένα ποσοστά γονιμότητας και διαρροή εγκεφάλων (brain drain), η οποία απειλεί τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα και σταθερότητα των βαλκανικών κοινωνιών (Petrović & Ateljević, 2024).
H κατανόηση της μετανάστευσης και της ανισότητας στα Βαλκάνια απαιτεί μια πολυδιάστατη προσέγγιση που λαμβάνει υπόψη τα ιστορικά και παγκόσμια πολιτικά πλαίσια. Η μετανάστευση δεν πρέπει να εξετάζεται μεμονωμένα, αλλά ως μέρος της ευρύτερης καπιταλιστικής ανάπτυξης και του κοινωνικού μετασχηματισμού (Wise, 2021). Με άλλα λόγια, ενώ η επικρατούσα τάση βλέπει τη μετανάστευση ως αποτέλεσμα της περιορισμένης ανάπτυξης της ελεύθερης αγοράς (με αποτέλεσμα μισθούς χαμηλότερους από ό,τι αλλού ή αγορές που είναι λιγότερο πλήρεις), υπάρχει ανάγκη για μια επιχειρηματολογία πολιτικής οικονομίας (Onishi, 1997) που αναδεικνύει ότι η μετανάστευση έχει ωθηθεί ακριβώς από τη διείσδυση των ελεύθερων αγορών που έχει λάβει χώρα τις τελευταίες δεκαετίες και όχι από την απουσία της (Johnston, 2012).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Özoflu, M. A., & Besgul, B. (2023). A critical analysis of the neoliberal state-building in Bosnia and Herzegovina: The gap between aims and achievements. Corvinus Journal of Sociology and Social Policy, 14(1), 131-150.
- Bjelić, D. I. (2018). Introduction: Balkan transnationalism at the time of neoliberal catastrophe. Interventions, 20(6), 751-758.
- Kubrin, C. E., Bartos, B. J., & McCleary, R. (2022). The debt crisis, austerity measures, and suicide in Greece. Social Science Quarterly, 103(1), 120-140.
- Wise, R. D. (2021). The migration–development nexus in the neoliberal era. In The Essential Guide to Critical Development Studies (pp. 102-110). Routledge.
- Sokoli, L. (2011). Some Critical themes regarding the international Migration of Albanians. Social Studies, 2(5), 63-75.
- Johnston, D. (2012). Population and migration. In The Elgar Companion to Marxist Economics (pp. 272-276). Edward Elgar Publishing.
- Tverdostup, M. (2024). Shifting Patterns of Migration in Europe: New Source Countries, Old Challenges (No. 78). The Vienna Institute for International Economic Studies, wiiw.
- Onishi, T. (1997). Migration and Marxian Imperialism Theories—can political economy work with migration?. 近畿大学生物理工学部紀要, (2), 107-113.
- Toromanov, E. (2017). Social consequences of the privatization in Bulgaria and socio-economic impact of the neo-liberal economic theory on the transition to free market and democracy in the period from 1989 to 2015. Thèses et mémoires électroniques de l’Université de Montréal.
- Haxhikadrija, A., Mustafa, A., & Loxha, A. (2019). In-work poverty in Kosovo. European Social Policy Network. European Commission Report.
- Petrović, J., & Ateljević, J. (2024). Neo-Liberalism, Depopulation and Economic Stagnation in the Balkans. Journal of Balkan and Near Eastern Studies, 26(4), 411-431
- Μισσός, Β. (2024). Σχετική θέση του μέσου ωρομισθίου και εργαζόμενοι φτωχοί στην Ελλάδα”. ΚΕΠΕ, Οικονομικές Εξελίξεις, τεύχος 54, 2024, σσ. 55-59
- Muyonga, M., Odipo, G., & Agwanda, A. O. (2020). Interlinkages between migration and inequality in Africa: Review of contemporary studies. African Human Mobility Review, 6(1), 6-26.