Της Μάρας Βιτσαξάκη,
Οι σύγχρονες κοινωνίες εκκολάπτουν την ανασφάλεια. Η ανασφάλεια αυτή, είτε συνδέεται με το χρήμα κι επομένως συνεπάγεται περιορισμούς σε υλικά ζητήματα ή κατ’ επέκτασιν ακόμη και ζητήματα ζωής και θανάτου, είτε αφορά την ψυχολογική ανασφάλεια που αναπαράγεται μέσω διαφόρων έμμεσων και άμεσων μηχανισμών της καθημερινότητας. Ως αποτέλεσμα, οι άνθρωποι τείνουν να κατασκευάζουν τις προσωπικές τους ζώνες άνεσης, κοινώς γνωστές και ως «comfort zone». Μέσα σ’ αυτές τις ζώνες άνεσης, τα άτομα αισθάνονται περισσότερη ασφάλεια και προστασία απ’ τον υπόλοιπο κόσμο. Η συνθήκη, όμως, αυτή συνήθως αποκτά προβληματικά χαρακτηριστικά, καθώς τα άτομα επαναπαύονται στις προσωπικές τους εσώκλειστες πραγματικότητες κι αρνούνται κατηγορηματικά να απαγκιστρωθούν απ’ αυτές κι εν τέλει να απελευθερωθούν.
Καταρχάς, αναφορικά με τις ζώνες άνεσης είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι ποικίλλουν σε τέτοιο βαθμό ώστε συχνά να συναντώνται εκ διαμέτρου αντίθετες περιπτώσεις. Επί παραδείγματι, ορισμένοι άνθρωποι ενδέχεται να αισθάνονται άνετα και ασφαλείς διατηρώντας σταθερές ερωτικές και φιλικές σχέσεις στη ζωή τους, ενώ άλλοι τρομοκρατούνται απ΄ την ιδέα της ευστάθειας και αισθάνονται ασφαλέστερα συνάπτοντας εφήμερους δεσμούς, στους οποίους δεν επενδύουν συναισθηματικά και πνευματικά. Μια ακόμη «τρανταχτότερη» περίπτωση είναι τα άτομα που αισθάνονται άνετα σε ένα ήσυχο, αρμονικό και υγιές κοινωνικό περιβάλλον, ενώ άλλοι άνθρωποι έχοντας ανατραφεί και συνηθίσει διαφορετικά, αντιλαμβάνονται την άνεση ως συνυφασμένη με ένα επικρατούμενο χάος, με μια συνεχή αίσθηση φόβου και άγχους. Η συνθήκη αυτή δύναται να εξελιχθεί σε περισσότερο ακραίο επίπεδο κι ως αποτέλεσμα το άτομο λόγω της χρόνιας παραμονής του σε ένα κακοποιητικό περιβάλλον, μετέπειτα να αισθάνεται άνετα σε ανάλογες κακοποιητικές περιστάσεις. Είναι γνωστό, άλλωστε, το Σύνδρομο της Στοκχόλμης, το οποίο πλην όλων των άλλων ζητημάτων που εξετάζει, αναγνωρίζει το στοιχείο της συνήθειας και το ανάγει σε ύψιστο και καθοριστικό για τον τρόπο πρόσληψης της πραγματικότητας απ’ το εκάστοτε άτομο. Επομένως, απ’ τα παραπάνω εξάγεται το συμπέρασμα ότι οι ζώνες αυτές της άνεσης είναι αλληλένδετες με το αίσθημα της οικειότητας. Ο άνθρωπος αισθάνεται άνετα και ασφαλής σε συνθήκες, οι οποίες είναι οικείες για αυτόν, παρ’ όλο που αρκετές φορές ενδέχεται στην πραγματικότητα να είναι πλήρως επικίνδυνες. Επιπλέον, όπως προειπώθηκε, η διαμόρφωση του οικείου περιβάλλοντος εξαρτάται κατά έναν αξιόλογο βαθμό απ’ την παιδική ηλικία των ατόμων.
Το πρόβλημα όμως ανακύπτει όταν το άτομο εμμένει στην προσωπική του ζώνη, διαμορφώνοντας τελικά μια προστατευτική φούσκα γύρω του, τόσο ισχυρή ώστε να ζει εν τέλει προσκολλημένο πάνω της, φοβούμενο να υπάρξει εκτός αυτής. Εδώ ακριβώς εισάγεται κι ένα απ’ τα σημαντικότερα στοιχεία του συγκεκριμένου θέματος, το οποίο είναι ο φόβος. Καθώς εν προκειμένω δεν πρέπει να παραγνωριστεί η αιτία που προκαλεί την παραπάνω συμπεριφορά, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι υποκινείται απ’ τον φόβο. Ο φόβος αυτός ενδέχεται να αποτελεί είτε μια μεμονωμένη πράξη που πραγματοποιείται το περιβάλλον εκτός της ασφαλούς αυτής ζώνης, είτε όμως και την ολοκληρωτική χειραφέτηση απ’ τη ζώνη αυτή και κατ’ επέκτασιν την εύρεση μιας νέας ταυτότητας. Δεδομένου του ότι οι ζώνες άνεσης δεν αποτελούν έναν συνειδητό συμβιβασμό και μια έλλογη αποφυγή ενός αντικειμενικού κινδύνου, αλλά έναν αυτοπεριορισμό συχνά παράλογο, προκύπτει η παραδοχή ότι δε συνιστούν στην πραγματικότητα προστασία, αλλά μια καταπίεση, στην οποία μάλιστα το άτομο ίσως επιφανειακά να αποφεύγει τους αρχικούς του φόβους που το οδήγησαν στην περίκλειστη ζώνη του, όμως στην ουσία τους διαιωνίζει και τους παραχωρεί τον έλεγχο της ζωής του. Οι άνθρωποι μέσω της παραμονής τους, στις ζώνες άνεσής τους, θεωρούν ότι κατέχουν τον πλήρη έλεγχο των αποφάσεών τους, όμως αυτές οι αποφάσεις λαμβάνονται με κριτήριο πάντα την αποφυγή κάποιου φόβου. Επομένως, το άτομο ζει με ένα εγχειρίδιο «προς αποφυγήν» που καθορίζει και κατευθύνει τις επιλογές του με γνώμονα την αποφυγή των φοβιών του. Ως αποτέλεσμα, το άτομο καταλήγει να έχει μια ψευδή εξουσία πάνω στον εαυτό του, στερούμενο ταυτοχρόνως δυνητικές επιθυμίες του και πιθανές εμπειρίες και παραδίδοντας στην πραγματικότητα το πηδάλιο της ζωής του στους φόβους του, οι οποίοι άλλωστε συγκροτούν και τον πυρήνα της ζωής του.
Παρ’ όλα αυτά, ο μοναδικός τρόπος για να απελευθερωθεί ο άνθρωπος απ’ τους φόβους του είναι να τους βιώσει έναν προς έναν μέσα σε μια διαδικασία εν είδει ομοιοπαθητικής. Τα άτομα οφείλουν επειγόντως να κόψουν τον ομφάλιο λόρο με τις ζώνες άνεσής τους που εσφαλμένως θεωρούν ότι τους δένει ταυτοχρόνως με τη ζωή, όμως στην πραγματικότητα τους ενώνει μόνο με έναν απαθή, συγκαταβατικό, συμβιβασμένο έως και καταπιεσμένο τρόπο ζωής, όπου σε κάθε τους βήμα σέρνουν από πίσω τους τις αλυσίδες με τα βαρίδια των φόβων τους. Η ιδέα της ολοκληρωτικής απαγκίστρωσης απ’ τις ζώνες άνεσης προκαλεί αδιαμφισβήτητα δέος στα άτομα, όμως είναι απαραίτητο να διακινδυνέψουν να πραγματοποιηθεί ο εκάστοτε φόβος τους, —τον οποίον αποφεύγουν διακαώς προκειμένου υποτίθεται να «ζήσουν» αλλά αντιθέτως καταλήγουν φοβικά, καταπιεσμένα υποκείμενα στερημένα και στεγνωμένα από κάθε στάλα ζωής—, έτσι ώστε να ανακαλύψουν τη ζωή και να τη βιώσουν στον βαθμό και με τον τρόπο που πραγματικά επιθυμούν. Διαφορετικά, θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί ότι τη θυσιάζουν καθημερινά στον βωμό των φόβων τους για να λάβουν ως αντάλλαγμα ορισμένες στιγμές προστατευμένης ηρεμίας, σπαταλώντας την ουσιαστικά άδικα, καθώς ακολουθώντας αυτό το μονοπάτι, έχουν τελικά στον γενικότερο κοινωνικό αντίκτυπό τους, αλλά και στην εσωτερική τους ικανοποίηση ελάχιστες διαφορές από έναν εγκεφαλικά νεκρό άνθρωπο. Διαφορές μάλιστα που απαρτίζονται μόνο απ’ το γεγονός ότι τα άτομα αυτά έχουν ακόμη τη συνείδησή τους, συνείδηση όμως η οποία είναι τόσο απαθής, ευτελής και φοβισμένη που μοιάζει σαν να απουσιάζει.