Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Κατά το δημοσιογραφικό κλισέ, «σάλος προκλήθηκε», για τα πανάκριβα χαλιά με τα οποία έντυσε τα πατώματα του ανακαινισμένου γραφείου της η Υπουργός Τουρισμού, Όλγα Κεφαλογιάννη, στο πλαίσιο μιας κοστοβόρας ανακαίνισης. Γιατί, όμως, τέτοια ένταση όταν η Υπουργός δεν έκανε κάτι διαφορετικό από αυτά που μας έχει συνηθίσει το ελληνικό πολιτικό προσωπικό και δη, το προερχόμενο από τα «τζάκια»;
Η Όλγα Κεφαλογιάννη μεγάλωσε σε ένα ασφαλές και πλουσιοπάροχο περιβάλλον. Εκ πατρός, γόνος ενός εκ των παλαιοτέρων και ισχυρότερων πολιτικών «τζακιών» της Κρήτης. Εκ μητρός, μέλος ενός και των παλαιοτέρων και ισχυρότερων επιχειρηματικών «τζακιών» της χώρας. Η παράδοση συναντά το χρήμα και το χρήμα την παράδοση, εξασφαλίζοντας στην Κεφαλογιάννη ένα λαμπρό μέλλον. Τούτο, καταρχήν, δεν είναι κακό. Η συντριπτική πλειοψηφία όσων δεν έτυχε να γεννηθούμε υπό αυτές τις συνθήκες και το βιοποριστικό πρόβλημα παραμένει παρόν στις ζωές μας, θα επιθυμούσαμε διακαώς την αγαθή τύχη της Όλγας – έστω κι αν η υποκρισία θα αποτρέψει πολλούς από το να το παραδεχθούν. Το πρόβλημα ξεκινά όταν ένα άτομο με την υποδομή της Υπουργού Τουρισμού καλείται να υπηρετήσει δημόσια αξιώματα, έχοντας μεγάλη απόσταση από το κοινωνικό γίγνεσθαι.
Η Όλγα Κεφαλογιάννη, απόφοιτος του Κολεγίου Αθηνών, αφού ολοκλήρωσε αξιόλογες νομικές σπουδές, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, βρέθηκε, πριν τα τριάντα της έτη, στη θέση της συνεργάτιδας του τότε Πρωθυπουργού, Κώστα Καραμανλή, μια κατ’ ουσίαν πολιτική θέση. Αμέσως μετά, εξελέγη βουλευτής Ρεθύμνης, το 2007, «κληρονομώντας» την έδρα που ο αείμνηστος πατέρας της κατείχε μέχρι το 2004 και για τριάντα συνεχή έτη, μεταπολιτευτικά (και έξι προδικτατορικά). Παρέμεινε βουλευτής της συγκεκριμένης περιφέρειας για πέντε έτη, προτού μετακομίσει στην Α’ Αθηνών όπου εκλέγεται αδιαλείπτως μέχρι σήμερα, έχοντας αισίως συμπληρώσει 17 συνεχή έτη κοινοβουλευτικής παρουσίας, η οποία συνεχίζεται, έχοντας εγγράψει και δύο υπουργικές θητείες στο Υπουργείο Τουρισμού.
Είναι λογικό, επομένως, ένα άτομο με τις εμπειρίες της να αγνοεί το τι συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία. Να μην μπορεί να κατανοήσει ούτε το άγχος του συναδέλφου της: ενός νέου δικηγόρου, που παλεύει καθημερινώς με τις στρεβλώσεις της ελληνικής Δικαιοσύνης και τα άγρια κύματα της ελεύθερης αγοράς. Να μην μπορεί, ίσως, καν να διανοηθεί τις δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει η νέα μέση εργαζόμενη μητέρα, η οποία αγωνιά να βρει τα χρήματα για το γάλα των παιδιών της, για να τα προστατεύσει από τόσους κινδύνους που το ίδιο το σύστημα που υποτίθεται ότι υποχρεούται να τα προστατεύει, τους δημιουργεί. Υπό το πρίσμα αυτό, προφανώς δεν θα θεώρησε ούτε ασέβεια στο δημόσιο χρήμα που προέρχεται από τη φορολογική αφαίμαξη των ανωτέρω δύο κατηγοριών πολιτών και πολλών άλλων, ούτε καν πρόκληση εις βάρος τους, τη δαπάνη χιλιάδων ευρώ προκειμένου να ανακαινίσει το υπουργικό της γραφείο, εξοπλίζοντάς το και με πανάκριβα χαλιά.
Το πρόβλημα, επομένως, δεν είναι η Όλγα Κεφαλογιάννη. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος ότι η σπατάλη της αυτή αποτελεί «παρανυχίδα» σε σχέση με άλλες υποθέσεις, πολύ πιο σκοτεινές και πολύ πιο δαπανηρές σε όλα τα επίπεδα, όπως το πάρτι δισεκατομμυρίων της «μπίζνας» του μεταναστευτικού. Ίσως, μάλιστα, γι’ αυτό ακόμα και συστημικά, «πετσωμένα» ΜΜΕ να δίνουν τέτοια βάση στο ζήτημα των χαλιών της ‘Όλγας, την ώρα που το κλείσιμο των γερμανικών συνόρων ανοίγει νέα πεδία κερδοσκοπίας για «ημετέρους» και νέους κινδύνους για τη χώρα. Όταν βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας κατηγορούν ευθέως τον Υπουργό Οικονομικών για τους χειρισμούς του στο ζήτημα των «κόκκινων» δανείων κι όταν ο υπό διαγραφή βουλευτής της ΝΔ μιλά για σκανδαλώδεις παραχωρήσεις κυλικείων. Τα χαλιά της Όλγας είναι πιο ανώδυνα για την Κυβέρνηση και πιο ευυπόληπτα, επικοινωνιακά. Γιατί είναι ένα είδος που όλοι διαθέτουμε στα σπίτια μας κι έτσι είναι πιο αισθητή η διαφορά ως προς την αξία τους. Επικρατεί πιο εύκολα το θυμικό όπου ενυπάρχει κι ο φθόνος.
Το πρόβλημα έγκειται στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος της Ελλάδας, το οποίο δομήθηκε με όρους κοτζαμπασισμού κι εξακολουθεί να λειτουργεί, εν πολλοίς, με αυτούς, εδώ και δύο αιώνες. Με «τζάκια» να κυριαρχούν, έχοντας στήσει επί μέρους παράκεντρα εξουσίας εντός των κομμάτων – ειδικά στη ΝΔ και στο ΠΑΣΟΚ – και φυσικά τα τρία μεγαλύτερα, Μητσοτάκη, Καραμανλή, Παπανδρέου να διατηρούν μια ιδιοκτησιακή αντίληψη επ’ αυτών. Θα αντιτείνει κάποιος ότι η παρουσία τους σε θέσεις άσκησης πολιτικής εξουσίας έχει την εκλογική νομιμοποίηση. Ορθό, έως ένα σημείο. Είναι άλλωστε κατάφορα υποκριτικό να οργίζονται με τη σπατάλη της Κεφαλογιάννη άνθρωποι που είτε ψηφίζουν και θα ξαναψηφίσουν την ίδια είτε προτιμούν ως αιρετούς τους εκπροσώπους άτομα παρομοίων χαρακτηριστικών με την Υπουργό.
Πλην, όμως, δεν μπορούμε να παραβλέπουμε ορισμένες συνθήκες που επηρεάζουν την εκλογική συμπεριφορά μεγάλης μερίδας των συμπολιτών μας: Η λαφυραγώγηση του κράτους δίδει τη δυνατότητα να δομηθούν συστήματα που λειτουργούν με βάση την ευνοιοκρατία ή έστω τη βάσιμη προσδοκία αυτής. Πολιτισμικά, την ίδια στιγμή που ανιστόρητες, ανόητες, επικίνδυνες πρωτοβουλίες της ιθύνουσας τάξης λειτουργούν σαν εκσυγχρονιστική φενάκη, τα ριζωμένα στερεότυπα του ραγιαδισμού και του ωχαδερφισμού δεν αλλάζουν, διότι ουδείς εξ όσων δεν επιθυμούν να εκκινήσουν τη διαδικασία κατάρριψή τους. Ο νεποτισμός φαντάζει σαν πολιτική κανονικότητα για τον εκλογέα που ψηφίζει «την κόρη του τάδε» ή «τον γιό του δείνα». Η νοοτροπία του ραγιαδισμού, άλλωστε, στερεί τα μεγάλα «τζάκια» της πολιτικής κι από την παρουσία συμβούλων που θα μπορούσαν έστω και γινόμενοι δυσάρεστοι να τα προφυλάξουν, αν μη τι άλλο, από τον αρνητικό επικοινωνιακό αντίκτυπο αν όχι να αποτελέσουν «γέφυρα» με την πραγματική κοινωνία. Θα υποστηρίξει, επίσης, κάποιος ότι το γεγονός πως οι προπάτορες κατείχαν πολιτικές θέσεις δεν αναιρεί το δικαίωμα των απογόνων στο εκλέγεσθαι ούτε τυπικά ούτε ουσιαστικά ούτε ηθικά.
Προφανώς, η γενίκευση είναι πάντα επικίνδυνη, καθότι άλλωστε αποτελεί και βασική αρχή του φασισμού. Όπως, όμως, δεν υφίσταται οικογενειακή ευθύνη, έτσι δεν πρέπει να υφίσταται στην πολιτική και οικογενειακό προνόμιο. Θα ήταν παράλογο να απαιτηθεί από κάποιον να αποποιηθεί του βαρέως επιθέτου του και αφελές να θεωρηθεί ότι αυτό δεν θα διαδραματίσει ρόλο στον σχηματικό προαίρεσης μελών του εκλογικού σώματος. Είναι, όμως, άλλο αυτό κι άλλο το να σταδιοδρομεί κάποιος με μοναδικό του προσόν το επίθετο και το γενεαλογικό του δέντρο. Ίσα- ίσα που οφείλει στον εαυτό του μια αυθύπαρκτη πολιτική προσωπικότητα, τιμώντας έτσι ουσιαστικά τις καταβολές του. Βασικό δε στοιχείο που διαφοροποιεί τον «κοτζαμπάση» από τον γνήσιο εκφραστή του «παλαιού» είτε αυτό λέγεται χρήμα είτε πολιτική εξουσία είτε οτιδήποτε άλλο είναι η πεποίθηση της υποχρέωσής του περί κοινωνικής αναφοράς. Η αντίληψη των ηθικών υποχρεώσεων έναντι του κοινωνικού που συνοδεύουν την προνομιούχο θέση του –ουδεμία σχέση με την αρχοντοχωριάτικη πρόκληση και την αδιαφορία του «κοτζαμπάση». Είναι πασιφανές ποια εκ των δύο ανωτέρω κατηγοριών τελεί εν αφθονία και ποια εν ανεπαρκεία στη χώρα μας, πλην όμως οι περισσότεροι θα συμφωνήσουν ότι στην Όλγα Κεφαλογιάννη, αισθητικά τουλάχιστον, θα ταίριαζε να αποτελεί μέρος της μειοψηφούσας…
Ας δούμε, λοιπόν, την αλήθεια κατάματα: Η συμπεριφορά της Όλγας Κεφαλογιάννη, ως προς τη δαπάνη για την ανακαίνιση του γραφείου της, σαφώς και είναι κατακριτέα. Μη λησμονούμε, όμως, ότι η τελευταία είναι γνήσιο τέκνο ενός συστήματος που, στα λόγια, όλοι θέλουν να το αλλάξουν, αλλά στην πράξη, οι περισσότεροι το υποστηρίζουν. Κι ας συνειδητοποιήσουμε τι μας κοστίζει αυτό το σύστημα…