14.2 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτικήΓνώμηΗ γενική βούληση από τον Ρουσσώ στο σήμερα: Η συνεισφορά της στο...

Η γενική βούληση από τον Ρουσσώ στο σήμερα: Η συνεισφορά της στο νομοθετικό έργο


Του Μάνου Πατρινιού,

Η πολιτική δεν πρέπει να ζει αποκομμένη από την πραγματικότητα, γιατί έτσι καταντά μυθολογία. Αλλά ούτε κι από τη φιλοσοφία, γιατί αποπροσανατολίζεται, χάνεται στα επιμέρους και σπαταλά ενέργεια στα ανούσια και αδιάφορα. Η φιλοσοφία, ως τρόπος του σκέπτεσθαι και επιθυμία προς την αλήθεια, δεν είναι ανταγωνίστρια, αλλά σύντροφος και βοηθός στην ανοικοδόμηση μιας καλύτερης πολιτικής πραγματικότητας.

Έτσι, και μία έννοια που συναντάται στον Ρουσσώ, μία ιδέα του 18ου αιώνα, η γενική βούληση, μπορεί ενδεχομένως να βρει κάποια εφαρμογή στην μπερδεμένη εποχή του σήμερα. Όταν οι καιροί γίνονται αναπάντεχα δύσκολοι να κατανοηθούν και τα πάθη τους δυσκολότερο να θεραπευτούν, η ανασκόπηση των προτύπων είναι πάντα μία καλή ιδέα· διότι οι ανθρώπινες συμπεριφορές, καταρχήν, ελάχιστα διαφέρουν από τα πρώτα ακόμη χρόνια της ανθρωπότητας.

Πριν, όμως, εφαρμόσουμε τη γενική βούληση στη δική μας εποχή, ας την κατανοήσουμε στο δικό της ιστορικό πλαίσιο. Πρώτη φορά ο όρος χρησιμοποιήθηκε με τη δημοκρατική χροιά της από τον ελβετικής καταγωγής, αλλά στενότερα συνδεδεμένο με τον γαλλικό Διαφωτισμό, φιλόσοφο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, στο magnum opus του «Το Κοινωνικό Συμβόλαιο». Ο Ρουσσώ εκκοσμίκευσε μία έννοια που πρωτύτερα είχε χρησιμοποιηθεί από τον Γάλλο φιλόσοφο και θεολόγο Νικολά Μαλμπράνς. Εκείνος, με τον όρο «γενική βούληση» εννοούσε τη θεία βούληση που μεριμνά πάντα για το γενικό, καθολικό καλό, ανθρώπου και σύμπαντος. Ο Ρουσσώ τής έδωσε μία νέα σημασία.

Γενική βούληση είναι η συλλογική βούληση που προάγει το κοινό καλό, χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι ταυτίζεται απλά με την πρόθεση προώθησης του καλού. Αντίθετα, προκύπτει μέσα από συλλογικές αποφάσεις που λαμβάνονται με γνώμονα το συμφέρον της κοινότητας. Η γενική βούληση σχηματίζεται μέσα από μια διαδικασία διαβούλευσης, όπου οι πολίτες αναγνωρίζουν τις κοινές τους ανάγκες και συμφέροντα, παρά τα προσωπικά τους συμφέροντα, εξαλείφοντας τις ατομικές διαφορές.

Η γενική βούληση εκφράζει το γενικό συμφέρον και όχι το άθροισμα των ατομικών βουλήσεων. Παράγεται από μία διαδικασία διαβούλευσης και ψηφοφορίας, όπου ισχύουν τρεις βασικές προϋποθέσεις, προκειμένου να πούμε ότι η διαδικασία είναι ορθή. Οι αναγκαίες προϋποθέσεις είναι οι εξής: α) όλοι οι πολίτες πρέπει να συμμετέχουν στη διαδικασία, β) οι αποφάσεις πρέπει να εφαρμόζονται ισότιμα σε όλα τα μέλη της κοινωνίας, γ) οι πολίτες πρέπει να σκέφτονται ανεξάρτητα, χωρίς να επηρεάζονται από ειδικά συμφέροντα ή ομάδες. Η γενική βούληση, λοιπόν, δεν είναι αλάθητη, αλλά ορθή στον βαθμό που συμμορφώνεται με τις διαδικασίες που θεσπίζονται από το Σύνταγμα.

Η άλλη όψη της γενικής βούλησης είναι η κυριαρχία. Η κυριαρχία, είναι η άσκηση της γενικής βούλησης, η οποία εκφράζει τη βούληση της κοινότητας. Άρα, ο λαός μέσω της γενικής βούλησης εκφράζει με τρόπο πραγματικό την κυριαρχία του. Η κυριαρχία αυτή, επίσης, είναι αναπαλλοτρίωτη, καθότι η ίδια η γενική βούληση είναι αναπαλλοτρίωτη, κι έτσι δεν μπορεί ούτε να εκπροσωπηθεί. Οι εκπρόσωποι του λαού, λοιπόν, δεν είναι αντιπρόσωποί του στην πραγματικότητα, αλλά εντολοδόχοι. Η εξουσία ανήκει αδιαίρετα στον λαό και δεν μπορεί να μεταβιβαστεί σε άτομα ή ομάδες, ακόμα και πλειοψηφικές.

Ποια η σπουδαιότητα, ωστόσο, αυτής της έννοιας; Προσφέρει κάτι σήμερα εκτός από την ευχαρίστηση της ίδιας της γνώσης; Έτσι φαίνεται να πιστεύουν μία σειρά από σύγχρονοι σχολιαστές του Ρουσσώ. Η γενική βούληση έχει τη δυνατότητα να δώσει λύση στο ζήτημα της άδικης νομοθεσίας. Ας δούμε με ποιον τρόπο.

Πηγή εικόνας και δικαιώματα χρήσης: Penta Springs Limited / Alamy Stock Photo

Ας επικεντρωθούμε για αρχή στους πολίτες. Κανένας δεν μπορεί να ζει πολιτισμένα δίχως κανόνες, εκτός, βέβαια, αν επιλέξει να ζει σαν ερημίτης. Ωστόσο, αν και δεν είναι εφικτή η απαλλαγή από κάθε νόμο, ενδεχομένως μπορούμε να απαλλαγούμε από τους άδικους νόμους. Αυτό που προτείνω δεν είναι ανυπακοή στους νόμους, εκείνους που με την υποκειμενική ηθική του καθενός φαντάζουν άδικοι· αυτό που προτείνω είναι η συλλογική πρόνοια, ούτως ώστε οι νόμοι να θεσπίζονται με τέτοιον τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται το δίκαιο ήδη από τη διαδικασία θέσπισης. Κι οι ορθοί νόμοι προκύπτουν από την ορθή γενική βούληση.

Ο Ρουσσώ θεωρεί ότι η νομοθεσία πρέπει να εκφράζει τη γενική βούληση. Ένας νόμος δεν είναι αληθινός νόμος αν δεν είναι πράξη της γενικής βούλησης. Αυτό σημαίνει ότι η νομοθεσία πρέπει να είναι προς το συμφέρον όλων των πολιτών και να εφαρμόζεται εξίσου σε όλους. Η νομοθεσία που δεν αντανακλά το κοινό συμφέρον δεν είναι νόμιμη και δεν υποχρεώνει τους πολίτες σε υπακοή —άρα αν κάποιος προτρέπει σε ανυπακοή, αυτός είναι ο Ρουσσώ, όχι εγώ!

Για τη λειτουργία της γενικής βούλησης στη νομοθεσία, η δημοκρατική συμμετοχή είναι απαραίτητη. Ο λαός πρέπει να συμμετέχει στη διαδικασία ψήφισης νόμων, να είναι ενημερωμένος και απαλλαγμένος από κομματικές ή προσωπικές πιέσεις. Ο Ρουσσώ είναι ιδιαίτερα αντίθετος με τις μερικές ενώσεις, δηλαδή τις ομάδες συμφερόντων που δρουν ανεξάρτητα από το κράτος και προωθούν τα δικά τους επιμέρους συμφέροντα εις βάρος του κοινού καλού. Αυτές οι ενώσεις θολώνουν τη γενική βούληση και δημιουργούν σύγκρουση συμφερόντων μέσα στην κοινωνία. Ο Ρουσσώ βλέπει αυτές τις ενώσεις ως ανταγωνιστές της γενικής βούλησης και προτείνει να καταργηθούν, ώστε να αποκατασταθεί η ενότητα του κράτους. Υποστηρίζει ότι οι πολίτες πρέπει να λειτουργούν μόνο ως μέρος της γενικής βούλησης και να αποφεύγουν τη δημιουργία ομάδων που εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα. Όταν όλοι οι πολίτες λειτουργούν με γνώμονα το κοινό συμφέρον, το κράτος μπορεί να διασφαλίσει την ισότητα και την ελευθερία για όλους.

Οι νόμοι που θεσπίζονται πρέπει να προκύπτουν από μια διαδικασία ελεύθερης συζήτησης και αμερόληπτης σκέψης. Ο Ρουσσώ αναγνωρίζει ότι οι πολίτες δεν είναι αλάθητοι, αλλά, αν ακολουθούν τους σωστούς κανόνες και νομοθετούν με βάση το κοινό συμφέρον, οι αποφάσεις τους θα είναι κατά το δυνατόν ορθές.

Οι νόμοι που βασίζονται στη γενική βούληση έχουν δύο βασικά χαρακτηριστικά, σύμφωνα με τον φιλόσοφο: α) είναι ορθοί, δηλαδή είναι σύμφωνοι με τους κανόνες της πολιτείας και τη συνταγματική τάξη· β) τείνουν προς το δημόσιο συμφέρον, δηλαδή ο σκοπός τους είναι η εξυπηρέτηση του γενικού καλού, ακόμα και αν τα αποτελέσματα δεν είναι πάντα τέλεια.

Πηγή εικόνας: Wikipedia / Δικαιώματα χρήσης: Μωρίς Κεντέν ντε Λα Τουρ

Ας δούμε το ζήτημα και από την πλευρά του νομοθέτη, καθώς πριν από τον πολίτη, ο νομοθέτης είναι αυτός που θέτει τα θεμέλια για τη δημιουργία μιας δίκαιης και λειτουργικής πολιτείας. Ο νομοθέτης, κατά τον Ρουσσώ, έχει το καθήκον να δημιουργεί το νομικό πλαίσιο (Σύνταγμα) που θα επιτρέψει την ορθή έκφραση της γενικής βούλησης. Η νομοθεσία, λοιπόν, πρέπει να ενισχύει τη συμμετοχή του λαού στη διαμόρφωση των νόμων.

Ο νομοθέτης λειτουργεί έξω από την πολιτεία ως ειδικός συνταγματολόγος, που διαμορφώνει το Σύνταγμα χωρίς να έχει άμεση εξουσία επί του λαού. Όταν το Σύνταγμα είναι έτοιμο, ο λαός το επικυρώνει και το υιοθετεί. Η επιτυχία του νομοθετικού έργου εξαρτάται από τη συμμετοχή και την ωριμότητα του λαού. Ο νομοθέτης πρέπει να γνωρίζει τις δυνατότητες και τις ανάγκες του λαού, ώστε να φτιάξει νόμους που ανταποκρίνονται στις πραγματικές του ανάγκες και επιτρέπουν την έκφραση της γενικής βούλησης.

Ο νομοθέτης πρέπει να δημιουργεί ένα συνταγματικό πλαίσιο που να προάγει τη γενική βούληση και να ενθαρρύνει τους πολίτες να πράττουν σύμφωνα με αυτήν. Ο Ρουσσώ δίνει έμφαση στις ηθικές αρετές που ο νομοθέτης πρέπει να καλλιεργεί στον λαό, όπως η αγάπη για την κοινότητα και το δημόσιο πνεύμα. Αυτές οι αρετές είναι απαραίτητες για τη καλή λειτουργία της νομοθεσίας, διότι βοηθούν τους πολίτες να εστιάζουν στο κοινό καλό και όχι στα ατομικά συμφέροντα.

Ο Ρουσσώ θεωρούσε, επίσης, πως για να εκφραστεί και να διατηρηθεί η γενική βούληση, είναι επιπλέον απαραίτητη η νομοθέτηση ορισμένων θεσμών, όπως για παράδειγμα αυτού της λογοκρισίας και της (πολιτικής) θρησκείας:

α) Ο θεσμός της λογοκρισίας, σύμφωνα με τον Ρουσσώ, δεν λειτουργεί στη βάση του ελέγχου των αντιλήψεων των πολιτών, αλλά στη βάση της δυνατότητας έκφρασης γνώμης των πολιτών, η οποία οφείλει να ανταποκρίνεται στο γενικό σκοπό της κοινότητας. Σκοπός της λογοκρισίας δεν είναι παρά η διατήρηση της ηθικότητας, και αυτό επιτυγχάνεται με την παρεμπόδιση της διαφθοράς της κοινής γνώμης. Η γενική βούληση δεν μπορεί να εκφραστεί και να διατηρηθεί όταν διαφθείρεται η κοινή γνώμη.

β) Σχετικά με τη θρησκεία, ο Ρουσσώ υποστηρίζει πως το κράτος πρέπει να αναγνωρίζει μία πολιτική θρησκεία, χωρίς, βέβαια, να σημαίνει πως άλλες μορφές θρησκείας θα πρέπει να διώκονται. Ο Ρουσσώ είναι υπέρ της ανεξιθρησκείας, ωστόσο, και στο πνεύμα του Μακιαβέλι, ο Ρουσσώ θεωρεί πως ο χριστιανισμός, με τον εξωκοσμικό προσανατολισμό του, αποπροσανατολίζει τους πολίτες από τα πολιτικά τους καθήκοντα. Η πολιτική θρησκεία, σε αντίθεση με το χριστιανισμό, που διδάσκει το υπερβατικό και την ταπεινοφροσύνη, προβάλλει το κράτος και διδάσκει τις πολιτικές αρετές που συμβάλλουν στη διατήρησή του.

Συνεπώς, θα ήταν εύλογο να συνάγουμε ότι η γενική βούληση μπορεί να αποτελέσει καθοδηγητικό όργανο, τόσο για τους νομοθέτες όσο και για τους πολίτες. Κάποτε το κυνήγι συμφερόντων και ο κατακερματισμός του γενικού συνόλου σε επιμέρους ομάδες ήταν απόπειρα κατά της ελευθερίας. Σήμερα, εξαιτίας της κρίσης του ανήκειν, ο κατακερματισμός είναι μονόδρομος. Κι είναι αναπόφευκτη η αποφυγή της σύγκρουσης, αφού συνεκτικός δεσμός της επιμέρους ομάδας είναι η αντίθεση προς μία άλλη. Ο σημερινός εμφύλιος ταυτοτήτων ίσως, λοιπόν, να πρέπει να παραδώσει τη θέση του σε μία πιο ψύχραιμη συνειδητοποίηση του ενωτικού, του κοινού, του γενικού, του ανθρώπινου.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Sreenivasan, G. (2000). What Is the General Will? The Philosophical Review, 109(4), 545–581, διαθέσιμο εδώ
  • McAdam, J. (1967). “What Rousseau Meant by the General Will.” Dialogue 5, no. 4 : 498–515, διαθέσιμο εδώ
  • Waldman, T. (1960). Rousseau on the General Will and the Legislator. Political Studies, 8(3), 221-230, διαθέσιμο εδώ
  • Πλάγγεσης, Γ., Νεότερη πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία, σ.257-294, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2020

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μάνος Πατρινιός
Μάνος Πατρινιός
Γεννήθηκε το 2005 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει έκτοτε. Έχει διακριθεί σε πανελλήνιους σχολικούς αγώνες ρητορικής και συμμετάσχει σε Εθνική Διάσκεψη Επιλογής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Νέων. Διαθέτει βεβαιώσεις και πτυχία σε ανώτερα θεωρητικά της μουσικής (θεωρία, αρμονία, αντίστιξη, φούγκα). Σπουδάζει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Στον ελεύθερό του χρόνο ενημερώνεται για την επικαιρότητα, διαβάζει βιβλία φιλοσοφίας, ιστορίας, πολιτικής, λογοτεχνικά, και ποίηση, φροντίζει τα φυτά του, και αναζητά την επαφή με τη φύση.