Της Μαρίας Κουλούρη,
Πολλές φορές στη ζωή μας αισθανόμαστε πως συμβαίνουν «παραφυσικά» πράγματα. Σκηνές που θεωρούμε πως έχουμε ξαναζήσει, άνθρωποι που νομίζουμε πως έχουμε ξαναδεί, ενώ κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, και μέρη τα οποία «κουβαλάνε» και μεταδίδουν μια περίεργη ενέργεια, μια αύρα που υποσυνείδητα πιστεύουμε πως επηρεάζει την ίδια μας τη ζωή. Τέτοια μέρη συνήθως αποτελούν κτήρια που έχουν εγκαταλειφθεί, όμως υπάρχουν ακόμη, έστω και με αρκετές φθορές, όπως το Αρχοντικό Κοντού στα Λεχώνια Μαγνησίας, το οποίο αποτελεί και το κέντρο της ιστορίας του βιβλίου Κλεφτά επιστρέφουν της Γιώτας Κούγιαλη, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.
Η συγγραφέας του βιβλίου, Γιώτα Κούγιαλη, γεννήθηκε το 1955 στο Προμύρι Μαγνησίας και σπούδασε στη Σχολή Νηπιαγωγών Αθήνας και το Π.Τ.Π.Ε. Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Έχει εργαστεί ως υπεύθυνη για την πρακτική άσκηση των φοιτητών του Τμήματος Προσχολικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, αλλά και ως συνεργάτρια του Εργαστηρίου Λόγου και Πολιτισμού του ίδιου Πανεπιστημίου. Σήμερα ζει στον Βόλο και στο συγγραφικό της έργο περιλαμβάνονται οι τίτλοι: Ο αόρατος πύργος, Ερώτων τραύλισμα, Η φωτεινή σφαίρα και Απόψε τι βλέπεις γύρω σου;
Σχετικά με το βιβλίο τώρα, αυτό έχει ως κεντρικό του πρόσωπο την Άντα, μια υποψήφια διδάκτωρ Κοινωνικής Ανθρωπολογίας από την Αθήνα, της οποίας η διατριβή έχει ως θέμα τους αστικούς μύθους. Η καθηγήτρια που επιβλέπει τη διατριβή της, Αριστέα Ντόκου, μένει στον Βόλο και διατηρεί σημαντική θέση στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας, Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, γι’ αυτό και η Άντα αποφασίζει να μετακομίσει στον Βόλο. Όταν η συνεργασία τους ξεκινά, η καθηγήτρια προτρέπει την Άντα να ερευνήσει την ιστορία για «το ροζ σπίτι με το σαμιαμίδι», το οποίο δεν είναι άλλο από το Αρχοντικό Κοντού (στο βιβλίο αναφέρεται ως Κόντου) στα Λεχώνια Βόλου, γνωστό για την τραγική κατάληξη των μελών της οικογένειας Κοντού σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.
Σύμφωνα με τον μύθο, λοιπόν, τα τρία από τα πέντε παιδιά της οικογένειας Κοντού πέθαναν σε διάστημα δύο χρόνων ανεξήγητα, ή τουλάχιστον αυτό άφησε ο πατέρας της οικογένειας να εννοηθεί. Στην πραγματικότητα, τα τρία παιδιά αρρώστησαν και πέθαναν από τη «μάστιγα» της εποχής, τη φυματίωση, η οποία, ωστόσο, αποτελούσε «στίγμα» για όποιον την είχε, γι’ αυτό και ο Νικόλαος Κοντός άφησε να διαρρεύσει πως τα παιδιά του πέθαναν από δηλητηρίαση, όταν ένα σαμιαμίδι έπεσε στο γάλα τους. Λίγο μετά, πέθανε και ο ίδιος από τη στεναχώρια του. Το γεγονός ότι μέσα σε αυτό το σπίτι ξεκληρίστηκε μια ολόκληρη οικογένεια οδήγησε στο να δημιουργηθούν διάφοροι αστικοί μύθοι σχετικά με το «καταραμένο» σπίτι, οι οποίοι υπάρχουν ακόμη και σήμερα, αφού —συμπτωματικά ή μη— όποιος έχει στην κατοχή του το συγκεκριμένο αρχοντικό είτε πλήττεται από πολλές συμφορές είτε χάνει τη ζωή του. Πάντως, αξίζει να σημειωθεί πως η Άντα, μετά την πρώτη συνάντηση με την καθηγήτρια Ντόκου και τη συζήτησή τους σχετικά με το Αρχοντικό, εμπλέκεται σε ένα τροχαίο ατύχημα κατά το ταξίδι της προς την Αθήνα.
Τέλος, το βιβλίο δεν είναι χωρισμένο σε συμβατικά κεφάλαια και δεν παρουσιάζει τα γεγονότα με γραμμική αφήγηση, κάνοντας συχνά αναδρομές στο παρελθόν και, συγκεκριμένα, στα έτη 1908, 1917, 1918 και 1928. Έτσι, λοιπόν, τα γεγονότα του παρελθόντος συνδυάζονται με αυτά του παρόντος και τις εμπειρίες της πρωταγωνίστριάς μας. Αυτό καθιστά το έργο εξαιρετικά ενδιαφέρον, διατηρώντας την αγωνία του αναγνώστη καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησής του, ενώ, παράλληλα, μάς μεταφέρει στον κόσμο των θρύλων της Μαγνησίας, οι οποίοι χαρακτηρίζουν την περιοχή ακόμη και σήμερα.