Του Χάρη Καλπάκη,
Δημόσιο Δίκαιο και αποκαταστατική δικαιοσύνη
Το Δημόσιο δίκαιο, αυτός ο σημαντικότατος κλάδος του δικαίου με ρυθμιστικό αντικείμενο τις σχέσεις πολιτών- Κράτους, δεν έμεινε ανεπηρέαστο από την δειλή στροφή του ιδιωτικού δικαίου στην αποκαταστατική δικαιοσύνη (Βλ. Α’ Μέρος). Υπενθυμίζεται πως η αποκαταστατική δικαιοσύνη συνιστά μια εναλλακτική πρόταση του σύγχρονου δικαίου στην αντιμετώπιση των διαφορών με στόχο την ανόρθωση της βλάβης που υπέστη το θύμα και την συνακόλουθη απαλλαγή του δράστη από οποιαδήποτε αξίωση Πολιτείας ή θύματος προς κολασμό.
Δεν πρόκειται για επινόηση του σύγχρονου κόσμου. Μερικά ψήγματα επανορθωτικής δικαιοσύνης εντοπίζονται σε όλο το διάβα της ιστορίας και αφορούσαν ως επί το πλείστον τον κατεξοχήν ανοικτό σε θεσμούς επανορθωτικής δικαιοσύνης τομέα του Δημοσίου Δικαίου – το ποινικό δίκαιο. Οι περισσότεροι από τους θεσμούς που εισάγονται λειτουργούν συμπληρωματικά στο ισχύον ποινικό σύστημα και εντάσσονται σε μία προσπάθεια εκσυγχρονισμού του και συμμόρφωσης της χώρας με ευρωπαϊκές απαιτήσεις.
- Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο
Συνοπτικά τέτοιοι θεσμοί του ουσιαστικού δικαίου στους οποίους θα αναφερθούμε είναι: η έμπρακτη μετάνοια, η ειλικρινής μετάνοια, η υποχρεωτική δικαστική άφεση της ποινής και τα αναμορφωτικά μέτρα για ανήλικους δράστες.
Α. Άρθρα 381 παρ. 2-4, 405 παρ.2-3 ΠΚ: έμπρακτη μετάνοια
Η έμπρακτη μετάνοια αποτελεί προσωπικό λόγο απαλλαγής από την ποινή και δικαιολογείται από την έμπρακτη απόδειξη της μεταστροφής του δράστη ως προς το έγκλημά του και αποδοκιμασίας της πράξης του. Προβλέπεται για τα εγκλήματα κατά κατά περιουσιακών αγαθών με αμιγώς περιουσιακό χαρακτήρα. Διακρίνεται σε γνήσια έμπρακτη μετάνοια (άρ. 381παρ.2 και 405 παρ.2 ΠΚ) και καταχρηστική (άρ. 381 παρ.3-4 και 405 παρ. 3 ΠΚ). Προϋποθέσεις της γνήσιας έμπρακτης μετάνοιας είναι:
- Τέλεση των εγκλημάτων των άρθρων 381 και 405 ΠΚ,
- απόδοση του πράγματος ή εντελής ικανοποίηση του ζημιωθέντος (στην περίπτωση της αυθαίρετης χρήσης μεταφορικού μέσου 374Α ΠΚ απαιτούνται σωρευτικά)
- Εθελούσια μετάνοια του δράστη και πριν την πρώτη εξέτασή του ως υπόπτου ή κατηγορουμένου
- και χωρίς παράνομη βλάβη τρίτου προσώπου.
Στην καταχρηστική έμπρακτη μετάνοια λείπει το εθελούσιο της μεταστροφής, ενώ παράλληλα επιτρέπεται αυτή να γίνει σε μετέπειτα δικονομικά στάδια, ήτοι μέχρι την παραπομπή στο ακροατήριο (για όλα τα εγκλήματα) ή και μέχρι το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας (μόνο για τα πλημμελήματα των υπό (1) εγκλημάτων).
Υποστηρίζεται η εφαρμογή του θεσμού και στις απόπειρες εγκλημάτων ως μετάνοια δια του υποκαταστάτου της ικανοποίησης για ηθική βλάβη με ανάλογη εφαρμογή του άρ. 301 παρ. 6 ΚΠΔ (για την ποινική συνδιαλλαγή που θα αναφερθούμε παρακάτω). Αλλά δεδομένης της μη απαίτησης ικανοποίησης της ηθικής βλάβης για τα ολοκληρωμένα εγκλήματα προκειμένου να εξαλειφθεί το αξιόποινο και των δυσαναλόγων παραδόξων που μπορεί να δημιουργήσει αυτή η κατάσταση (λ.χ. επαχθέστερη η έμπρακτη μετάνοια για δράστη απόπειρας κλοπής σε σύγκριση με δράστη ολοκληρωμένου εγκλήματος) φρονώ ότι κάτι τέτοιο πρέπει να αποκλεισθεί.
Β. Άρ. 84 παρ. 2 περ. δ’: ειλικρινής μετάνοια
Πρόκειται για μία περίπτωση ελαφρυντικής περίστασης, κατά την οποία ο δράστης «επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του». Νομολογιακά έχει κριθεί (βλ. ΑΠ 591/2018) πως πρέπει να είναι ρητή, αλλά όχι απλά ρηματική, με την έννοια ότι στοιχειοθετείται από πραγματικά γεγονότα που αποδεικνύουν εμπράκτως την ειλικρινή μεταστροφή του δράστη.
Γ. 104Β ΠΚ: δικαστική άφεση της ποινής
Με το άρθρο 104Β παρ. 1 περ. β΄ ΠΚ θεσπίζεται λόγος δυνητικής δικαστικής άφεσης της ποινής, κατά τον οποίο εάν έχει υπάρξει «κατά το μέτρο του δυνατού» (όχι εντελής) ικανοποίηση του θύματος με πρόσθετη προϋπόθεση την ειλικρινή μετάνοια (όπως αναλύθηκε), μπορεί να αφεθεί η ποινή.
«Το δικαστήριο δεν επιβάλλει ποινή στον υπαίτιο πλημμελήματος, αν έχει ολοκληρωθεί επιτυχώς διαδικασία αποκαταστατικής δικαιοσύνης μεταξύ αυτού και του παθόντος». Πρόκειται για μία μάλλον ατυχή διάταξη, τόσο στην διατύπωσή της, όσο και στην κατάταξή της, αφού θεσπίζει «υποχρεωτικό» λόγο δικαστικής άφεσης, αναιρώντας την επιμετριτική εξουσία του δικαστή που χαρακτηρίζει τον θεσμό της δικαστικής άφεσης, ενώ παράλληλα δημιουργεί μια σύγχυση με τους επανορθωτικούς θεσμούς, γιατί ενώ φαίνεται να επιδιώκει να τους συμπληρώσει, η αοριστία της διατύπωσης δίνει μια αίσθηση επικάλυψής τους.
Δ. Άρθρα 122, 123 ΠΚ: αναμορφωτικά/θεραπευτικά μέτρα
Η μεταχείριση των ανήλικων δραστών μπορεί να ενταχθεί και αυτή στο πλαίσιο των θεσμών αποκαταστατικής δικαιοσύνης, καθώς προβλέπονται αναμορφωτικά μέτρα με περισσότερο διαπαιδαγωγικό χαρακτήρα συγκρίσει μιας κοινής κύρωσης ως αποτελεσματικότερες εναλλακτικές. Τα μέτρα αυτά συγχρωτίζονται καλύτερα με τον μειωμένο καταλογισμό των εν λόγω δραστών και την συνακόλουθη μειωμένη ενοχή τους, ενώ παράλληλα εμφορούνται από τις κάτωθι αρχές:
- ευθύνη των ανηλίκων για τις πράξεις τους και των γονέων τους,
- ειλικρινής μετάνοια και αποκατάσταση βλάβης και
- σωφρονισμός τους και κοινωνική επανένταξη.
Στα άρθρα 122-123 ΠΚ προβλέπονται αναλυτικά τα μέτρα αυτά.
2. Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο
Μία τέτοια φιλότιμη προσπάθεια καθιέρωσης της αποκαταστατικής δικαιοσύνης στο ουσιαστικό δίκαιο θα ήταν βέβαια ελλιπής, εάν δεν πλαισιωνόταν και από αντίστοιχο εγχείρημα στο δικονομικό. Αυτό αντικατοπτρίζεται σε θεσμούς, όπως η αποχή από την ποινική δίωξη λόγω ικανοποίησης του παθόντος, οι θεσμοί της ποινικής συνδιαλλαγής και διαπραγμάτευσης και η ικανοποίηση του παθόντος με αποδέσμευση περιουσιακών στοιχείων.
Α. Άρθρα 48-50 ΚΠΔ: αποχή από την ποινική δίωξη
Για πλημμελήματα με ποινή φυλάκισης έως τριών ετών το άρθρο 48 ΚΠΔ προβλέπει αποχή από την ποινική δίωξη με τήρηση κάποιων «επανορθωτικών» όρων, ενώ για άλλα ορισμένα στην δεύτερη παράγραφο αδικήματα, επιτρέπει το ίδιο υπό τον όρο της εντελούς αποκατάστασης της ζημίας και πληρωμής τόκων υπερημερίας. Αντίστοιχα προβλέπει και το άρθρο 49 για τα κακουργήματα, ενώ το άρθρο 50 ΚΠΔ συνιστά την δικονομική έκφραση του άρθρου 381 ΠΚ και ως τέτοια έπεται της εφαρμογής του ουσιαστικού άρθρου (πόσο μάλλον εφόσον το τελευταίο έχει και μεγαλύτερο εύρος εφαρμογής).
Β. Άρθρα 301-303: ποινική συνδιαλλαγή και διαπραγμάτευση
Ο θεσμός της ποινικής συνδιαλλαγής ενέχει μια ιδιαιτερότητα σε σύγκριση με όλους τους προηγούμενους θεσμούς που αναφέρθηκαν, καθώς δεν απαιτεί μονομερή ενέργεια του υπαίτιου, αλλά συμφωνία δράστη και θύματος. Οι προϋποθέσεις των άρθρων 301-302 ΚΠΔ είναι: (i) να πρόκειται για τα αναφερόμενα στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 301 ΚΠΔ κακουργήματα, (ii) να έχει ασκηθεί προηγουμένως ποινική δίωξη από τον αρμόδιο Εισαγγελέα, (iii) να έχει υποβληθεί αίτημα από τον κατηγορούμενο, το οποίο μπορεί να υποβληθεί είτε μέχρι την τυπική περάτωση της κύριας ανάκρισης, είτε μετά την τυπική περάτωση της κύριας ανάκρισης και μέχρι το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
Ο θεσμός της ποινικής διαπραγμάτευσης πάλι είναι ένας αγγλοσαξωνικής προέλευσης θεσμός που στοχεύει στην επίτευξη συμφωνίας δράστη-εισαγγελέα για την απόσπαση ομολογίας, με αντάλλαγμα μειωμένη ποινή και προβλέπεται στο άρθρο 303 ΚΠΔ.
Γ. Άρθρο 304 ΚΠΔ
Μία επίσης σημαντική πρόβλεψή, η οποία αξίζει να αναφερθεί στην ανάλυση μας είναι αυτή του άρθρου 304 ΚΠΔ κατά το οποίο «Σε περίπτωση κατάσχεσης ή δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων κατά τα άρθρα 34, 36, 260, 261, απαγόρευσης κίνησης τραπεζικών λογαριασμών ή ανοίγματος θυρίδων κατά το άρθρο 42 του ν. 4557/2018, η προβλεπόμενη από τα άρθρα 49, 301, 302, 303 απόδοση του πράγματος ή η ικανοποίηση του παθόντος, μπορεί να γίνει και με την απόδοση μέρους ή του συνόλου των κατασχεμένων ή δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων, ή των λογαριασμών σε βάρος των οποίων έχει επιβληθεί απαγόρευση κίνησης».
Δ. Ρυθμίσεις σε ειδικούς νόμους
Στην ίδια κατεύθυνση με τα ως άνωθι εκτεθέντα ανήκουν και οι ρυθμίσεις των νόμων 3500/2006 και 4139/2013. Στο άρθρο 11 του πρώτου προβλέπεται υποχρεωτικότητα διερεύνησης δυνατότητας διαμεσολάβησης σε πλημμελήματα ενδοοικογενειακής βίας και την παράλληλη παροχή στον δράστη ψυχιατρικής βοήθειας, ενώ στο άρθρο 30 του δεύτερου προβλέπεται ευμενέστερη ποινική αντιμετώπιση των εξαρτημένων από ναρκωτικές ουσίες λόγω μειωμένου καταλογισμού με την επιβολή συγκεκριμένων όρων.
Επιλογικά
Ανενδοίαστα μπορεί να αντιληφθεί κανείς πως μέριμνα του νομοθέτη με την εισαγωγή όλων αυτών των θεσμών υπήρξε η επιείκεια προς τον δράστη ενός αδικήματος και ουσιαστικά αποκατάσταση της ανωμαλότητας που προκάλεσε η προσβολή ενός εννόμου αγαθού. Αν και φιλόδοξες και στοχευμένες αυτές οι επιδιώξεις δεν στερούνται ελαττωμάτων και παραλείψεων, όπως:
- Αν υπάρχει δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής της έμπρακτης μετάνοιας σε εκκλησιαστικά αδικήματα που φέρουν τα χαρακτηριστικά των απαριθμούμενων στο άρθρο 381 ΠΚ εγκλημάτων
- Πως οριοθετείται το περιεχόμενο του 104Β παρ. 2 ΠΚ με την δικαστική άφεση ποινής ή την αποκαταστατική δικαιοσύνη, στον βαθμό που η αόριστη διατύπωση του φαίνεται να παραπέμπει στο σύνολο της νομοθεσίας- κάτι ανεπίτρεπτο από το Σύνταγμά μας.
- Τί θέση κατέχουν σε αυτό το σύστημα οι απόπειρες εγκλημάτων και
- Ποια είναι η σκοπιμότητα των δικονομικών άρθρων που αφορούν την αποχή από την δίωξη εγκλημάτων τα οποία στεγάζονται υπό την ευρύτερη ομπρέλα του άρθρου 381 ΠΚ, με το τελευταίο, στον βαθμό που αυτό είναι αποτελεσματικότερο και πιο συμφέρον.
Και όλα αυτά αξίζουν να γίνουν αντικείμενο διεξοδικότερων και πιο κωδικοποιημένων τροποποιήσεων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Νικόλαος Μπιτζιλέκης, Εγκλήματα Κατά Της Ιδιοκτησίας, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2023.
- Αργύριος Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020.
- Ελισάβετ Συμεωνίδου- Καστανίδου, Εγκλήματα Κατά Προσωπικών Αγαθών, Νομική Βιβλιοθήκη, 2023.
- Αθανάσιος Νικ. Καρμοιράντζος, Θεσμοί και στοιχεία αποκαταστατικής δικαιοσύνης στην αστική και ποινική δίκη, Θεσσαλονίκη, 2022. Διαθέσιμο εδώ.
- Κονιδάρη Αναστασία, Αποκαταστατική δικαιοσύνη και έγκλημα στην Ελλάδα: Οι στάσεις των Ελλήνων δικαστικών λειτουργών, Αθήνα, 2015. Διαθέσιμο εδώ.