Του Γιώργου Τζεμίντιμπη,
Στο προηγούμενο μέρος του άρθρου, είδαμε συνοπτικά τη θεώρηση της μεσότητας από τα χαμένα απ’ τη γραφή χρόνια του ελληνισμού μέχρι τον Αριστοτέλη και τον Λιαντίνη. Ο Οράτιος, συνειδητοποιημένος περί όλων αυτών, γράφει το ποίημά του για τη «χρυσή μεσότητα», το Carmen 2.10. Σε αυτό το μέρος του άρθρου, θα επιχειρηθεί η ανάλυσή του.
Η απότομη αρχή του ποιήματος «Ορθότερα» προμηνύει μια ποιητική εντολή – θα λέγαμε ότι θυμίζει, ειδικά με την κανονιστική λατινική λέξη, «rectius» έναν νόμο, έναν νόμο υπέρ της Ζωής («θα ζεις»). Το ποίημα κοσμείται από ποικίλες ποιητικές εικόνες οπτικοακουστικές, που τονίζουν το νόημα των λόγων του Ορατίου. Ο ποιητής ξεκινά από μια εικόνα που θυμίζει Οδύσσεια, την απαρχή του κλασικού πολιτισμού: συμβουλεύει τον Λικίνιο μήτε επικίνδυνα και αταίριαστα σ’ αυτόν ταξίδια να αρχινά, μήτε και σπηλαιωδώς να κρύβεται απ’ τον κίνδυνο. Οι αρχαίοι Έλληνες ρήτορες, βεβαίως, φρόντιζαν να τονίζουν τη συμμετοχή των εντολέων τους στους «μεγάλους κινδύνους» της πατρίδας· η λατινική λέξη «amimus», ιδίως στον πληθυντικό, δύναται να σημαίνει —πέρα από «ψυχή»— και το «θάρρος». Δεν είναι, λοιπόν, άπρεπο το κάθε ταξίδι της ψυχής, που απαιτεί θάρρος στις πολλές του μάχες, μέσα κι έξω απ’ το πεδίο του ατόμου. Τα λόγια του Οράτιου, όμως, μας υπενθυμίζουν την ανάγκη για πνευματική γαλήνη: είναι αναμενόμενο, μες στην τραγικότητα της ζωής, η λύτρωση να επιζητάται σε μια Οδύσσεια –ψυχή σημαίνει θάρρος, θυμός!–, αλλά, Λικίνιε, κράτα κι εκεί το μέτρο, ειδάλλως μπορεί και να βγεις ζημιωμένος.
Και τα «ρηχά» ο Οράτιος τα χαρακτηρίζει «απατηλά», σαν μες σε δυο στίχους να θέλει να συμπυκνώσει αυτό που πολλοί θέλουν να πουν, ότι «Ιθάκη είναι το ταξίδι». «Και μην το βιάζεις!» (Festina lente= Σπεύδε βραδέως) Τούτο ήταν, άλλωστε, το αγαπημένο ρητό του αυτοκράτορος Αυγούστου, ο οποίος θα λέγαμε ότι έζησε μια ζωή πράγματι βραδέως σπεύδων, υπολογίζοντας προτού να πράξει, ούτε ορμώντας σαν τον Μάρκο Αντώνιο (θανάσιμο λάθος), ούτε αδιάφορα κρυμμένος στην οικία του, όπως κάλλιστα θα μπορούσε να κάνει, με την περιουσία που του κατέλιπε ο θείος του, Ιούλιος Καίσαρας. Το ποίημα, μπορούμε να υποθέσουμε πως θα ευαρεστούσε τον αυτοκράτορα, όταν το διάβαζε. Ο ηγέτης αυτός ήταν –ή έστω ήθελε να πιστεύει ότι είναι– φρόνιμος, όπως εξέθεσε στο προηγούμενο μέρος του άρθρου ο Αριστοτέλης, όπου κρίνει την ποιότητα της μεσότητας σε σχέση προς το άριστον, στο οποίο οδηγείται ο φρόνιμος κατά τις επιλογές του άνθρωπος, ο λεγόμενος ενάρετος.
Και ποιος είναι ο ενάρετος; Μα βέβαια, «όποιος τη χρυσή αγαπά μεσότητα»! Ο Οράτιος εισάγει από νωρίς το θέμα του ποιήματός του: ότι η αρετή είναι δρόμος ανοιχτός σ’ όποιον την επιδιώξει φρονίμως, –και αν αντλήσουμε από την ελληνορωμαϊκή μυθολογία– όπως έκανε ο Ηρακλής, σε αντίθεση με τον υπέρ το δέον τολμηρό Ίκαρο. Και ποια θα είναι η πυξίδα του ενάρετου βίου; Τίποτε άλλο παρά η χρυσή μεσότητα: aurea mediocritas. Μία φράση που εισήγαγε στη λατινική ο ποιητής Οράτιος, και έγινε αγαπημένο motto ζωής, αγαπημένο modus vivendi, για πολλούς ανθρώπους της ύστερης αρχαιότητας και του Μεσαίωνα, μέχρι και για τον Θωμά Ακινάτη.
Ο ενάρετος άνθρωπος βρίσκει τη λεγόμενη «χρυσή τομή», το κατάλληλο «κόψιμο» ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη στη Ζωή του, ούτως ώστε να μπορεί να πορεύεται με ασφάλεια, χωρίς να τρέφει αυταπάτες, μα προσγειωμένος να ταξιδεύει προς το άριστον. Ωστόσο, αν και όλες σχεδόν οι σχολές ελληνικής φιλοσοφίας δέχονταν το ευ ζην ως συναρτώμενο με την αρετή, δεν συμφωνούσαν ως προς τη «μεθοδολογία» της ενάρετης οδού. Ο Οράτιος φαίνεται εδώ να ενστερνίζεται τον δρόμο των Στωικών, οι οποίοι πρέσβευαν την απάθεια και την αταραξία για τα πάντα· ειδικά ο Ρωμαίος αυτοκράτωρ Μάρκος Αυρήλιος τόνιζε το επιτακτικό της πνευματικής aequitatis (γαλήνης) πέραν πάσης υλικής μεταβολής («Καθόλου δεν τον… παλάτια»).
Αλλά ο Οράτιος δε μένει μόνον εδώ· βέβαια, η χρυσή τομή, η μεσότητα μπορεί να μας οδηγήσει στην περίφημη εκείνη ευδαιμονία, και καλώς εχόντων των πραγμάτων πρέπει να παραμένουμε αλώβητοι από τις εξωτερικές συνθήκες. Αλλά, στην τελική, άνθρωποι είμαστε! Ο Οράτιος αξιοποιεί στο υπόλοιπο ποίημά του ορισμένες αναλογίες από τη Φύση –στην οποία κατά τη στωική φυσική συμπεριλαμβάνονται και οι θεοί–, ώστε να μας δείξει ότι ακόμα κι ένας τέτοιος «κανονικός» τρόπος ζωής δεν εγγυάται πάντοτε στο εκατό τοις εκατό την ευδαιμονία· κι η αδυναμία είναι στη φύση μας (errare humanum est).
Ακόμα και τα ολόρθα πεύκα, οι πύργοι, τα βουνά, κατασκευές καμωμένες με λόγο και στιβαρότητα, μπορούν να προσβληθούν από τις εξωτερικές συνθήκες – πόσω μάλλον ο άνθρωπος («Συχνά, όμως… οι κεραυνοί»). Οφείλουμε, ωστόσο, σαν το κοπάδι των προβάτων –αφού κι εμείς, λέγαν οι Στωικοί, ένα κοπάδι άνθρωποι είμαστε– να μην ελπίζουμε μόνο για την καλή, την πράσινη σοδειά, ίσα ίσα πού και πού να τη φοβόμαστε: αξίζει να ελπίζουμε και για την άγονη, τη χέρσα, για να μην απογοητευόμαστε από τις δυσκολίες, αλλά να χαιρόμαστε πιο πολύ, όταν συναντούμε τη ζωηρή σοδειά. Αν τα πεύκα, οι πύργοι, τα βουνά είχαν στόμα να μιλήσουν, μάλλον θα χαίρονταν που, παρά τη δυσκολία που τους βρήκε, έστω και λαβωμένα, παρέμειναν ακλόνητα. Κατά τα λόγια του ομοτέχνου και φίλου του Ορατίου, Βιργιλίου, από την Αινειάδα: Αντέξτε, κι αλώβητοι μείνετε για την καλή τη μέρα! («Durate, et vosmet rebus servate secundis.», Αινειάδα, ραψωδία Α΄, στίχος 198).
Τέλος, κατά τον Οράτιο, ακόμη και οι θεοί, όποτε παρεμβαίνουν ως φυσικά numina (πνευματικές δυνάμεις στη ρωμαϊκή θεολογία), μπορούν να πράξουν μόνο μέσα στα όρια των δυνάμεών τους. Είναι γνωστή η πίστη των Στωικών στην Ειμαρμένη, στο ότι κάθε αποτέλεσμα προϋποθέτει ένα ή και πολλά αίτια, παραχθέντα εντός της Φύσεως και των δυνάμεών της (μία εκ των οποίων είναι η μοίρα). Έτσι, ο μεγαλοδύναμος, ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων, ο ίδιος ο Δίας ακόμα δεν είναι παντοδύναμος· ελέγχει, όσο του ’ναι ταγμένο κι όσο του επιτρέπουν οι δυνάμεις του, τον καιρό, αλλά μετά ακολουθεί το καθήκον του: να αφήσει τη Φύση να επιτελέσει το έργο της, έστω και με χαλεπούς χειμώνες («Στους χαλεπούς.. φεύγει»). Η ευδαιμονία, λοιπόν, της μεσότητας δεν είναι πάντοτε εγγυημένη, γιατί κάπου κάπου θα έρχονται και τέτοιοι χειμώνες (φυσικό είναι!), αλλά είναι μέγα καθήκον, κατά τις απόψεις των Στωικών, να δρούμε σαν τους θεούς, εν προκειμένω σαν τον Δία, τον κατεξοχήν Θεό: να μπορούμε, όσο μας επιτρέπεται, να μετριάσουμε τη «δυστυχία» μας, αλλά να μην περιμένουμε ότι στην κακοκαιρία δε θα έχει κακό καιρό.
Καθένας μας, πάντως, κρύβει τη δύναμη της ανάκαμψής του, που, όταν έρθει η ώρα, θα ξανανθίσει μεγαλοπρεπώς, κι όλοι θα βρούμε τα πατήματά μας. Και η Μούσα Καλλιόπη ακόμη δεν αντέχει για πολύ τη μουσική, και ο Απόλλωνας δεν δύναται πάντα να ευχαριστιέται την τοξοβολία του («Κάπου κάπου… ο Απόλλων»)· πού και πού και τους θεούς τούς βρίσκει η αδυναμία της απόλαυσης, η ανία, συναισθήματα αρνητικά, όπως μας παραδίδει ο ποιητής. Ωστόσο, ο Οράτιος, παρομοιάζοντας όλη την ανθρωπότητα με το θεϊκό είδος, διδάσκει το εξής μέγα: πως, ό,τι κι αν συμβεί, οι θεοί δεν μπορούν να είναι δυστυχείς, αφού αφήνουν την «τύχη», τη μοίρα, την Ειμαρμένη να κάνει το καθήκον της, κι αυτοί την ακολουθούν.
Για τους ανθρώπους; «Ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων», κατά τον Ηράκλειτο. Είναι αφύσικο, σαν να μας λέει ο Ρωμαίος λυρικός, να είμαστε «δυσδαίμονες»· η λέξη χρησιμοποιείται τόσο λίγες φορές στην αρχαία γραμματεία, ώστε είναι σχεδόν αμελητέα. Ο άνθρωπος, ομοιάζοντας προς τον θεό, έχει φύσει προδιάθεση προς την ευδαιμονία. Με το ήθος του μπορεί να καθορίσει το δικό του ριζικό (την «αἶσαν» του, εξού και αισιοδοξία), ανεξάρτητα, όσο γίνεται από τις εξωτερικές συνθήκες.
Αν είμαστε κι εμείς αθύρματα του Χρόνου, κατά τον Ηράκλειτο, σημαίνει ότι μπορούμε πάντα να είμαστε ευτυχείς, και στο χέρι μας είναι να είμαστε πάντοτε κι ευδαίμονες. Όπως κάνουν, λοιπόν, οι θεοί, που εξακολουθούν να εμμένουν στο καθήκον τους, ο Δίας στον έλεγχο του καιρού, η Καλλιόπη στην καλλιέργεια της μουσικής, ο Απόλλων στη νομή των ασθενειών, έτσι κι ο άνθρωπος δεν πρέπει να αγνοεί το ανθρώπινο καθήκον του, που είναι πρώτα πρώτα να είναι ευδαίμων. Με αυτόν τον τρόπο μόνο μπορείς «Μες στην αγκούσα να ’σαι ψυχωμένος, να ’σαι δυνατός: Έτσι σοφά μονάχα θα δαμάζεις τον ούριο άνεμο, κι έτσι θε να ’χεις φουσκωμένα για πάντα τα πανιά σου.» Ο άνεμος φυσάει όπου πρέπει να φυσά, κι ακόμα κι αν σε ρίξει κάτω, εσύ θα ξαναβρείς τον ούριό σου αγέρα, να κάνεις το ταξίδι σου.
Το ποίημα κλείνει, μάλλον, κυκλικά: οι πρώτες εικόνες ήταν αυτές της θαλασσοταραχής· εύκολα φανταζόμαστε τον Οδυσσέα στη σχεδία του, να προσπαθεί να γλυτώσει απ’ τον μανιασμένο Ποσειδώνα. Αλλά στο τέλος τον διακρίνουμε μάλλον με το καινούριο του καράβι, που απ’ τους Φαίακες φεύγει με πλώρη την Ιθάκη· αλλά κι η Ιθάκη ακόμα μπορεί να ’ναι απατηλή! Οπότε, Λικίνιε, και σύγχρονε αναγνώστη, η Φύση δεν έρχεται και παρέρχεται, ούτε μόνο καλό ούτε μόνο κακό σου κάνει, αλλά αν βρίσκεις τη χρυσή τομή, και το καλό δε σε παρασέρνει στην υπερβολή, μήτε το κακό στην έλλειψη, τότε είναι που θα ζεις ορθότερα. Ορθότερα, όχι ορθά. Ουδέν γαρ μονιμότερο του προσωρινού. Αλλά, όταν έρθει ο χειμώνας, εσύ έχεις το όπλο σου, το ήθος σου, και τον τρόπο να το χρησιμοποιείς, τη μεσότητα. Ένα μήνυμα από τον πρώτο αιώνα π.Χ.(!), επίκαιρο όμως όσο πάντα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Aurea Mediocritas and Horace Odes 2.10.1-8, thecampvs.com, διαθέσιμο εδώ.
- Μάρκος Αυρήλιος, Τα Εις Εαυτόν, Εκδόσεις Θύραθεν, 2008
- Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Τόμος Α΄, Εκδόσεις Ζήτρος, 2006
- Sambursky, Samuel, Physics of the Stoics, Routledge, 1959