Της Πετρούλας Λεοναρδοπούλου,
Πρόκειται για εγκλήματα που προσβάλλουν την ελευθερία κίνησης των ατόμων στους φυσικούς τους χώρους, με τρόπο που οι αστυνομικές αρχές να μην μπορούν να προσφέρουν τη βοήθειά τους. Ειδικά όταν πρόκειται για το άρθρο 323, το θύμα γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, εμπορευματοποιείται, με αποτέλεσμα να θίγεται, παράλληλα, και η αξία του ως άνθρωπος.
Αναλυτικότερα, το έγκλημα της αρπαγής του άρθρου 322 παράγραφος 1 κατατάσσεται στα κοινά εγκλήματα, υπό την έννοια ότι υποκείμενο τέλεσής του μπορεί να είναι οποιοδήποτε πρόσωπο. Για την υλοποίηση της αντικειμενικής υπόστασης απαιτούνται εκ του νόμου συγκεκριμένα μέσα τέλεσης, δηλαδή εξαπάτηση, βία ή απειλή βίας. Με τον όρο «εξαπάτηση» νοείται η δημιουργία πλάνης, η οποία προκύπτει είτε με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών είτε με την απόκρυψη ή παρασιώπηση των πραγματικών.
Η βία αποτελεί μέσο για την πραγματοποίηση ενός σκοπού, οδηγεί σε εξαναγκασμό. Πρέπει, λοιπόν, η πράξη της βίας να είναι σε τέτοια μορφή ή έκταση ώστε να οδηγεί αιτιακά στην επίτευξη του αποτελέσματος που ήθελε ο δράστης. Η απειλή βίας συνιστά εξαγγελία του κακού που επέρχεται σε περίπτωση που το θύμα δεν ενδώσει στις απαιτήσεις του θύτη. Η εξαγγελία αυτή, βέβαια, δεν χρειάζεται να είναι ρητή. Μπορεί να συνάγεται ευθέως από τη συμπεριφορά του δράστη. Το κακό που θα επέλθει είναι η άσκηση βίας ακόμα και αν δεν ασκηθεί αμέσως, αλλά σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα.
Με την απειλή βίας, τη βία ή την εξαπάτηση, ο δράστης πρέπει να συλλαμβάνει, απάγει ή παράνομα κατακρατεί άλλον, έτσι ώστε να τον αποστερεί από την προστασία της πολιτείας, περιάγοντάς τον ιδίως σε ομηρία ή σε άλλη παρόμοια κατάσταση. Σύλληψη υφίσταται όταν εμποδίζεται η ελευθερία κίνησης ενός προσώπου, δεσμεύοντας το σώμα του, π.χ. με χειροπέδες. Απαγωγή υπάρχει όταν το θύμα απομακρύνεται ακούσια από τον τόπο που θέλει να βρίσκεται, είτε από επαγγελματικό χώρο είτε από την κύρια διαμονή του, είτε από οποιονδήποτε άλλο χώρο. Η κατακράτηση είναι η παρεμπόδιση του θύματος να απομακρυνθεί εκουσίως από τον τόπο στον οποίο βρίσκεται, αλλά δεν είναι αναγκαία η δέσμευση του σώματός του.
Εν αμφιβολία, η σύλληψη, η κράτηση και η απαγωγή πρέπει να γίνονται με τέτοιο τρόπο που το θύμα να στερείται την προστασία από τα πολιτειακά όργανα. Για τον λόγο αυτόν, ο ίδιος ο νόμος αναφέρει την ομηρία ενδεικτικά. Το έγκλημα της αρπαγής είναι υπαλλακτικώς μεικτό, δεδομένου ότι τα μέσα τέλεσής του, αλλά και οι τρόποι προσβολής της ελευθερίας κίνησης του θύματος μπορούν να εναλλαχθούν στην ίδια μονάδα του εννόμου αγαθού. Η τέλεση του εγκλήματος διαρκεί όσο διαρκεί η στέρηση της ελευθερίας της κίνησης του θύματος, δηλαδή είναι έγκλημα διαρκές.
Επιπλέον, όλοι οι επιμέρους τρόποι τέλεσης του εγκλήματος έχουν ως προϋπόθεση την αντίθεση-διαφωνία του θύματος ως προς την κατακράτηση, σύλληψη ή μετακίνησή του. Η σύμφωνη γνώμη του παθόντος συνιστά συγκατάθεση που αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα. Το στοιχείο του «παρανόμου» αποτελεί ειδικό στοιχείο του αδίκου και δεν εντάσσεται στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Η ελευθερία του ατόμου προσβάλλεται όταν κρατείται κάπου ακούσια, αλλά δικαιολογείται η προσβολή όταν γίνεται σε εκπλήρωση καθήκοντος ή κατ’ άσκηση δικαιώματος ή αν συντρέχει λόγος άρσης του άδικου χαρακτήρα της. Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος απαιτείται δόλος οποιουδήποτε βαθμού που να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης. Το έγκλημα της αρπαγής επισύρει ποινή κάθειρξης από 5 έως 10 έτη.
Το έγκλημα της εμπορίας ανθρώπων είναι κοινό έγκλημα, μπορεί δηλαδή να τελεστεί από οποιοδήποτε πρόσωπο. Η εμπορία ανθρώπων θεωρείται ότι στρέφεται εναντίον αλλοδαπών αλλά θύματα μπορούν να είναι και Έλληνες πολίτες. Στο άρθρο 323Α τυποποιούνται οι πράξεις που διασφαλίζουν την εκμετάλλευση. Ο δράστης αρκεί να στρατολογεί, να απάγει, να μεταφέρει, υποθάλπει, κατακρατεί παράνομα, παραδίδει ή παραλαμβάνει ένα άλλο άτομο. Είναι τυπικό έγκλημα, που ολοκληρώνεται με την τέλεση πράξεων χωρίς να είναι αναγκαίο να επέλθει το αποτέλεσμα. Για αυτό τον λόγο, το έγκλημα τελείται μόνο με πράξη, όχι με παράλειψη.
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει η πράξη του δράστη να είναι αντικειμενικά πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Οι παραπάνω συμπεριφορές είναι αξιόποινες όταν επιτυγχάνονται με συγκεκριμένα μέσα, που κάμπτουν την βούληση του θύματος. Τα μέσα αυτά είναι η βία, η απειλή βίας, η επιβολή, η κατάχρηση εξουσίας και άλλα εξαναγκαστικά μέσα. Για την στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης απαιτείται δόλος οποιουδήποτε βαθμού αλλά και επιπλέον σκοπός γενετήσιας εκμετάλλευσης του θύματος είτε από τον θύτη είτε από τρίτο πρόσωπο.
Η έννοια της εκμετάλλευσης περιλαμβάνεται στην παράγραφο 5 του άρθρου, όπου αναλύονται 7 προσβολές της ελευθερίας του θύματος που στοχεύουν στον πορισμό περιουσιακής ωφέλειας. Ο δράστης μπορεί να αποσκοπεί στο να ποριστεί παράνομο περιουσιακό όφελος από την υπαγωγή του θύματος σε καθεστώς δουλείας ή ειλωτείας, όταν δηλαδή γίνεται ιδιοκτησία ενός άλλου ατόμου, ή από την εργασία ή επαιτεία του θύματος. Παράλληλα, μπορεί ο δράστης να αποβλέπει στον πορισμό κέρδους από την αφαίρεση ιστών ή κυττάρων ή οργάνων του θύματος ή από την τέλεση γάμου του θύματος με άλλο πρόσωπο αλλά και από την παροχή εργασίας ή υπηρεσιών με μοναδικό σκοπό την γενετήσια διέγερση. Στο έγκλημα της εμπορίας ανθρώπων είναι νοητή κάθε μορφή συμμετοχής, ενώ νοείται και με παράλειψη όταν υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση παροχής βοήθειας προς το θύμα της πράξης. Το απειλούμενο πλαίσιο ποινής για το βασικό έγκλημα της εμπορίας ανθρώπων είναι κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών, 4η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη.