Της Κωνσταντίνας Μερλέμη,
Στην καθημερινή πρακτική είναι πιθανό ο επισπεύδων δανειστής να προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση κατά του οφειλέτη του άδικα, παράνομα, δηλαδή χωρίς να υπάρχει απαίτησή του. Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας έχει προβλέψει, στην ουσιαστικού δικαίου διάταξη 940, δικαίωμα αποζημίωσης του οφειλέτη, υπό ορισμένες προϋποθέσεις που συναρτώνται με τον βαθμό δικονομικής ωριμότητας του εκτελεστού τίτλου. Ζήτημα αποζημίωσης τίθεται όταν εξαφανιστεί η απόφαση μετά από άσκηση ενδίκου μέσου, η απόφαση επί του οποίου κρίνει την ανυπαρξία της απαίτησης, όσο και μετά την ευδοκίμηση ανακοπής για τον ίδιο λόγο, αλλά και όταν ακυρωθεί πράξη εκτέλεσης επειδή αυτή κρίθηκε καταχρηστική.
Με βάση το άρθρο 940 παρ. 1 ΚΠολΔ για να αναγνωριστεί δικαίωμα αποζημίωσης θα πρέπει σωρευτικά να συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Αρχικά, θα πρέπει να έχει εκτελεστεί η προσωρινά εκτελεστή απόφαση είτε στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, είτε γιατί εκούσια συμμορφώθηκε ο οφειλέτης υπό την απειλή όμως επικείμενης εκτέλεσης. Επίσης, θα πρέπει η προσωρινά εκτελεστή αυτή απόφαση να εξαφανίστηκε ή να μεταρρυθμίστηκε εκ των υστέρων, μετά από άσκηση τακτικών ενδίκων μέσων (έφεση, ανακοπή ερημοδικίας). Απαιτείται ακόμα δόλος ή βαριά αμέλεια του δανειστή ως προς την αξίωση στην βάση της οποίας επισπεύδει την εκτέλεση, καθώς και ζημία του οφειλέτη που να απορρέει από την παράνομη εκτέλεση. Η νομολογία δέχεται ότι η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού εφαρμόζεται και όταν ο εκτελεστός τίτλος είναι διαταγή πληρωμής.
Σε περίπτωση που ο εκτελεστός τίτλος είναι τελεσίδικη απόφαση, τότε εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του 940, η οποία προβλέπει όμοιες προϋποθέσεις με την προηγούμενη παράγραφο, με τις εξής όμως διαφοροποιήσεις: πέρα από το προφανές, ότι η τελεσίδικη απόφαση έχει εξαφανιστεί μετά από την άσκηση εκτάκτου —και όχι τακτικού— ενδίκου μέσου (αναψηλάφηση, αναίρεση), θα πρέπει ο επισπεύδων να έχει δόλο ως προς την εκτελούμενη αξίωση. Θα πρέπει δηλαδή θετικά να γνωρίζει ότι η εκτέλεση ενεργήθηκε χωρίς ο ίδιος να έχει απαίτηση. Φαίνεται, λοιπόν, ότι όσο ωριμότερος είναι ο εκτελεστός τίτλος, τόσο κλιμακώνεται ο βαθμός υπαιτιότητας.
Η παράγραφος 3 του 940 αφορά τις περιπτώσεις που ακυρώνεται αναγκαστική εκτέλεση μετά από την άσκηση της ανακοπής. Για να εφαρμοστεί αυτή η διάταξη θα πρέπει να έχει γίνει εκτέλεση βάσει οποιουδήποτε εκτελεστού τίτλου, αμετάκλητη ακύρωσή της (π.χ. μετά από ανακοπή του 933 ή του 936 ΚΠολΔ), να συντρέχουν οι προϋποθέσεις των 914 και 919 ΑΚ και ο επισπεύδων δανειστής να βαρύνεται με τουλάχιστον ελαφρά αμέλεια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το δικαίωμα επαναφοράς στην προηγούμενη κατάσταση δεν παραγκωνίζεται εντελώς, παρά μόνο στην 940 παρ. 3, όπου στην πραγματικότητα η επαναφορά αυτή θα επιτευχθεί με τις διατάξεις του ΑΚ για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, εφόσον εκλείπει εκ των υστέρων η αιτία της περιουσιακής μετάθεσης στον επισπεύδοντα δανειστή. Πάντως, στις παραγράφους 1 και 3 εξακολουθεί παράλληλα να υπάρχει η αξίωση της επαναφοράς όπως αυτή προβλέπεται στο 914 ΚΠολΔ.
Ενεργητικά νομιμοποιείται να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης ο οφειλέτης κατά βάση, αλλά και όποιος άλλος υπέστη την αναγκαστική εκτέλεση (919 ΚΠολΔ) και αυτή στρέφεται κατά του επισπεύδοντος δανειστή ή του καθολικού διαδόχου του. Αξιώσεις αποζημίωσης κατά του επισπεύδοντος δανειστή από πράξεις ή παραλείψεις οργάνων εκτέλεσης δεν καλύπτονται από το 940 ΚΠολΔ. Καθώς αυτοί είναι φορείς δημόσιας εξουσίας, ευθύνονται βάσει άρ. 73 ΕισΝΚΠολΔ, που ορίζει τα εξής στις παραγράφους 1, 4, 5 και 6:
«1. Αγωγή κακοδικίας κατά δικηγόρου, συμβολαιογράφου, άμισθου υποθηκοφύλακα, διαιτητή, δικαστικού γραμματέα και δικαστικού επιμελητή υπάγεται στο κατά τόπον αρμόδιο, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, πολυμελές πρωτοδικείο που δικάζει κατά την τακτική διαδικασία.
4. Αγωγή κακοδικίας επιτρέπεται μόνο αν στηρίζεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια ή αρνησιδικία και ο ενάγων ζημιώθηκε από τέτοιες πράξεις ή παραλείψεις.
5. Δεν επιτρέπεται αγωγή κακοδικίας όταν περάσουν έξι μήνες από την πράξη ή παράλειψη που επικαλείται ο ενάγων.
6. Αν η αγωγή κακοδικίας απορριφθεί για οποιονδήποτε λόγο, δεν επιτρέπεται να ασκηθεί νέα αγωγή για την ίδια υπόθεση, για τους ίδιους ή άλλους λόγους, και ο ενάγων καταδικάζεται να πληρώσει τα έξοδα, και μπορεί να καταδικαστεί και σε χρηματική ποινή κατά το άρθρο 205 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Στέφανος-Σπυρίδων Στ. Πανταζόπουλος, Αναγκαστική Εκτέλεση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Β έκδοση 2022.
- Π. Γέσιου-Φαλτσή, Εγχειρίδιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Εκδόσεις Σάκκουλα, 3η έκδ., 2022.