Του Δημήτρη Κυριαζή,
Μια διαρκώς ανερχόμενη τάση αποτελεί η διαλογή των καλοκαιρινών και μη προορισμών, ανάλογα με τις προτιμήσεις των εκάστοτε τουριστικών ακροατηρίων. Οι αγορές έχουν μεριμνήσει, ώστε κανένα γούστο και καμία φιλοδοξία που θεριεύει κατά την διάρκεια των διακοπών να μην μείνει ανεκπλήρωτη και ο εν δυνάμει τουρίστας – πελάτης να μη μείνει με το παράπονο, πως τα όνειρα του δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν. Κι όμως, τα είδη τουρισμού είναι πλέον αναρίθμητα και η λίστα συνεχώς μεγαλώνει. Οι φαντασιώσεις που οργιάζουν και αυτές με την σειρά τους, αποτελούν την κινητήρια δύναμη όσων θέλουν να ζήσουν την ζωή τους στα άκρα και να μη φύγουν με απωθημένα.
Παράλληλα, ζώντας και σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, που η βαριά και ασήκωτη βιομηχανία της είναι ο τουρισμός, μας είναι ιδιαίτερα γνώριμη η εικόνα των παραλιών και των μαγαζιών που ασφυκτιούν από τις λαοθάλασσες των πιστών λεόντων, που δίνουν κάθε χρόνο το παρόν στον πανέμορφο αυτό τόπο για να απολαύσουν τις χάρες του. Για πολλούς, η Ελλάδα από μόνη της αποτελεί μια φαντασίωση, τόσο από την άποψη της εμπειρίας και της γνωριμίας με τα χαρτογραφημένα και μη γραφικά τοπία, όσο και από τα θέλγητρα της κουλτούρας και του πολιτισμού, νεότερου και μη, που εδρεύουν σε αυτά εδώ τα χώματα.
Εντούτοις, υπάρχει και μια σκοτεινή διάσταση των πραγμάτων που καλό θα ήταν να συζητηθεί. Πέρα από την άποψη που αγιοποιεί το μοντέλο αυτό, καθώς διανοίγονται πολλές επιλογές για κάθε είδους ταξιδιώτη, καθιστώντας τον τουρισμό παράλληλα πιο συμπεριληπτικό, υπάρχουν και κάποιες παθολογίες που γεννούνται, οι οποίες μένουν στο απυρόβλητο. Πρώτα και κύρια, αυτός ο διαμορφωτικός χαρακτήρας της αγοράς παίρνει διαστάσεις παρεμβατικές. Θεωρείται χρέος της τουριστικής βιομηχανίας να ικανοποιεί κάθε είδους φετίχ και «αμαρτία», που για τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου αποτελούν απλά ταμπού. Καλλιεργείται, έτσι, η αίσθηση ότι τα πάντα μπορούν να είναι επιτρεπτά στην διάρκεια των διακοπών, νομιμοποιώντας ηθικά την κάθε «ανάγκη». Εξού και προορισμοί του τύπου Λας Βέγκας και Ταϊλάνδη, που μοναδικός σκοπός είναι να εκπληρωθούν εκεί οι επιθυμίες και οι φαντασιώσεις που φαντάζουν ανεκπλήρωτες, τουλάχιστον όχι με την ίδια ευκολία και ένταση, όσο στα υπόλοιπα μέρη του κόσμου. Εκεί, όπου ο αχαλίνωτος τζόγος, το σεξ και οι καταχρήσεις αποτελούν μια νομιμοποιημένη πραγματικότητα, πλήρως θεμιτή.
Δίνεται, επομένως, η ευκαιρία να αισθανθεί ο καθένας μας στην διάρκεια των διακοπών του ένας μικρός θεός, ο οποίος είναι σε θέση να πληρώσει τον εαυτό του με περίσσια ικανοποίηση και να νιώσει ευτυχισμένος, κάνοντας ό,τι τον ευχαριστεί χωρίς κανένα φίλτρο. Να ζήσει για μερικές μέρες σε έναν κόσμο, όπου η μοναδική προϋπόθεση της ευτυχίας είναι το γεμάτο πορτοφόλι που ξοδεύει ασύστολα, καταναλώνοντας κάθε είδους αγαθό και υπηρεσία. Οι εν λόγω συμπεριφορές, ωστόσο, είναι δικαιολογημένες εν μέρει, αν σκεφτεί κανείς ότι ο χρόνος της καθημερινότητας είναι τόσο συμπιεσμένος, που μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο χωράνε τόσες έγνοιες και άγχη, που το μόνο που επιζητά κανείς είναι μια εκτόνωση, προκειμένου να συνεχίσει να υπηρετεί την ρουτίνα του. Όσο οι ρυθμοί ζωής αυξάνουν τις απαιτήσεις τους, τόσο μεγαλώνει και η ανάγκη να διοχετευτεί κάπου αυτή η δυσανασχέτηση και το στρες. Οπότε, οι πιο βαθιά ριζωμένες επιθυμίες και τα απωθημένα έχουν την ανάγκη να εγκαταλείψουν την ιδέα και να γίνουν επιτέλους πράξη. Και ο τουρισμός εκείνος που είναι ταυτισμένος με την εξυπηρέτηση των αναγκών αυτών, λειτουργεί ως ο φορέας αποσυμφόρησης των καταπιεστικών ρυθμών ζωής.
Εξαιρετικά αποτελεσματικό και πολιτικά οξυδερκές να μετουσιώνεται η δυσανασχέτηση σε καλοπέραση. Μα για όλα έχει μεριμνήσει πια η φιλελεύθερη οικονομία… Το σκουπίδι γίνεται αυτομάτως κόσμημα και η κοινωνική ευταξία κατά συνέπεια μένει σταθερή ως είναι.
Μέσα από τους κατασταλτικούς αυτούς μηχανισμούς, ωστόσο, παρατηρείται και κάτι άλλο. Η ευχαρίστηση, η ηδονή, η χαλάρωση και η ανεμελιά, επιτρέπονται συγκεκριμένες μέρες μέσα στον χρόνο. Και όχι μόνο αυτές, αλλά και οι εμπειρία του καινούργιου, η γνωριμία με νέα μέρη και ξένους ανθρώπους, με διαφορετικές γεύσεις και κουλτούρες κ.α.. Με λίγα λόγια, αυτά τα συναισθήματα και οι συνήθειες, οι υγιείς και μη, διαχωρίζονται από την ζωή του ανθρώπου. Διακρίνονται ως κάτι που δεν πρέπει να περιληφθεί στην καθημερινότητά του και θεωρούνται, κατά αυτόν τον τρόπο, είδος πολυτελείας και η εξαίρεση του κανόνα. Μια ζωή στείρα, που χρωματίζεται μερικές μέρες μέσα στον χρόνο και αυτό τις περισσότερες φορές ρηχά, αφού όλοι είμαστε εν δυνάμει θύματα του μαζοτουρισμού και του καθαρά επιφανειακού ατομισμού που μηδενίζει μνημεία, εκθέσεις και τη γνωριμία με το νέο και περιχαρακώνεται στην ψευδεπίγραφη διασκέδαση των clubs. Μια ζωή απογυμνωμένη από την ίδια της ουσία. Μια ζωή που διακρίνεται στο καθαρό επίπεδο του μόχθου για επιβίωση και σε αυτό της ευχαρίστησης, αλλά και της λύτρωσης.
Φυσικά, κάποια από τα είδη τουρισμού είναι αρκετά αξιόλογα και ενδείκνυται να γίνουν και ιδιαίτερα επιμορφωτικά. Πάλι, όμως, και στις περιπτώσεις που το ταξίδι έχει έναν τέτοιο χαρακτήρα, αποτελεί χωριστό κομμάτι της καθημερινότητας, όπως προαναφέρθηκε. Μοιάζει με ένα όνειρο απατηλό, όπου ό,τι συμβαίνει στις διακοπές, μένει απλά στις διακοπές…