Της Κατερίνας Πλέσσα,
Στη σημερινή εποχή έχουμε τη τάση να χαρακτηρίζουμε συχνά ως ρομαντικό οποιοδήποτε πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση που εμφορείται από ερωτική διάθεση και φαντασία. Βέβαια, ο ρομαντισμός ως όρος δεν αποτελεί απλώς έναν χαρακτηρισμό, αλλά ένα ολόκληρο πνευματικό κίνημα, το οποίο απασχόλησε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα τα γράμματα και της τέχνες τόσο στην χώρα μας όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη αφήνοντας έντονο το στίγμα του. Ας γυρίσουμε, λοιπόν, πίσω τον χρόνο ρίχνοντας φως σε σημαντικές πτυχές του, καθώς και στις συνθήκες που ευνόησαν την ανάπτυξη και εξάπλωση του.
Αρχικά, ο ρομαντισμός ως πνευματικό κίνημα αρχίζει για πρώτη φορά να απασχολεί τον πνευματικό και καλλιτεχνικό κόσμο κατά τα τέλη του 18ου αιώνα. Γεννιέται ως αντίδραση στον ορθολογισμό που καλλιέργησε ο Διαφωτισμός στέφοντας συγχρόνως το ενδιαφέρον του στο Μεσαιωνικό παρελθόν, το οποίο εξιδανικεύει. Η Γερμανία αποτελεί τη χώρα στην οποία αναπτύσσεται αρχικά ως συνέχεια του κινήματος Sturm und Drang (θύελλα και ορμή) με βασικούς εκπροσώπους τον Γκαίτε και τον Σίλλερ. Στη συνέχεια, εξαπλώνεται στη Γαλλία και την ίδια περίπου εποχή στην Ελλάδα, την πνευματική ζωή της οποίας επρόκειτο να απασχολήσει για 50 ολόκληρα χρόνια. Αν και αποτέλεσε ενιαία πνευματική κίνηση με κοινό ιδεολογικό φορτίο δεν μπορούμε να πούμε πως διαθέτει τα ίδια χαρακτηριστικά σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες έκανε την εμφάνιση του, αλλά παρουσίασε σημαντικές διαφοροποιήσεις οι οποίες σχετίζονται με την ταυτότητα της εκάστοτε χώρας.
Παρ’ όλα αυτά, ως γενικά χαρακτηριστικά του μπορούμε να αναφέρουμε επιγραμματικά την απόρριψη του ορθολογικού πνεύματος, της τυποποίησης και των αυστηρών προτύπων και αξιών του κλασικιστικού παρελθόντος και της υιοθέτησης του παράλογου, του υπερφυσικού και του υπερβολικού. Στη ρομαντική τέχνη και λογοτεχνία κυριαρχεί το συναίσθημα, η αδέσμευτη, από οποιοδήποτε κανόνα και μέτρο, φαντασία, με αποτέλεσμα την απελευθέρωση του καλλιτέχνη, ο οποίος πλέον έχει τη δυνατότητα να προσδώσει στο έργο του έντονα εξομολογητικό τόνο προβάλλοντας τα προσωπικά του βιώματα, αντιλήψεις, ιδέες και συναισθήματα. Ο ρομαντικός καλλιτέχνης με όχημα, λοιπόν, την πένα του ζει και βιώνει έντονα συναισθήματα ταξιδεύοντας συγχρόνως σε κόσμους υπερφυσικούς ή πίσω στο παρελθόν, το οποίο νοσταλγεί συνεχώς φτάνοντας σε ορισμένες περιπτώσεις στα όρια της μελαγχολίας.
Βασικά θέματα που κυριαρχούν στη ρομαντική θεματολογία είναι ο έρωτας σε κάθε του μορφή και διάσταση δείχνοντας, όμως, ιδιαίτερη προτίμηση στον αγνό και εξιδανικευμένο, καθώς και στον καταδικασμένο από τα κοινωνικά ήθη, η φύση, το θρησκευτικό και υπερφυσικό στοιχείο, η αναζήτηση της περιπέτειας, οι αγώνες των λαών για την ανεξαρτησία τους, ο ηρωισμός των πολεμιστών, λαϊκοί μύθοι που πηγάζουν από την τοπική ιστορία του εκάστοτε λαού καθώς και Μεσαιωνικοί θρύλοι.
Επρόκειτο, δηλαδή, για θεματολογία η οποία προσφερόταν για τη δημιουργία συναισθηματικά φορτισμένων καταστάσεων που θα μπορούσαν κάλλιστα να συνεπάρουν τον αναγνώστη βοηθώντας τον να βιώσει κι αυτός με τη σειρά του τα συναισθήματα του καλλιτέχνη, να συμπάσχει με τον πόνο του καθώς και να ασπαστεί αντιλήψεις του για τον κόσμο και τη ζωή. Η στόχευση αυτή των ρομαντικών μπορεί να διαπιστωθεί και από το εγωκεντρικό χαρακτήρα που επιλέγουν να προσδώσουν πολλές φορές στο έργο τους. Αρκετό ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, και η επιλογή του τόπου στον οποίο διαδραματίζεται κάθε φορά η πλοκή των έργων. Ειδικότερα, οι ρομαντικοί αρέσκονται στην χρησιμοποίηση υποβλητικών σκηνικών, όπως είναι τα νυχτερινά φεγγαρόλουστα τοπία, τα σκιερά και μυστηριώδη δάση, ποτάμια, λίμνες, απομονωμένες αμμουδιές, φυσικά τοπία σε διάφορες εποχές του χρόνου, ερείπια παλιών ναών, τάφων, καθώς και μακάβρια σκηνικά στα οποία αποτυπώνεται η τραγικότητα του θανάτου.
Για την επίτευξη συναισθηματικά φορτισμένης ατμόσφαιρας πέρα από την επιλογή της κατάλληλης θεματολογίας και του τόπου για τη διαδραμάτιση των ιστοριών, οι Ρομαντικοί καλλιτέχνες αξιοποιούσαν συγκεκριμένη τεχνοτροπία, ενώ πειραματιζόταν παράλληλα και με τη μορφή του έργου τους. Πιο συγκεκριμένα, το λεξιλόγιο στα ρομαντικά κείμενα διευρύνεται, ενώ οι εικόνα μετατρέπεται σε βασικό στοιχείο του έργου σε συνδυασμό με τα ρυθμικά μοτίβα. Όσον αφορά τη μορφή, οι ρομαντικοί απορρίπτουν τους αυστηρούς μορφολογικούς κανόνες που είχαν επιβληθεί με τον κλασικισμό, το μέτρο και την αρτιότητα εκείνη που κυριαρχούσε στα αρχαιοελληνικά αγάλματα. Καταργούνται, επίσης, πολλοί παραδοσιακοί κανόνες και παρατηρείται ποιητικός ρυθμός.
Πέρα από τη γενική παρουσίαση των γνωρισμάτων του Ρομαντισμού, ήρθε η ώρα να εστιάσουμε στον Νεοελληνικό και κυρίως στις δύο βασικές σχολές που τον εκπροσώπησαν, στους κόλπους των οποίων έλαβε «ελληνική» σάρκα και οστά και μεταπλάσθηκε. Οι δύο αυτές σχολές δεν είναι άλλες από την Επτανησιακή και Αθηναϊκή. Οι διαφορές ανάμεσα τους είναι σχετικά μεγάλες κάνοντας συχνά λόγο για δύο διαφορετικούς κόσμους με διαφορετικές καταβολές. Προκειμένου να κατανοήσουμε πληρέστερα τις δύο αυτές πνευματικές κινήσεις, κρίνεται αναγκαίο να προβούμε στην παρουσίαση των συνθηκών που ευνόησαν την ανάπτυξη τους. Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί η διαφορά στην ταυτότητα της κάθε σχολής.
Ξεκινώντας από τα Επτάνησα, αυτά σε αντίθεση με τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο δεν γνώρισαν ποτέ την οθωμανική κυριαρχία όντας κάτω από ενετική, κατά κύριο λόγο, κυριαρχία και για κάποιο διάστημα υπό τη Γαλλική, Αγγλική και Ρωσική. Το γεγονός αυτό ευνοούσε την επαφή τους με τον Δυτικό πολιτισμό. Εκείνη την εποχή τα Επτάνησα θα μπορούσαν, δηλαδή, να χαρακτηριστούν ως δίαυλοι επικοινωνίας ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Εύποροι νέοι σπούδαζαν και σταδιοδρομούσαν στη Δύση ερχόμενοι σε επαφή με τα δυτικά πρότυπα και ιδέες τις οποίες κόμιζαν στον τόπο τους μετά την επιστροφή τους.
Σημαντικό ρόλο στην επαφή τον Επτανήσων με τη δυτική πολιτιστική κουλτούρα διαδραμάτισε και το γεγονός πως τα Επτάνησα είχαν εξελιχθεί κατά την εποχή εκείνη σε σημαντικά εμπορικά κέντρα. Επτανήσιοι έμποροι και καραβοκύρηδες ταξίδευαν σε μεγάλα ναυτικά κέντρα της Δύσης μεταφέροντας στην πατρίδα τους νέες καινοτομίες. Όλα αυτά συνέβαλαν στην άνθηση των γραμμάτων και των τεχνών στα Επτάνησα κατά τα δυτικά πρότυπα τα οποία στη συνέχεια οι ντόπιοι επεξεργάστηκαν, καλλιέργησαν παράγοντας μοναδικά πολιτιστικά επιτεύγματα στον τομέα της λογοτεχνίας, ποίησης, μουσικής και ζωγραφικής. Οι λογοτέχνες που έγιναν εκφραστές αυτής της δραστηριότητας παρουσίασαν κοινά χαρακτηριστικά ως προς το ύφος και τη θεματολογία με τα ρομαντικά ευρωπαϊκά πρότυπα.
Δεν περιορίστηκαν, όμως, στην πιστή μεταφορά ξένων προτύπων αλλά επιδόθηκαν σε μια δημιουργική διεργασία αξιοποιώντας τα στοιχεία εκείνα του ρομαντισμού που ταίριαζαν καλύτερα στην επτανησιακή κοσμοθεωρία. Συγκεκριμένα, στον τομέα της ποίησης, οι επτανήσιοι ποιητές γράφουν στη δημοτική χρησιμοποιώντας αρκετά επτανησιακά ιδιώματα. Τα θέματα που επιλέγουν αφορούν κυρίως τον έρωτα, την πατρίδα, τη θρησκεία και τη φύση. Μέσα από τα ποιήματα τους υμνούν την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης, ενώ προβάλλουν το μεγαλείο της δημοτικής γλώσσας την οποία υποστηρίζουν και μέσα από τη συγγραφή διαφόρων σχετικών άρθρων και δοκιμίων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Ρομαντισμός: Ένα κίνημα από τον άνθρωπο για τον άνθρωπο, culturenow.gr, διαθέσιμο εδώ.