Του Γιώργου Ποτουρίδη,
Ένα από τα πλέον συζητημένα δογματικά ζητήματα του ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου με χρόνιες έριδες και ατελείωτες ερμηνευτικές προσεγγίσεις συνιστά δίχως άλλο η νομική αντιμετώπιση της πλάνης ως προς τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν ένα λόγο άρσης του αδίκου. Το ερώτημα, του αν η πλάνη θεωρείται νομική ή πραγματική και οι επακόλουθες διακριτές έννομες συνέπειες ως προς την ποινική αντιμετώπιση του δράστη, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον εν όψει των πειστικών επιχειρημάτων και των δύο πλευρών. Επιχειρείται λοιπόν στο παρόν, η παράθεση αμφότερων των θέσεων νομολογίας και επιστήμης και η πρόκριση της ορθότερης δογματικά ερμηνευτικής προσέγγισης.
Πριν προχωρήσουμε στην ενδελεχή δογματική ανάλυση του ζητήματος κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν δύο παραδείγματα, ούτως ώστε να καταστεί αντιληπτό το πρόβλημα και οι συνέπειες της μίας ή της άλλης άποψης.
Ας υποτεθεί, λοιπόν, ότι:
- Ο Α ακουμπά τον Β στη πλάτη προκειμένου να τον χαιρετίσει καθώς τον γνωρίζει από το σχολείο. Ο Β αντιλαμβάνεται το άγγιγμα του Α ως επίθεση και γρονθοκοπεί τον τελευταίο θεωρώντας ότι αμύνεται προς υπεράσπιση της σωματικής του ακεραιότητας, με αποτέλεσμα να προκαλέσει στον πληττόμενο μία σωματική βλάβη.
- Ο Δ βλέποντας την πολυκατοικία πυρόπληκτη σπάει την πόρτα για να σώσει τον φίλο του Γ, που πιστεύει πως κινδυνεύει από τις φλόγες. Ωστόσο, ο Γ βρισκόταν διακοπές στη Ρόδο και εκείνη τη στιγμή καθόταν αμέριμνος στην παραλία.
Στα παραδείγματά μας ο μεν Α βρίσκεται σε νομιζόμενη άμυνα και ο δε Δ σε νομιζόμενη κατάσταση ανάγκης. Θεωρούν από πλάνη ότι συντρέχει λόγος άρσης του αδίκου, πράγμα όμως που αντικειμενικά δεν υπάρχει. Εν όψει και του γεγονότος ότι το τελικό άδικο είναι ένα αμιγώς αντικειμενικό μέγεθος δίχως υποκειμενική χροιά, εύκολα καταφάσκεται το άδικο των πράξεων των εγκληματικών υποκειμένων και το ενδιαφέρον έγκειται στην νομική αξιολόγηση της πλάνης στην οποία βρίσκονται.
Αν η πλάνη θεωρηθεί πραγματική κατά το 30 ΠΚ αποκλείεται ο δόλος και μόνο για έγκλημα αμέλειας (εφόσον υπάρχει!) νοείται η τιμώρηση. Αν αντίθετα αναγνωριστεί ως νομική θα οδηγήσει σε άρση του τελικού καταλογισμού μόνο αν κριθεί συγγνωστή, αν δηλαδή συντρέχουν τα απαιτητά κριτήρια της οφειλόμενης και δυνατής επιμέλειας. Σε αντίθετη περίπτωση ο καταλογισμός καταφάσκεται και η ποινική ευθύνη παραμένει αναλλοίωτη.
Η κρατούσα άποψη υποστηρίζει πως η πλάνη ως προς τις πραγματικές προϋποθέσεις λόγου άρσης του αδίκου είναι οιονεί πραγματική και με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 30 παρ.1 ΠΚ οδηγεί σε αποκλεισμό του δόλου. Ο δράστης, κατά αυτή τη γνώμη, μόνο για έγκλημα αμέλειας μπορεί να τιμωρηθεί, εφόσον τυποποιείται αντίστοιχο εξ αμελείας έγκλημα, ειδάλλως παραμένει ατιμώρητος. Έτσι, ο Α στο παράδειγμά μας λόγω οιονεί πραγματικής πλάνης δεν έχει δόλο για τη σωματική βλάβη που προκαλεί στον Β. Ευθύνεται απλά για σωματική βλάβη από αμέλεια κατά την 314 ΠΚ.
Τα επιχειρήματα αυτής της θεώρησης είναι τα εξής: Υποστηρίζεται ότι η συγκεκριμένη πλάνη δεν είναι νομική, καθώς ο δράστης δεν πλανάται ως προς τις αξιολογήσεις του νομοθέτη, ώστε να θεωρεί ελλείψει συνείδησης αδίκου ότι αυτό που πράττει είναι επιτρεπτό ενώ δεν είναι, αλλά αντίθετα, επιδοκιμάζει ό,τι ακριβώς επιδοκιμάζει και η έννομη τάξη. Έτσι, γίνεται δεκτό πως αναλογικά επιβάλλεται η μεταχείριση της συγκεκριμένης πλάνης με τις διατάξεις της πραγματικής.
Ακόμη, τονίζεται σθεναρά πως μεταξύ της νομοτυπικής μορφής των εγκλημάτων, δηλαδή των κυρωτικών κανόνων (η κατ’ αρχήν περίπτωση πραγματικής πλάνης), που θεμελιώνουν το αρχικό άδικο και των λόγων άρσης του αδίκου, υπάρχει συμπληρωματική λειτουργία και μία ενύπαρκτη οντολογική σχέση, με την έννοια ότι η κρίση για το αν μια συμπεριφορά είναι τελικά άδικη προϋποθέτει αρχικά τη θετική διαπίστωση πως η πράξη είναι αντίθετη σε κυρωτικό κανόνα και εν συνεχεία την αρνητική διαπίστωση πως δεν δικαιολογείται από επιτρεπτικό κανόνα. Άρα, εφόσον οι λόγοι άρσης συγγενεύουν με την αντικειμενική υπόσταση και εν γένει αφορούν την πλευρά του αδίκου και όχι της ενοχής, γίνεται δεκτή με διασταλτική ερμηνεία η ανάλογη εφαρμογή της πραγματικής πλάνης.
Από την άλλη πλευρά, υποστηρίζεται από μέρος της θεωρίας ότι η ανωτέρω πλάνη δεν νοείται να αντιμετωπίζεται ως οιονεί πραγματική, καθώς πρόκειται φανερά για νομική πλάνη του άρθρου 31 ΠΚ. Προβάλλεται ως πρωταρχικό επιχείρημα το ότι ο δράστης στη συγκεκριμένη περίπτωση γνωρίζει ότι πραγματώνει την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος (άρα δεν μπορεί να γίνει λόγος για πραγματική πλάνη) και πιστεύει απλά ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δικαιούται να προβεί στη προσβολή του εννόμου αγαθού, καθώς θεωρεί από πλάνη ότι η πράξη του δικαιολογείται.
Επομένως μόνο ως νομική μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτή η συμπεριφορά, μιας και η πλάνη του ως προς τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τον λόγο άρσης του αδίκου του δημιουργεί μπερδεμένη συνείδηση για το άδικο, αφού θεωρεί ότι έχει δικαίωμα προσβολής του εννόμου αγαθού, ενώ αντικειμενικά δεν έχει. Επίσης, τονίζεται απολύτως σωστά ότι το επιχείρημα «ο δράστης επιδοκιμάζει ό,τι και η έννομη τάξη επιδοκιμάζει» δεν ευσταθεί, μιας και η έννομη τάξη δεν επιδοκιμάζει τη συγκεκριμένη προσβολή. Αν την επιδοκίμαζε η πράξη δεν θα ήταν άδικη και θα καθίστατο περιττή και άνευ περιεχόμενου η συζήτηση περί πλάνης.
Αξίζει, ακόμη, να αναφερθεί για την πληρότητα του λόγου, ότι στο προσχέδιο του ποινικού κώδικα του 2019 υπήρχε μία νέα διάταξη, αυτή του 25Α ΠΚ, η οποία στη δεύτερη παράγραφο ρητά όριζε ότι η πλάνη ως προς τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τον λόγο άρσης του αδίκου είναι νομική και εφαρμόζεται το άρθρο 31 ΠΚ. Ωστόσο, απαλείφθηκε στο τελικό κείμενο λόγω διαφωνίας με κάποια μέλη της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής (υποστηρικτές της αντίθετης γνώμης) που έκριναν ότι ένα τέτοιο δογματικό ζήτημα δεν πρέπει να λυθεί με παρέμβαση του νομοθέτη, αλλά να αφεθεί στη θεωρία και τη νομολογία η ερμηνευτική του προσέγγιση.
Η νομολογία μας παρουσιάζει πολυσχιδή θέση επί του θέματος. Χαρακτηριστική είναι η ΑΠ 1997/2001 που θεώρησε την πλάνη του υπαιτίου αστυνομικού νομική και ασύγγνωστη. Ο εν λόγω δράστης όντας μεθυσμένος είδε σε απόσταση πενήντα μέτρων τον συνάδελφό του να διαπληκτίζεται με κάποιον και θεωρώντας ότι υπήρχε κίνδυνος για τη σωματική ακεραιότητα του φίλου του σκότωσε το θύμα με το υπηρεσιακό του όπλο. Ο Άρειος Πάγος, ορθά, αντιμετώπισε τη νομιζόμενη άμυνα ως πλάνη νομική και φυσικά εν προκειμένω ασύγγνωστη και καταδίκασε τον δράστη για απόπειρα ανθρωποκτονίας. Αντιθέτως, η Πλημ. Ηρακλείου 67/2005 υιοθέτησε τη λύση της οιονεί πραγματικής πλάνης. Ειδικότερα έκρινε ότι η πλάνη σε ειδικό λόγο άρσης του αδίκου (η συναίνεση της εγκύου στη διακοπή της κύησης κατά το 304 ΠΚ) είναι πραγματική γιατί το άδικο τελεί σε συμπληρωματική σχέση με την περιγραφή της αξιόποινης πράξης και διασταλτικά η πλάνη ως προς τα πραγματικά περιστατικά που το θεμελιώνουν θα πρέπει να θεωρείται πραγματική.
Προσωπικά θεωρώ ότι η πλάνη ως προς τους λόγους άρσης του αδίκου είναι πάντα νομική και μόνο έτσι μπορεί να αντιμετωπίζεται. Πραγματική είναι η πλάνη που αφορά αμιγώς και περιοριστικά άγνοια στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης των κυρωτικών κανόνων. Όλες οι υπόλοιπες μορφές πλάνες συνιστούν νομική κατ΄ άρθρον 31 ΠΚ πλάνη και μόνο αν κριθούν συγγνωστές οδηγούν σε άρση του τελικού καταλογισμού. Η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 30 ΠΚ και ο αποκλεισμός του δόλου σε περίπτωση νομιζόμενης άμυνας οδηγεί σε μη ανεκτή επιείκεια υπέρ του δράστη, πράγμα που δεν επιδοκιμάζεται από την έννομη τάξη και εν γένει τον ποινικό μηχανισμό. Η δογματική του Ποινικού Δικαίου με σαφή και περιοριστικό τρόπο ορίζει την έννοια της πραγματικής πλάνης και αφήνει την όποια άλλη μορφή στο ρυθμιστικό βεληνεκές της «συνείδησης του αδίκου», η έλλειψη της οποίας θεμελιώνει πλάνη νομική.
Έτσι, στα παραδείγματά μας τόσο ο Α που βρίσκεται σε νομιζόμενη άμυνα, όσο και ο Β που βρίσκεται σε νομιζόμενη κατάσταση ανάγκης, έχουν πλάνη νομική κατά το άρθρο 31 ΠΚ, καθώς ενώ γνωρίζουν καταρχήν ότι πράττουν αρχικώς άδικα, εν τούτοις πιστεύουν ότι δικαιούνται στη συγκεκριμένη περίπτωση να προσβάλλουν έννομα αγαθά, πράγμα που σε αντικειμενικό επίπεδο δεν συμβαίνει και κατά συνέπεια δεν δικαιολογείται. Αν η πλάνη τους, όντας νομική, κριθεί συγγνωστή δεν θα έχουν ποινική ευθύνη, Αν αντίθετα, κριθεί ασύγγνωστη ευθύνονται κανονικά για πλήρες έγκλημα και μόνο κατά την επιμέτρηση σύμφωνα με το 79 ΠΚ θα εκτιμηθεί η λόγω πλάνης διαστρέβλωση της πραγματικότητας.
Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ένα και το αυτό: Η πλάνη ως προς τους λόγους άρσης του αδίκου είναι πάντα νομική! Τυχόν αντίθετη παραδοχή δεν μπορεί να θεωρηθεί δογματικά προσήκουσα και ορθή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Μαρία Καϊάφα Γκμπάντι – Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ποινικό Δίκαιο Γενικό Μέρος, Νομική Βιβλιοθήκη, 2022.