Του Χρήστου Ζησιάδη,
Ως «ρομαντική» χαρακτηρίζουμε -συμβατικά ομολογουμένως- τη μουσική δημιουργία μεταξύ της τελευταίας περιόδου του Μπετόβεν (1814) μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα. Η μουσική αυτή έρχεται ως αντίδραση στον ορθολογισμό και την κοσμοθέαση του προηγούμενου αιώνα, αλλά και στα σύγχρονα πρόβλημα των ανθρώπων της εποχής.
Ο 19ος αιώνας σημαδεύτηκε πολιτικά στην Ευρώπη από μια σειρά πολεμικών συγκρούσεων και εξεγέρσεων. Πολλά φαινόμενα τα οποία επηρεάζουν τη σκέψη και τον τρόπο αντίληψης του σύγχρονου κόσμου έχουν τις βάσεις τους σε εκείνη την περίοδο. Η Γαλλική Επανάσταση, η πτώση των αυτοκρατοριών και η άνοδος νέων κρατών (συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδος) μέσω του εθνικισμού, το ρομαντικό κίνημα, η έντονη βιομηχανοποίηση και αστικοποίηση είναι μερικά δείγματα των δυνάμεων που συνυπάρχουν -και όχι απαραίτητα ανταγωνίζονται- στον αιώνα αυτόν. Στο παρόν άρθρο θα περιοριστούμε στην ανάλυση της σχέσης του ρομαντικού με το εθνικό ιδεώδες, δύο έννοιες που συχνά φαίνονται, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, αντιφατικές.
Το λεγόμενο ρομαντικό κίνημα έχει τις ρίζες του στη Γαλλική Επανάσταση. Χαρακτηρίζεται έντονα από το αίσθημα της ατομικότητας, της ελευθερίας έκφρασης, της φαντασίας και του συναισθήματος. Οι δημιουργοί εμπνέονται από τον μεσαίωνα που πλέον δεν φαντάζει σκοτεινός, αλλά ένας τόπος μεταξύ πραγματικότητας και μύθου, και τη φύση που αποτελεί για αυτούς την εσωτερική αναζήτηση και την παρηγοριά από τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Σημαντική πηγή έμπνευσης αποτελεί το και ο εξωτισμός (γνωστός και ως οριενταλισμός), με όλο το μυστήριο και περίεργο που το συνοδεύει, ενώ δεν λείπει ακόμα και το διαβολικό στοιχείο σε έργα όπως ο Φάουστ του Γιοχαν Βολφγκανγκ φον Γκαίτε.
Όσον αφορά τη μουσική, οι καινοτομίες που συμβαίνουν αυτήν την περίοδο είναι πολυάριθμες τόσο σε τεχνικά χαρακτηριστικά όσο και στην ίδια την αντίληψη της μουσικής τέχνης. Τα όργανα εξελίσσονται και αρχίσουν να παίρνουν τη μορφή που έχουν σήμερα, οι ορχήστρες αυξάνουν τον αριθμό των μελών τους, ενώ βελτιώνεται το «παικτικό» επίπεδο των μουσικών μέσω της εξειδίκευσης. Το ενδιαφέρον πλέον στρέφεται στην προσωπικότητα του καλλιτέχνη και στην ανάδειξη της ταυτότητας και της προσωπικής του έκφρασης. Το συναίσθημα επικρατεί έναντι του κάλλους μέσω της λογικής και του μέτρου με τις θεματολογίες για ανεκπλήρωτους και τραγικούς έρωτες να εμφανίζονται συχνά στις θεματολογίες των γερμανικών lied. Το έργο θεωρείται ως ένας αυτόνομος και αυτοτελής οργανισμός, δίχως την ανάγκη αναφοράς σε προηγούμενες μορφές.
Όλη αυτή η στροφή προς το κόσμου του αισθητού, εξυψώνει την τέχνη της μουσικής από την υποδεέστερη των τεχνών, στην υψηλότερη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως η μουσική είναι εκ φύσεως στερημένη συγκεκριμένου νοήματος. Επομένως μπορεί να εκφράσει, σύμφωνα με τη σκέψη της εποχής, καλύτερα τις βαθύτερες πνευματικές ανησυχίες και σκέψεις του ανθρώπου αντικατοπτρίζοντας έτσι αφιλτράριστα την ψυχή του. Ο Γερμανός φιλόσοφος Σοπενχάουερ, μάλιστα, έφτασε στο σημείο να αποκαλέσει τη μουσική ως οικουμενική γλώσσα και ο Χέγκελ ως την άμεση έκφραση της ανθρώπινης ψυχής, επειδή όπως ισχυρίζεται, οι αρχές που διέπουν τη μουσική είναι κοινές με αυτές της ψυχής.
Κατά τον 18ο αιώνα, οι ιδέες του Ρουσσώ για λαϊκή κυριαρχία και η ιδέα του πνεύματος του λαού του Έρντερ, όπου ταυτίζει το έθνος με την πολιτιστική κληρονομιά και τη γλώσσα του, δημιούργησαν τις βάσεις για αυτό που θα ονομαστεί αργότερα εθνικισμός. Όλες αυτές οι ιδέες εκφράστηκαν ιστορικά μέσω των επαναστάσεων στη Γαλλία, τους Ναπολεόντειους Πολέμους αλλά και τις εξεγέρσεις στην υπόλοιπη Ευρώπη το 1830 και 1848. Ο εθνικισμός στοχεύει στην αυτοδιάθεση της εθνικής ομάδας, η οποία είναι και η πηγή της πολιτικής της ισχύος. Αυτή η εθνική ομάδα, σύμφωνα με τις ιδέες του εθνικισμού του 19ου αιώνα, συνδέεται αναμεταξύ της μέσω διαφόρων κοινών χαρακτηριστικών όπως αυτά της γλώσσας, της φυλής, της θρησκείας και της λαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς, δηλαδή της κοινής ιστορίας, τα δημοτικά τραγούδια, τα παραμύθια, τον μύθο κ.λπ.
Όπως είναι λογικό, ένα πολιτικό και πολιτιστικό κίνημα με τέτοια δυναμική δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη τη μουσική δημιουργία. Δεν ήταν λίγοι οι μουσικοί οι οποίοι αξιοποίησαν τη λαϊκή πολιτιστική κληρονομιά προκειμένου να δώσουν στις δημιουργίες τους μία διακριτή μουσική ταυτότητα. Από τις γερμανικές όπερες του Βάγκνερ και τις ιταλικές του Βέρντι μέχρι τη χρήση ρυθμικών και αρμονικών χαρακτηριστικών των παραδοσιακών χορών από τον Καλομοίρη, η ιστορία της μουσικής είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα. Σε αυτό το σημείο αξίζει να παρατηρήσουμε πως όταν μιλάμε για εθνική μουσική ταυτότητα, αυτό δεν συνδέεται απαραίτητα με κάποια ιδιαίτερα συνθετική τεχνοτροπία. Σχετίζεται περισσότερο με την αποδοχή από το ακροατήριο ενός έργου και του δημιουργού του ως εθνικού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Ζαν-Μπατίστ Λυλί, ένας Ιταλός μουσικός ο οποίος έδρασε στη Γαλλία του 17ου αιώνα και θεωρήθηκε αργότερα ως εθνικός συνθέτης.
Ο εθνικισμός και η μουσική συνεργάζονται με τρόπο απροσδόκητο για τους σύγχρονους ανθρώπους. Αυτό γιατί ο εθνικισμός στη μουσική εκείνης της εποχής όχι απλά δεν σημαίνει την απομόνωση της μουσικής δημιουργίας αποκλειστικά σε εθνικά επίπεδα, αλλά αποτελεί μέσο για τη μετάβαση στην οικουμενικότητα. Είναι το εθνικό πνεύμα για τους συνθέτες της εποχής που επιτρέπει στον δημιουργό να είναι αυθεντικός, καθώς η εθνικότητα αποτελεί το θεμέλιο της ύπαρξης του και του τρόπου παρατήρησης του κόσμου.
Αν αναλογιστούμε, μάλιστα, την τάση για ανεξαρτητοποίηση των διάφορων εθνοτικών ομάδων εκείνη την περίοδο, δεν είναι παράλογο να σκεφτούμε την ανάγκη που υπήρχε για μουσική «υψηλού επιπέδου» που να αποτελεί εθνική παρακαταθήκη για τα νεοσυσταθέντα αυτά κράτη. Αυτή η ανάγκη είναι και η αιτία της δημιουργίας των εθνικών σχολών στην Ευρώπη, σε μία προσπάθεια αμφισβήτησης της γερμανικής, ιταλικής και γαλλικής πολιτισμικής κυριαρχίας.
Στην Ελλάδα, η πρώτη μουσική σχολή που σχετίζεται με εθνικά στοιχεία είναι αυτή των Επτανήσων, με εκπρόσωπο τον Νικόλαο Μάντζαρο (συνθέτη του Εθνικού μας ύμνου). Εκεί θα γραφτούν οι πρώτες όπερες με εθνικά στοιχεία, όπως ο Μάρκος Μπότσαρης του Παύλου Καρρέρ (1858) που θα παιχτεί το 1861 στην Πάτρα. Στα έργα αυτά υπάρχει ισχυρό το αίτημα της εθνικής ανεξαρτησίας και ολοκλήρωσης, καθώς τα Επτάνησα βρίσκονταν υπό βρετανική κυριαρχία μέχρι το 1864. Στην πραγματικότητα όμως, αυτό που θα ονομαστεί Ελληνική Εθνική Σχολή, θα πάρει τη μορφή που είχαν οι υπόλοιπες σχολές της Ευρώπης στις αρχές του 20ου αιώνα, όπου οι συζητήσεις περί ελληνικότητας θα γίνουν τακτικές. Τότε θα τεθούν οι βάσεις της σύγχρονης νεοελληνικής έντεχνης δημιουργίας. Οι συγκρούσεις για τη χρήση δημοτικής γλώσσας ή καθαρεύουσας θα είναι έντονες, αλλά η υποστήριξή της από διανοητές και καλλιτέχνες, ανάμεσα τους και ο Μ. Καλομοίρης που αντιλαμβάνεται την παράδοση ως ζωντανή τεκμηρίωση του παρόντος, θα καταστήσουν την πρώτη κυρίαρχη.
Συνοψίζοντας, ο εθνικισμός και η μουσική φαίνεται να συνδιαλέγονται συνεχώς και με ποικίλους τρόπους μέσα στους αιώνες. Εάν ο συσχετισμός τους παρήγαγε ευεργετικά αποτελέσματα ή όχι, αυτό είναι κάτι που αφορά την εκάστοτε κοινωνία και το χρονικό πλαίσιο στο οποίο εκτυλίσσεται το φαινόμενο. Πράγματι, έχουμε παρατηρήσει, ουκ ολίγες φορές, τις διάφορες ιδέες να αξιοποιούνται ως αφετηρία δημιουργικών συζητήσεων και απελευθερωτικών αγώνων, αλλά και να χρησιμοποιούνται ως μέσο επιβολής και καταπίεσης. Αυτό, όμως, σπανίως αποτελεί ασφαλές κριτήριο για την ορθή αξιολόγηση της ιδέας καθ’ αυτής, καθώς η αξιοποίηση της υπόκειται στις διαθέσεις των ανθρώπων που την ασπάζονται.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Αναστασία Α. Σιώψη, Η μουσική στην Ευρώπη του δέκατου ένατου αιώνα, Αθήνα 2005, Εκδόσεις Τυπωθήτω-Γιώργος Δάρδανος.
- Καίτη Ρωμανού, Έντεχνη ελληνική μουσική στους νεότερους χρόνους, Αθήνα 2006, Εκδόσεις Κουλτούρα.