Της Αντωνίας Αποστόλου,
Εβδομήντα εννέα χρόνια πριν, στις 9 Αυγούστου 1945, στα πλαίσια ακόμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για τις εκτός Ευρώπης χώρες, έληξε το τριήμερο των βομβιστικών επιθέσεων στην Ιαπωνία από τις αμερικανικές δυνάμεις. Η Αμερική ήταν η πρώτη χώρα παγκοσμίως που διέθετε πυρηνικές βόμβες, τις οποίες δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει με στόχο την λήξη του Πολέμου. Στις 6 Αυγούστου 1945, ξεκίνησε η ρίψη των ατομικών βομβών, υπεύθυνες για τον θάνατο πολλών εκατομμυρίων Ιαπώνων που κατοικούσαν στις πόλεις της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι.
Στις 4:30 π.μ. (τοπική ώρα Δυτικού Ειρηνικού), ένα «Ιπτάμενο Υπερφρούριο Μπόιγκ Β-29» με την ονομασία “Enola Gay”, βρισκόταν σε ύψος μικρότερο από 2.000 μέτρα πάνω από την «Αυτοκρατορία του Ανατέλλοντος Ηλίου». Το “Enola Gay” ήταν ένα από τα 3.970 τετρακινητήρια Β-29 τεραστίων διαστάσεων, κατασκευασμένα από την εταιρία «Μπόιγκ», για λογαριασμό της Αμερικανικής Αεροπορίας (U.S.A.A.F.). Η Αμερική είχε ως κύριο στόχο την απόκτηση της ικανότητας πλήξης και αποτέφρωσης όσο το δυνατόν περισσότερων κατοικήσιμων περιοχών στην Ιαπωνία. Το Τόκιο, η Οζάκα, η Ναγκόγια κι άλλα νευραλγικά κέντρα της χώρας είχαν ήδη καταστραφεί ολοσχερώς από τις καταιγιστικές επιθέσεις των Β-29.
Το καλοκαίρι του 1945, ο πόλεμος είχε κατά κάποιο τρόπο αποκλιμακωθεί στην Ευρώπη, με τους Συμμάχους να προελαύνουν στον Ειρηνικό Ωκεανό. Όλα έδειχναν πως ο πόλεμος έφτανε στο τέλος του, ωστόσο η μιλιταριστική Ιαπωνία αρνήθηκε να παραδοθεί. Ο Αμερικανός Πρόεδρος Χάρι Τρούμαν ήταν ανήσυχος για την στρατιωτική εξέλιξη των πραγμάτων στην Οκινάβα, κατά την κατάληψη της οποίας, στις 22 Ιουνίου 1945, είχαν χάσει την ζωή τους περίπου 12 χιλιάδες στρατιώτες και άλλοι 38 χιλιάδες είχαν τραυματιστεί κατά την διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Όλα αυτά δημιούργησαν στις ΗΠΑ τον φόβο για έναν μακροχρόνιο πόλεμο που θα συνοδευόταν από πολλές χιλιάδες θυμάτων και πολλών περισσότερων τραυματισμών εάν ο συμμαχικός στόλος αποβιβαζόταν στα κύρια νησιά της Ιαπωνίας, στα οποία βρίσκονταν σταθμευμένοι περίπου 2 εκατομμύρια στρατιώτες.
Η λύση που έδωσε τέλος σε αυτήν την ανησυχία προήλθε από τον στρατηγό Καρλ Σπότς ο οποίος είχε το αξίωμα του αρχηγού της αεροπορίας του Ειρηνικού. Η λύση που προσέφερε αφορούσε την ρίψη ατομικής βόμβας πάνω από μία ιαπωνική πόλη με μεγάλο αριθμό κατοίκων. Η πρόταση Σποτς έβρισκε σύμφωνο και τον στρατηγό Ντάγκλας Μακάρθουρ που κατείχε το γενικό πρόσταγμα στις επιχειρήσεις του Ειρηνικού.
Μετά τον «λευκό καπνό» από την αμερικανική ηγεσία για την κίνηση αυτή, το αμέσως επόμενο στο οποίο προσχώρησαν οι στρατηγοί ήταν η επιλογή της πόλης στην οποία θα επέλθει ο πυρηνικός όλεθρος. Η πόλη που επιλέχθηκε ήταν η Χιροσίμα βρισκόμενη στο νότιο άκρο του Χόνσου, ενός από τα μητροπολιτικά νησιά της Ιαπωνίας. Την αποστολή αυτή την ανέλαβε ο σμηναγός Πολ Τίμπετς που είχε εκπαιδευτεί ειδικά για αυτό τον σκοπό. Καθοδήγησε το “Enola Gay” πάνω από την πόλη της Χιροσίμα και στις πρώτες ώρες της εφιαλτικής εκείνης μέρας, απελευθέρωσε την βόμβα ουρανίου η οποία έσκασε 600 μέτρα πάνω από τις κατοικίες.
Με την έκρηξη της βόμβας ελευθερώθηκε και μία φωτεινή λάμψη που τύφλωσε το πλήρωμα του “Enola Gay” και πάνω από το σημείο της έκρηξης σχηματίστηκε ένα κόκκινο νεφέλωμα σε σχήμα που παρέπεμπε σε μανιτάρι. Το ωστικό κύμα που ακολούθησε την έκρηξη, συνδυαζόμενο με την αυξημένη θερμότητα κατέστρεψε τα πάντα σε έκταση 11 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Ήταν η πρώτη φορά στην Ιστορία που μία μόνο βόμβα ήταν υπαίτια για μία τόσο μεγάλη καταστροφή και για τόσους πολλούς θανάτους και τραυματισμούς.
Πιο συγκεκριμένα, ο αριθμός των θυμάτων που σκοτώθηκαν ακαριαία από την πυρηνική βόμβα στην Χιροσίμα ανερχόταν περίπου στους 20 χιλιάδες στρατιώτες και 78 χιλιάδες αμάχους. Οι αγνοούμενοι ήταν παραπάνω από 13 χιλιάδες και οι τραυματισμένοι 10 χιλιάδες. Ωστόσο, για τους επιζήσαντες η ζωή μετά δεν ήταν εύκολη καθώς πολλοί έχασαν την οικογένειά τους και πολλές ακόμα χιλιάδες ανθρώπων πέθαναν από καρκίνους.
Η ηγεσία της Ιαπωνίας δεν αντιλήφθηκε την σοβαρότητα της κατάστασης και συνέχισε ακάθεκτη τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Στο διπλωματικό επίπεδο, το Τόκυο ζήτησε, στις 8 Αυγούστου 1945, την υποστήριξη της Μόσχας με αυτήν να αρνείται κατηγορηματικά. Μάλιστα ο Στάλιν, ενήμερος για τις επόμενες κινήσεις των Αμερικανών, της κήρυξε τον πόλεμο, με τον σοβιετικό στρατό να εισβάλει στην Μαντζουρία.
Οι Αμερικανοί ανυπομονούσαν να τελειώσει ο πόλεμος. Έτσι, στις 12 το μεσημέρι έριξαν μία δεύτερη βόμβα, αυτήν την φορά στην πόλη του Ναγκασάκι. Κι αυτή την φορά η πόλη καταστράφηκε ολοσχερώς. Οι νεκροί αριθμούνται στους 36 χιλιάδες και οι τραυματισμένοι στους 40 χιλιάδες. Το ωστικό κύμα που ακολούθησε την έκρηξη ισοπέδωσε την πόλη σε ακτίνα 5 τετραγωνικών χιλιομέτρων.
Μετά από την ρίψη της δεύτερης ατομικής βόμβας, η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Ιαπωνίας αντιλήφθηκε το μέγεθος της καταστροφής και κατανόησε την αδυναμία της για την συνέχιση του πολέμου. Στις 10 Αυγούστου ξεκίνησαν οι διαδικασίες για την παράδοση της χώρας οι οποίες ολοκληρώθηκαν στις 2 Σεπτεμβρίου 1945, Η επίσημη τελετή επί του πολεμικού «Μιζούρι» σήμανε το τέλος του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Η ρίψη της πρώτης ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και της δεύτερης στο Ναγκασάκι, sansimera.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Giorgio Bonacina (1973), Τα Φοβερά Ντοκουμέντα, Η Ατομική Βόμβα Της Χιροσίμα, Αθήνα: Mondadori – Φυτράκης