7.2 C
Athens
Τετάρτη, 15 Ιανουαρίου, 2025
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΟ αντιρρησίας συνείδησης υπό το πρίσμα της καταλογιστής πράξης στον Στρατιωτικό Ποινικό...

Ο αντιρρησίας συνείδησης υπό το πρίσμα της καταλογιστής πράξης στον Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα


Της Βασιλικής Χαραλάμπους,

Στη χώρα μας το πρόβλημα του αντιρρησία συνείδησης αφορούσε καταρχήν τους μάρτυρες του Ιεχωβά. Με βάση την παλαιότερη νομολογία, η ποινή τους ήταν αρκετά υψηλή, ενώ μετά την έκτισή τους καλούνταν και πάλι για δεύτερη, τρίτη ή ακόμη και τέταρτη φορά και καταδικάζονταν ξανά για ανυπακοή, αν ενέμεναν στην αντίρρησή τους. Μεγαλύτερη βαρύτητα εξάλλου φαινόταν να δίνεται όχι στην ίδια τη βλαπτόμενη πράξη, όσο στην παραδοσιακά θεμελιωμένη αντίληψη της κοινωνίας για το πρότυπο του αντιρρησία και το επακόλουθο αποκαλυπτόμενο φρόνημα του δράστη.

Το γεγονός αυτό δε μπορούσε παρά να οδηγεί σε πολυετείς καθείρξεις και αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων. Σήμερα τα πράγματα έχουν ευτυχώς αλλάξει, καθώς πλέον επιβάλλονται τα κατώτερα όρια της φυλάκισης και ο αντιρρησίας συνείδησης δεν αφορά πλέον μόνο τους μάρτυρες του Ιεχωβά. Η νομολογιακή και νομοθετική μεταστροφή οδήγησαν στην αλλαγή του πλαισίου για τους αντιρρησίες συνείδησης· το ερώτημα όμως το οποίο φαίνεται να αιωρείται ακόμη είναι, αν και μετά την αλλαγή αυτή, συνεχιζόταν το ζήτημα της ποινικής διευθέτησης της άρνησης στρατεύσεως.

Τα τελευταία χρόνια η νομολογιακή πρακτική εγκαταλείπει την αυστηρή ποινή του αντιρρησία και την συνακόλουθη εκφοβιστική λειτουργία που αυτή είχε παλαιότερα και οδεύει προς την κατεύθυνση μιας άλλης θητείας. Οι ποινές, λοιπόν, της ανυπακοής αρχίζουν να αποκλιμακώνονται, ενώ σταδιακά δεν επιβάλλεται και η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων. Στην μεταστροφή αυτή, θεμελιώδη ρόλο αποτέλεσε ο ν. 731/1977 σε συνδυασμό με την μεταστροφή της κοινωνίας και των παλαιότερων αντιλήψεων σχετικά με τους αντιρρησίες συνείδησης. Ο ανωτέρω νόμος δίνει την δυνατότητα σε πρόσωπα που επικαλούνται θρησκευτικά κίνητρα να εκπληρώσουν μια στρατιωτική θητεία άνευ όπλων και διπλής διάρκειας από την κανονική θητεία, ενώ φαίνεται να αφήνει αρρύθμιστο τον παράγοντα της μη θέλησης εκτέλεσης και αυτής της άλλης θητείας για λόγους συνείδησης.

Στη νομοθετική μεταστροφή και την ψήφιση του νόμου, ιδιαίτερο ρόλο διαδραμάτισε η πίεση των διεθνών οργανώσεων και ιδίως του Συμβουλίου της Ευρώπης, που προκάλεσε και την εσπευσμένη ψήφιση του ν. 731/1977. Στην ουσία, ο ανωτέρω νόμος καθιέρωνε μόνο για τους θρησκευτικούς αντιρρησίες την άοπλη θητεία, τακτοποιούσε ποινικά όσους μετά την έναρξη του νόμου εξέτιαν ποινές για το έγκλημα της ανυπακοής, και προέβλεπε ότι όσοι καταδικάζονταν στο μέλλον για άρνηση εκτέλεσης και της άοπλης θητείας, λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων, και εκτίουν ποινή ίση προς την εκάστοτε διάρκεια της άοπλης θητείας εξαιρούνταν από την υποχρέωση θητείας ή εκγυμνάσεως, δηλαδή οι περισσότεροι αντιρρησίες εξέτιαν το μεγαλύτερο μέρος των ποινών τους σε αγροτικές φυλακές, όπου και ο χρόνος —όπως είναι γνωστό— υπολογίζεται ως διπλάσιος.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Pixabay

Οι ρυθμίσεις αυτές διατηρήθηκαν και στον προϊσχύσαντα στρατολογικό νόμο 1763/1988, με την προσθήκη ότι καθιερώθηκε η διπλή άοπλη θητεία και για όσους δεν επιθυμούσαν να φέρουν όπλα λόγω ιδεολογικών πεποιθήσεων, στην εκπλήρωση της προβλεπόμενης εφεδρικής υποχρέωσης και τέλος στη δυνατότητα του Υπουργού Εθνικής Άμυνας να καταργεί την παροχή διπλής άοπλης στρατιωτικής θητείας εν καιρώ γενικής επιστράτευσης. Ήδη ψηφίσθηκε ο ν. 2510/1997, ο οποίος αναγνώρισε την δυνατότητα προσφοράς πολιτικής υπηρεσίας από τους αντιρρησίες συνείδησης.

Τι συμβαίνει, όμως, με την άρνηση του αντιρρησία συνείδησης υπό το πρίσμα της καταλογιστής πράξης; Αρκετές απόψεις διαμορφώθηκαν επί του θέματος τόσο σε ελληνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, ιδίως αναφορικά με το ιδεολογικό πλαίσιο που συνέβαλε στον επανακαθορισμό του ζητήματος.

Ένας από τους πρώτους που προβληματίστηκαν επί του ζητήματος ήταν ο Radbruch, ο οποίος απέδωσε στον «δράστη εκ πεποιθήσεως» την ιδιαιτερότητα του «άλλως σκεπτόμενου» και γι’ αυτό πρότεινε και την ηπιότερη ποινή, με το σκεπτικό ότι πρόκειται για «έναν αιχμάλωτο πολέμου σε έναν εσωτερικό πόλεμο». Ακολούθως, ο Peters διέκρινε ανάμεσα στον «δράστη εκ πεποιθήσεως» και στον «δράστη για συνειδησιακούς λόγους» με τη διαφορά ότι η στάση του τελευταίου είναι «μια μαρτυρία της συνείδησής του». Υποστηρίζει, λοιπόν, την αναγνώριση ενός λόγου άρσης του αδίκου στο πρόσωπό του και αποδέχεται τη δυνατότητα αποκλεισμού της ενοχής, ενώ σε σχέση με τους μάρτυρες του Ιεχωβά δέχεται τον αποκλεισμό του άδικου χαρακτήρα της άρσης στρατεύσεως.

Ακολούθως, οι Bopp και Godan τείνουν στην άποψη αναγνώρισης στο πρόσωπο του αντιρρησία συνείδησης ενός λόγου συγγνώμης. Όπως καθίσταται προφανές, οι ανωτέρω φαίνεται να δίνουν περισσότερο προβάδισμα στην συνειδησιακή απόφαση του ατόμου σε ένα καθαρά φιλοσοφικό επίπεδο και γι’ αυτό και οι απόψεις αυτές έχουν κριθεί ότι υπερβαίνουν κάποιες βασικές αρχές του ποινικού δικαίου. Διατυπώθηκαν βέβαια κι άλλες απόψεις οι οποίες επικεντρώθηκαν κυρίως στο επίπεδο της επιμέτρησης της ποινής ή πρότειναν μια ειδική ποινή χωρίς αποδοκιμαστικό χαρακτήρα. Συνεχίζοντας, μια άλλη άποψη προκρίνει την ιδέα της νομικής πλάνης του αντιρρησία, καθώς αυτός αποκλίνει είτε γιατί πιστεύει ότι μπορεί να παρεκκλίνει και να προσβάλει το έννομο αγαθό είτε διότι πιστεύει ότι δικαιούται να το προσβάλει με βάση μια εσφαλμένη δική του θεώρηση.

Αντίθετη στη νομική πλάνη είναι μια άλλη άποψη, σύμφωνα με τη οποία ο δράστης γνωρίζει ότι η άρνησή του είναι άδικη, αλλά εμμένει σε αυτή καθώς τοποθετεί πάνω από το θετικό δίκαιο μια δική του ηθική, κοινωνική, θρησκευτική αναγκαιότητα. Τέλος, διατυπώθηκε και η άποψη περί σύγκρουσης καθηκόντων μεταξύ εκείνου της υποχρεωτικής στράτευσης και ενός ηθικού, θρησκευτικού, ιδεολογικού, πολιτικού καθήκοντος του δράστη. Υπό τη μορφή αυτή, η σύγκρουση καθηκόντων με τη μορφή της υποκειμενικής κατάστασης ανάγκης βρίσκεται στα όρια του αδίκου και του καταλογισμού· σε κάθε περίπτωση όμως είναι φανερό πως πρόκειται για ένα ηθικό δίλημμα πάνω σε ένα πρόβλημα νομικά λυμένο, που δεν ενδιαφέρει ούτε τον άδικο χαρακτήρα ούτε τον καταλογισμό.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Ignacio Palés

Ποια λύση, όμως, θα πρέπει να προκριθεί;

Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να τονισθεί ότι η έννομη τάξη οφείλει να σέβεται τη στάση των αντιρρησιών συνείδησης ως θεμελιώδους προέκτασης του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης, χωρίς να οδηγεί σε καταπιεστικά συνειδησιακά αδιέξοδα. Για το λόγο αυτό έχει διατυπωθεί η εναλλακτική της κοινωνικής θητείας, σύμφωνα με την οποία ο τρόπος αυτός είναι μια εναλλακτική προσφορά στη κοινωνία κι όχι μια επιβεβλημένη ποινή, εστιάζοντας σε δύο παραμέτρους: ότι η εναλλακτική αυτή θητεία θα είναι κοινωνικά χρήσιμη χωρίς ταυτόχρονα να παραβιάζεται η αρχή της ισότητας στη θητεία.

Η άποψη αυτή ωστόσο βρήκε αντίλογο, ιδίως με την υπ. αριθμ. 669/1991 απόφαση της Γνωμοδοτικής Ολομέλειας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που έκρινε ότι η εναλλακτική καθιέρωση της κοινωνικής θητείας αντίκειται στο Σύνταγμα. Αξιοσημείωτη είναι δε και η πρόσφατη απόφαση 2262-4/2023 του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία έκρινε ότι για την απαλλαγή από την στρατιωτική θητεία των αντιρρησιών συνείδησης κριτήριο αποτελεί το ηθικά αφόρητο κάθε βίας και ότι αρκούν ειλικρινείς ιδεολογικοί λόγοι, χωρίς ένταξη σε ορισμένο σχήμα ή διενέργεια πράξεων. Έκρινε, επίσης, ανεκτή την εναλλακτική θητεία μεγαλύτερη της στρατιωτικής.

Το ζήτημα είναι πολυσύνθετο και πλήθος απόψεων και θεωριών έχουν διατυπωθεί επ’ αυτού. Εκείνο που θα πρέπει να επισημανθεί είναι ότι αναφορικά με τον αντιρρησία συνείδησης, εμφανίζεται μια σύγκρουση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στο πρόσωπό του, γεγονός που καθιστά και τη μεταχείριση του ζητήματος αρκετά αμφιλεγόμενη. Σήμερα, ο ίδιος ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας δίνει τη δυνατότητα της εναλλακτικής κοινωνικής θητείας, δε θα πρέπει όμως αυτή η εναλλακτική ούτε να συγχέεται ούτε και να οδηγεί σε μια υπεκφυγή της στρατιωτικής υποχρέωσης για λόγους που δε σχετίζονται με τη συνείδηση του αντιρρησία.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Αδάμ Χ. Παπαδαμάκης, Στρατιωτικό ποινικό δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Ε’ έκδοση.
  • Αντιρρησίες συνείδησης: Αρκούν ειλικρινείς ιδεολογικοί λόγοι χωρίς ένταξη σε ορισμένο σχήμα ή διενέργεια πράξεων (ΣτΕ 2262-4/2023), lawspot.gr. Διαθέσιμο εδώ.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βασιλική Χαραλάμπους
Βασιλική Χαραλάμπους
Είναι επί πτυχίω φοιτήτρια της Νομικής Σχολής Αθηνών. Θα ήθελε να ασχοληθεί με τη μάχιμη δικηγορία και βρίσκει ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τον τομέα του ποινικού δικαίου. Στον ελεύθερό της χρόνο της αρέσει πολύ να διαβάζει βιβλία Ψυχολογίας και Φιλοσοφίας, ενώ έχει και μια ιδιαίτερη αδυναμία στον Φρόυντ και τον Ντοστογιέφσκι. Μιλάει αγγλικά, γερμανικά και λίγα ισπανικά.