Του Ορέστη Παπαδημητρίου,
Στην αρχαιότητα, οι μακρινές βόρειες χώρες ήταν ελάχιστα κατανοητές. Πολλά από αυτά που ήταν γνωστά πέρα από τη Μεσόγειο προέρχονταν από το εμπόριο και τους εμπόρους, οι οποίοι αντάλλασσαν αγαθά μεταξύ μακρινών περιοχών. Πολύτιμα αγαθά όπως ο κασσίτερος, για παράδειγμα, έφταναν από τα Βρετανικά Νησιά. Κατά μήκος της ακτής του Ατλαντικού, μέσω μιας σειράς ενδιάμεσων σταθμών, κατέληγαν στο οικοσύστημα της Μεσογείου. Έτσι, πολλοί άνθρωποι άρχισαν να προωθούνται στα μήκη και τα πλάτη των θαλάσσιων αυτών εμπορικών δικτύων για να αποκτήσουν οικονομικό πλεονέκτημα.
Έτσι, ομάδες όπως οι Έλληνες και οι Φοίνικες εξαπλώθηκαν στη δυτική Μεσόγειο. Ο Ιμίλκων (Chimilkât) της Καρχηδόνας ξεκίνησε μία τέτοια αποστολή πέρα από τις Στήλες του Ηρακλή(Στενού του Γιβραλτάρ), η οποία ίσως έφτασε μέχρι τη Βρετάνη. Χάρη σε αυτό και σε άλλα ταξίδια, διαδίδονταν συναρπαστικές φήμες για το τι βρισκόταν στον μακρινό βορρά. Ο Ηρόδοτος, όπως πάντα, μας αφήνει μερικές ιδέες για το τι βρισκόταν σε αυτή την «άγνωστη γη». Για παράδειγμα, αναφέρει ότι υπήρχε το μυστηριώδες νησί των Κασσιτερίδων από όπου προερχόταν ο κασσίτερος. Μιλά περαιτέρω για διάφορους μυθικούς λαούς του βορρά, όπως οι «Υπερβόρειοι», για τους οποίους άλλοι περιγράφουν ότι ζούσαν ειδυλλιακές ζωές στη γη του μεσονυχτίου ήλιου. Όσον αφορά τη γεωγραφία, ο Διόδωρος Σικελιώτης διασώζει την ακόλουθη περιγραφή από τον Ηκαίδιο της Άβδηρας: «Στις περιοχές πέρα από τη χώρα των Κελτών, υπάρχει στον ωκεανό ένα νησί όχι μικρότερο από τη Σικελία. Αυτό το νησί, βρίσκεται στον βορρά. Κατοικείται από τους Υπερβόρειους, που ονομάζονται έτσι επειδή το σπίτι τους είναι πέρα από το σημείο από όπου πνέει ο βόρειος άνεμος Βορέας, και το νησί είναι γόνιμο και παράγει κάθε είδους καλλιέργεια και έχει ένα ασυνήθιστα ήπιο κλίμα».
Η ιστορία μας σήμερα θα επικεντρωθεί στην αποστολή του Πυθέα από τη Μασσαλία τον 4ο αιώνα π.Χ. Δυστυχώς, γνωρίζουμε πολύ λίγα για το παρασκήνιο του Πυθέα, και παρόλο που φέρεται να έγραψε έναν απολογισμό του ταξιδιού του με τίτλο «Περί Ωκεανού», καμία εκδοχή δεν διασώζεται, μας έχουν μείνει τα αποσπάσματα και οι περιλήψεις του έργου του που έγιναν από αρχαίους ιστορικούς όπως ο Στράβων, ο Πλίνιος και ο Διόδωρος. Από αυτούς μπορούμε να διακρίνουμε ότι ήταν γεωγράφος και αστρονόμος, γεννημένος γύρω στο 350 π.Χ. Ο Στράβων, επικαλούμενος τον Πολύβιο, ισχυρίζεται ότι ο Πυθέας ήταν φτωχός ιδιώτης και απίθανο να έκανε το ταξίδι μόνος του. Αυτό έχει οδηγήσει μερικούς να υποθέσουν ότι οι έμποροι ή η κυβέρνηση της Μασσαλίας μπορεί να χορήγησαν την αποστολή και να τον τοποθέτησαν επικεφαλής. Δυστυχώς, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την προέλευση της αποστολής, ούτε για το ποιο πλοίο ή το πλήρωμα συμμετείχαν. Βέβαια, υπολογίζεται ότι θα είχε πλήρωμα περίπου δώδεκα ανδρών Άλλες θεωρίες υποθέτουν ότι ο Πυθέας μπορεί να ταξίδευε με τα πόδια με τη βοήθεια των κελτικών σκαφών για τις διαβάσεις νερού όταν χρειάζονταν. Θα υποθέσουμε ότι το ταξίδι έγινε κυρίως δια θαλάσσης χρησιμοποιώντας ένα ελληνικό πλοίο που ξεκίνησε από κάπου γύρω από τη Μασσαλία.
Όταν απέπλευσε, πιθανώς γύρω στο 330 π.Χ., το πλοίο και το πλήρωμά του θα είχαν κατευθυνθεί δυτικά κατά μήκος της ακτής της Ιβηρίας προς τις Στήλες του Ηρακλή. Αυτή η πλευρά της Μεσογείου ελεγχόταν από τους Καρχηδόνιους, οι οποίοι φέρονται να επιτηρούσαν την πρόσβαση στον Ατλαντικό. Για να περάσει, ο Πυθέας μπορεί να χρειάστηκε να ζητήσει άδεια από τους Φοίνικες ή απλά να περάσει κρυφά κατά μήκος της ακτής τη νύχτα. Μόλις πέρασε αυτό το σημείο ελέγχου, θα είχε ξεκινήσει το μακρύ ταξίδι προς βορρά. Όσο πιο βόρεια πήγαιναν, τόσο πιο ξένες γίνονταν οι γαίες και σε κάποιο σημείο, οι μεταφραστές που είχε φέρει μαζί του θα έχανε την αποτελεσματικότητά τους καθώς έχαναν επαφή με τον γνωστό κόσμο. Τελικά, η αποστολή έφτασε στις βόρειες περιοχές της Γαλατίας, φτάνοντας στη σύγχρονη Βρετάνη. Από εκεί, ο Πυθέας φέρεται να έκανε τη διάβαση σε έναν τόπο που ονομάζεται Βαλερίων, σημερινό Μπόρνμουθ. Ήταν γύρω από αυτήν την περιοχή που άρχισε να κάνει κάθε είδους αναφορές που αφορούσαν την αστρονομία, γεωγραφία, βιολογία, ωκεανογραφία και εθνολογία. Ίσως το πιο σημαντικό είναι η ιδέα ότι ο Πυθέας ήταν ο πρώτος που ονόμασε την περιοχή PRETANIKH, που προέρχεται από την κελτική λέξη “PRITANI”, που σήμαινε κάτι σαν τους ζωγραφισμένους ανθρώπους ή τους ανθρώπους με τατουάζ. Το όνομα τελικά θα μεταμορφωνόταν λόγω της παράδοσης της κελτικής γλώσσας Π αντί Β και θα γινόταν «ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ» (Βρετανία).
Ο Διόδωρος Σικελιώτης (80-20 π.Χ.) παραθέτει εκτενώς τον Πυθέα στην περιγραφή του για τους Βρετανούς λέγοντας τα εξής: «Το νησί της Βρετανίας είναι πυκνοκατοικημένο. Οι άνθρωποι κυβερνώνται από πολλούς βασιλείς και αριστοκράτες. Ζουν σε σπίτια από καλάμια ή ξύλο. Είναι απλοί στους τρόπους και ικανοποιούνται με απλή τροφή και αποθηκεύουν το σιτάρι τους σε αποθήκες λόγω του κλίματος. Τέλος, υπάρχει ένα νησί που ονομάζεται Μίκτις/Ικτις (Ictis), το οποίο βρίσκεται σε έξι ημέρες πλεύσης από τη Βρετανία, όπου βρίσκεται ο κασσίτερος».
Δεν είναι ξεκάθαρο πόσο καιρό παρέμεινε η αποστολή σε αυτές τις νότιες περιοχές. Τελικά, όμως, αναγκάστηκαν να συνεχίσουν την πλεύση τους, πιθανότατα περνώντας γύρω από τη δυτική Βρετανία και συνεχίζοντας προς τα βόρεια κατά μήκος της ακτής της σύγχρονης Ουαλίας, κάνοντας γεωγραφικές και αστρονομικές έρευνες στην περιοχή. Είναι από αυτές τις σημειώσεις που αργότερα οι ιστορικοί θα προσπαθούσαν να υπολογίσουν το πραγματικό μέγεθος της Βρετανίας. Στη συνέχεια, ο Πυθέας συνέχισε να πλέει κατά μήκος της δυτικής ακτής της Καληδονίας, ή της σύγχρονης Σκωτίας, περνώντας μεταξύ των Εβρίδων. Αναφέρει τότε την ύπαρξη των νησιών Όρκάδες. Πιθανότατα επρόκειτο για τα νησιά Όρκνεϊ.
Ωστόσο, το επόμενο στάδιο του ταξιδιού αποδεικνύεται ακόμη πιο απίστευτο. Ο Πυθέας αναφέρει ότι έπλευσαν πέρα από το νησί για έξι ημέρες, τελικά συναντώντας μια χερσόνησο που ονόμασε Θούλη(Thule). Πού ακριβώς βρισκόταν αυτή έχει προβληματίσει τους μελετητές έκτοτε. Με βάση όσα αναφέρθηκαν, υπάρχει μόνο ένα περίπου γεωγραφικό πλάτος, χωρίς γεωγραφικό μήκος για να μας πει εάν η αποστολή έπλευσε δυτικά ή ανατολικά. Έχει γίνει έντονη συζήτηση σχετικά με την τοποθεσία της Θούλης του Πυθέα. Οι υποψήφιες περιοχές περιλαμβάνουν τα νησιά Σέτλαντ, τα νησιά Φερόε, την Ισλανδία και τη Νορβηγία.
Μια δήλωση του Γέμινου της Ρόδου (10 π.Χ.-60) από το έργο «Περί Ωκεανού» λέει τα εξής: «Οι βάρβαροι μας έδειξαν τον τόπο όπου ο ήλιος πηγαίνει να αναπαυθεί, διότι σε αυτά τα μέρη οι νύχτες ήταν πολύ σύντομες, σε ορισμένα μέρη δύο, σε άλλα τρεις ώρες, έτσι ώστε ο ήλιος να ανατέλλει ξανά λίγο μετά τη δύση του.» Αυτή η παρατήρηση συμβαδίζει με τα μεταγενέστερα γραπτά του Πλίνιου, ο οποίος δηλώνει: «Τελευταίο από όλα αυτά που αναφέρθηκαν είναι η Θούλη, όπου, όπως έχω πει, δεν υπάρχουν νύχτες κατά τη διάρκεια του ηλιοστασίου όταν ο ήλιος περνάει από τον αστερισμό του Καρκίνο, και επίσης δεν υπάρχουν ημέρες κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο. Μερικοί πιστεύουν ότι αυτό ισχύει για έξι συνεχόμενους μήνες».
Αν δεχθούμε ότι ο Πυθέας πραγματικά έκανε αυτές τις παρατηρήσεις προσωπικά, τότε η αποστολή του θα είχε φτάσει εξαιρετικά βόρεια. Ο Πυθέας ισχυρίζεται ότι μια ημέρα ταξιδιού βόρεια της Θούλης θα έφτανε στην «παγωμένη θάλασσα». Είναι εδώ που, «ούτε η γη, ούτε το νερό, ούτε ο αέρας υπάρχουν ξεχωριστά, αλλά μια είδους σύμπτυξη όλων αυτών, που μοιάζει με μια θάλασσα πνεύμονα στην οποία η γη, η θάλασσα και όλα τα πράγματα αιωρούνται, σχηματίζοντας έτσι, κατά κάποιο τρόπο, έναν σύνδεσμο για να τα ενώσουν όλα μαζί». Η εμπειρία ενός ελληνικού πληρώματος σε τέτοιες ξένες συνθήκες πρέπει να ήταν αδιανόητη, καθώς ο παγετός δεν ήταν βιώσιμος γι’ αυτούς.
Σύντομα η αποστολή ξεκίνησε το μακρύ ταξίδι της επιστροφής. Και πάλι, η ακριβής τους διαδρομή είναι άγνωστη. Ο Πυθέας ισχυρίστηκε ότι είχε επισκεφτεί όλον τον Βορρά κατά τη διάρκεια του χρόνου του στο εξωτερικό και μπορεί να είχε γυρίσει από τη βορειοανατολική Ευρώπη. Εδώ υπάρχει μια ελκυστική ένδειξη που καταγράφηκε από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο στο έργο του «Φυσική Ιστορία». Ο Πυθέας είπε ότι οι Γοτθοι (Gutones), ένας λαός της Γερμανίας, κατοικούσαν στην ακτή του ωκεανού που ονομάζεται Μεντουνις (Metuonis), λογικά στο σημερινό Γκντανσκ της Πολωνίας. Και ότι με μια ημέρα πλεύσης από αυτή την περιοχή βρίσκεται το νησί Άβαλος, στις ακτές του οποίου το κεχριμπάρι εκβάλλεται από τα κύματα την άνοιξη. Επίσης, ότι οι κάτοικοι χρησιμοποιούν το κεχριμπάρι ως καύσιμο και το πουλούν στους γείτονές τους, τους Τεύτονες. Βάσει αυτού του αποσπάσματος, μερικοί πιστεύουν ότι ο Πυθέας έφτασε μέχρι τη Βαλτική, περνώντας από το νησί Χέλιγολαντ και επιστρέφοντας φτάνοντας στις εκβολές του ποταμού Βιστούλα, που υποτίθεται ότι ήταν το ακραίο σημείο της Γερμανίας πριν από τις απέραντες εκτάσεις της Σκυθίας (από την σημερινή Ρουμανία μέχρι το οροπέδιο Παμίρ) και το «Μεγάλο Άγνωστο».
Τελικά, το πλήρωμα του Πυθέα θα επιστρέψει στην πατρίδα τους στη Μασσαλία. Είναι κατά την περίοδο αυτή που ο Πυθέας πιθανότατα θα είχε αρχίσει να συντάσσει όλες τις σημειώσεις και τις σκέψεις του στο διάσημο έργο του «Περί Ωκεανού». Λίγο μετά την έκδοσή του, πιθανότατα γύρω στο 320 π.Χ., θα μαγνήτιζε πολλά ακροατήρια και θα έβλεπε ευρεία διανομή στον μεσογειακό κόσμο. Το «Περί Ωκεανού» θα διαβαζόταν, θα αντιγραφόταν και θα συζητιόταν από πολλούς και πιθανότατα ήταν ένας πολύτιμος θησαυρός της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Τελικά, θα παρέμενε η πιο λεπτομερής καταγραφή του τι υπήρχε στο μακρινό βορρά για σχεδόν 3 αιώνες μέχρι τις ρωμαϊκές κατακτήσεις.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Canliff Barry, Πυθέας: Ο Έλληνας εξερευνητής και θαλασσοπόρος, Αθήνα: εκδόσεις Γκοβόστης
- Συλλογικό έργο (2016), Πυθέας ο Μασσαλιώτης, Αρτεμίδωρος ο Εφέσιος, Αθήνα: εκδόσεις Κάκτος
- Μαργαρίτης Θανάσης (2000), Πυθέας ο Μασσαλιώτης – Ο Έλληνας θαλασσοπόρος, Αθήνα: εκδόσεις Σμυρνιωτάκης