Του Νίκου Λυκομήτρου,
Ο λιμός της Βεγγάλης είναι σημαντικό κομμάτι στη σύγχρονη ιστορία της Ινδίας. Έλαβε χώρα κυρίως το 1943, και ξεχωρίζει από άλλους λιμούς στο ότι προκλήθηκε όχι από κάποια ξηρασία ή από κάποια άλλη ταραχή, αλλά κυρίως λόγω οικονομικών πολιτικών και ορισμένες οικονομικές πολιτικές που είχαν ως αποτέλεσμα μέρος του ήδη αυξημένου πληθυσμού της Βεγγάλης να μην μπορεί βρει αρκετό φαγητό. Το 1943 η βροχή που έπεσε στην Βεγγάλη, η οποία είναι μια από τις σημαντικότερες επαρχίες της βρετανικής Ινδίας, ήταν αρκετή να ποτίσει τις καλλιέργειες. Όμως, τότε εξελισσόταν ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Τότε, η κυβέρνηση της Βρετανικής Ινδίας, ενδεικτικό της εκμετάλλευσης των αποικιών, η κυβέρνηση εξήγε σημαντικές ποσότητες τροφίμων σε άλλες αποικίες και μέτωπα του πολέμου, και σε συνδυασμό με την ιαπωνική απειλή στα ανατολικά, ο λιμός επιδεινώθηκε. Μεταξύ άλλων οι Βρετανοί κατέσχεταν εμπορεύματα από την Τσότογκραμ στην Βεγγάλη και άλλες περιοχές όπου περίμεναν ιαπωνική επίθεση μπλοκάροντας έτσι το παραδοσιακό, απλοϊκό εμπόριο που διεξήγαγαν πολλοί Βεγγαλέζοι για να επιβιώσουν.
Στην εκδήλωση του λιμού έπαιξε ρόλο και το ότι οι αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες, η στασιμότητα στην παραγωγή παρά την ταχεία άνοδο του πληθυσμού αλλά και οι πολιτικές που είχαν ως αποτέλεσμα την υπερχρέωση των αγροτών στους πιστωτές τους. Παράλληλα, παρά το γεγονός ότι ο πληθυσμός ήταν μεγάλος, η ποιότητα και η παραγωγικότητα όπως και το εισόδημα των αγροτών χειροτέρευε, ενώ οι μικροϊδιοκτήτες αναγκάζονταν όλο και οι περισσότερο, λόγω των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζαν, να δανειστούν από μεγαλογαιοκτήμονες κάτι που στο μέλλον οδηγούσε πολλούς στο να χάσουν την γη τους αν αντιμετώπιζαν δυσκολίες.
Όταν ξεκίνησε ο λιμός, το 1942, οι έμποροι δεδομένου του ότι άρχιζε να φαίνεται η ιαπωνική απειλή, άρχισαν να αγοράζουν μαζικά τις προμήθειες ρυζιού για να τις μεταπωλήσουν, με αποτέλεσμα να αυξηθούν ραγδαία οι τιμές αυτού του τόσο σημαντικού προϊόντος για πολλούς Βεγγαλέζους αγρότες. Αυτό, σε συνδυασμό με την συνέχιση της εξαγωγής ρυζιού εκτός Ινδίας και παρά τις εκκλήσεις στους κόλπους της βρετανικής κυβέρνησης, οδήγησαν στην εκδήλωση ενός λιμού που στέρησε τη ζωή σε 1 με 3 εκατομμύρια ανθρώπους σύμφωνα με τις εκτιμήσεις. Η κυβέρνηση προσπάθησε το 1942 να ελέγξει τις τιμές του ρυζιού, αλλά φαινόμενα κερδοσκοπίας όπως αναφέρθηκε παραπάνω αυξήσαν τις τιμές του ρυζιού σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Η άφιξη του λιμού συνέβη σταδιακά ανά επαρχία στην Δυτική Βεγγάλη από το 1942. Όμως οι πρώτες περιοχές που ανέφεραν θανάτους ήταν στην ανατολική Βεγγάλη, το σημερινό κράτος του Μπανγκλαντές. Οι περιοχές που βρίσκονταν στο δέλτα του Γάγγη και στα ανατολικά είχαν τους περισσότερους θανάτους καθόλου το 1943, λόγω της μεγαλύτερης πυκνότητας πληθυσμού που είχαν. Οι θάνατοι από ασθένειες άρχισαν να αυξάνονται με πολύ γρήγορο ρυθμό από το 1943, ιδίως δυσανεξία, χολέρα και πανώλη. Παρά τις εκκλήσεις που στέλνονταν συνεχώς στο Λονδίνο για βοήθεια σε μεγάλο μέρος του 1943 ο Ουίνστον Τσόρτσιλ έβαζε βέτο σε αρκετά ψηφίσματα για βοήθεια, επειδή η βρετανική κυβέρνηση επιθυμούσε να συνεχίσει την τροφοδοσία των μετώπων. Παράλληλα, υπήρξαν και κοινωνικές εντάσεις, ιδίως στην Δυτική Βεγγάλη καθώς υπήρχαν καταγγελίες ότι η κυριαρχούμενη από μουσουλμάνους αντιμετώπιζε προνομιακά τις ανάγκες των μουσουλμάνων, δείγμα της αυξανόμενης διακοινοτικής βίας στην Βεγγάλη που ακολούθησε. Η κυβέρνηση άρχισε να δίνει βοήθεια τον Οκτώβριο του 1942 σε περιοχές που επλήγησαν από τυφώνα. Τους επόμενους μήνες η βοήθεια ερχόταν κυρίως από φιλανθρωπικές οργανώσεις, αλλά κυρίως στην Καλκούτα, και αρκετά από τα τρόφιμα τα εισέπρατταν εύποροι οι οποίοι πωλούσαν σε πολύ αυξημένες τιμές. Υπάρχει και η άποψη βέβαια ότι η καθυστέρηση στην παροχή βοήθειας από την τοπική αποικιακή κυβέρνηση οφείλεται στο ότι δεν ήξερε πως να αντιδράσει σε μια τόσο μεγάλη αναταραχή στο κύκλο εφοδιασμού της περιοχής με τρόφιμα. Η κατάσταση της παροχής βοήθειας κυρίως από ιδιώτες, αριστερούς και Ινδούς της διασποράς συνεχίστηκε για καιρό.
Όταν το Σεπτέμβριο άρχισε την διανομή τροφίμων ο στρατός, ο λιμός άρχισε σταδιακά να φτάνει προς το τέλος του, με την εισαγωγή τροφίμων από το Παντζάμπ και την βελτίωση της παροχής φαρμάκων. Σε πολλές περιπτώσεις και οι ίδιοι οι στρατιώτες συνέβαλαν στην τροφοδοσία του πληθυσμού δίνοντας μέρος από τις δικές τους μερίδες. Οι πετυχημένες πιέσεις για αύξηση των εισαγωγών τροφίμων από εκτός Ινδίας στην βρετανική κυβέρνηση και η επιτυχημένη συγκομιδή οδήγησαν στο τέλος του λιμού. Ο λιμός επιτάχυνε πολλές προϋπάρχουσες εξελίξεις που αύξησαν τις ανισότητες. Εκατομμύρια οικογένειες φτωχοποιήθηκαν επειδή αναγκάστηκαν να πουλήσουν μέρος ή ολόκληρη τη γη τους για να επιβιώσουν, ή την υποθήκευσαν. Οι περισσότεροι το έκαναν για να επιβιώσουν παρά για να επωφεληθούν από τις ταχέως αυξανόμενες τιμές πώλησης. Παράλληλα, ο τύπος, με άρθρα επικριτικά στην κυβέρνηση που αναγνώριζαν τις συνέπειες του, όπως αυτό του The Statesman στις 22 Αυγούστου 1943, συνέβαλαν στην ευαισθητοποίηση των αρχών και του κόσμου για την σοβαρότητα της κατάστασης.
Ο λιμός της Βεγγάλης αποδεικνύει την ακρότητα του αποικιακού μοντέλου, στο οποίο οι αποικίες γίνονταν αντικείμενο εκμετάλλευσης για τις ανάγκες της μητρόπολης, δείχνοντας πόσο βάναυση για τις αποικίες ήταν η εν λόγω κατάσταση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Bengal famine of 1943, britannica.com, Διαθέσιμο εδώ
- Bengal famine: Tracking down the last survivors of WW2’s forgotten tragedy, bbc.com, Διαθέσιμο εδώ