Της Σάρα Μουράτι,
Η αρχαιολογία είναι μια αρτιγενής επιστήμη. Πριν εξελιχθεί σε μια ενιαία επιστήμη στα μέσα περίπου του 20ού αιώνα με αυστηρές προδιαγραφές, υψηλές ακαδημαϊκές απαιτήσεις, συγκεκριμένη μεθοδολογία που θα πρέπει να τηρείται κατά γράμμα, απαράβατους κανονισμούς και υψηλή εξειδίκευση, ήταν ουσιαστικά μια κερδοσκοπική και συνάμα ερασιτεχνική ενασχόληση που δεν προσδοκούσε να διαφωτίσει αθέατες πτυχές του παρελθόντος, ούτε να σεβαστεί όπως θα όφειλε, εξάλλου, τα αρχαιολογικά κατάλοιπα του. Έμποροι έργων τέχνης, αρχαιοδίφες και συλλέκτες, εκμεταλλευόμενοι τα αρχαιολογικά ευρήματα που ανακαλύπτονταν επεδίωκαν να αυξήσουν μονάχα το προσωπικό τους κέρδος και φυσικά τη δόξα τους, ενώ μέχρι και τον 19ο αιώνα, η βεβιασμένη απόσπαση των αρχαιολογικών ευρημάτων από το αποθετικό τους περιβάλλον χωρίς να διενεργείται η ορθολογιστική τεκμηρίωση και των ίδιων των αρχαιολογικών θέσεων ήταν σύνηθες φαινόμενο.
ΕΝΑΛΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
Ο τομέας εξειδίκευσής της αρχαιολογίας σπάνια καθορίζεται από το περιβάλλον που ασκείται, ωστόσο η ενάλια αρχαιολογία αποτελεί μια σπάνια εξαίρεση και για αυτό κυρίως φέρει τεράστια ευθύνη η ιδιαιτερότητα του υδάτινου περιβάλλοντος. Η αδυναμία εύρεσης ενός στοχευμένου ορισμού που θα διευκόλυνε τον προσδιορισμό των ορίων του κλάδου της αρχαιολογίας που ασχολείται με την ανασκαφή, μελέτη και ερμηνεία των ευρημάτων που εντοπίζονται στα υδάτινα περιβάλλοντα, οδήγησε στην υιοθέτηση και τη χρήση αρκετών όρων. Πολλοί εξ αυτών απορρίφθηκαν, διότι θεωρήθηκαν ανεπαρκείς και προβληματικοί.
Ιστορικά προηγήθηκε η υιοθέτησή των όρων “Marine” και “Maritime Archaeology”. Βέβαια, ο όρος Maritime Archaeology που στα ελληνικά αποδίδεται με τους όρους «Ενάλια και Υποβρύχια Αρχαιολογία», υπερίσχυσε και με την πάροδο του χρόνου περιόρισε τη χρήση του άλλου όρου. Η ίδια η ανάλυση της λέξης «ενάλιος» μας βοηθά να αντιληφθούμε και να κατανοήσουμε το αντικείμενο της ενάλιας αρχαιολογίας. Η λέξη, λοιπόν, είναι σύνθετη και αποτελείται από την πρόθεση «εν» και τη λέξη «ἅλς» που σημαίνει θάλασσα. Συνεπώς, η ενάλια αρχαιολογία ασχολείται με τη μελέτη αρχαιολογικών ευρημάτων που προέρχονται αποκλειστικά και μόνο από θαλάσσια ύδατα και δεν συμπεριλαμβάνει ευρήματα από διάφορα άλλα υγρά περιβάλλοντα.
Η ενάλια αρχαιολογία αντιμετώπισε και εκείνη πάρα πολλές αντιξοότητες στα πρώτα της βήματα. Για πολλά χρόνια οι αρχαιολόγοι λόγω του μη επαρκούς καταδυτικού εξοπλισμού και της απουσίας εξειδικευμένων καταδυτικών γνώσεων που απαιτούνταν, αδυνατούσαν να συμμετέχουν στις εργασίες που διεξάγονταν κάτω από το βυθό με αποτέλεσμα να προβαίνουν στην εξαγωγή εσφαλμένων συμπερασμάτων. Ωστόσο, η συμβολή του αρχαιολόγου George Bαss ήταν καθοριστική για την εμπλοκή τους στις ενάλιες αρχαιολογικές έρευνες, καθώς υποστήριξε σθεναρά πως «είναι πιο εύκολο να μετατρέψεις έναν αρχαιολόγο σε δύτη, πάρα ένα δύτη σε αρχαιολόγο» παρακινώντας τους πλέον να συμμετέχουν ενεργά και οι ίδιοι στις έρευνες.
ΕΝΥΔΡΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
Ο όρος Ενάλια Αρχαιολογία, είναι σχετικά περιοριστικός και δεν δύναται να συμπεριλάβει και αρχαιολογικά ευρήματα που προέρχονται από κάθε είδους υδάτινα περιβάλλοντα, όπως έλη, πηγάδια, δεξαμενές, λίμνες, τεχνικές και φυσικές. Η επιστημονική κοινότητα αντιλήφθηκε εξ αρχής την ανεπάρκειά του και έκρινε αναγκαίο να επιστρατευτεί ένας καινούριος όρος που θα κάλυπτε αυτό το κενό. Έτσι σταδιακά, υιοθετήθηκε για να καλύψει την έρευνα και τις αρχαιολογικές ανασκαφές που διεξάγονταν και σε άλλα υγρά περιβάλλοντα πέρα από τα θαλάσσια, ο όρος Ένυδρη ή Ύφυδρη Αρχαιολογία (Underwater Archaeology).
ΝΑΥΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
Η εμφάνιση του όρου, Ναυτική Αρχαιολογία, (Nautical Archaeology) υποκινήθηκε κυρίως από την αναγκαιότητα μελέτης και των αρχαιολογικών ευρημάτων και αντικειμένων ναυτικής, όμως προελεύσεως που εξαιτίας κάποιων περιβαλλοντικών συνθηκών π.χ. λόγω της αποξήρανσης μιας λίμνης ή της εξαφάνισης κάποιου λιμανιού, ή ακόμα και εξαιτίας κάποιας ανθρώπινης παρέμβασης βρέθηκαν σε χερσαίο έδαφος, καθώς οι άλλες δύο προαναφερθείσες ειδικότητες, εστιάζουν τις έρευνές τους κυρίως στα υδάτινα περιβάλλοντα και όχι στα χερσαία.
Πιο συγκεκριμένα, η ναυτική αρχαιολογία μελετά φυσικά εκτός από τα υλικά κατάλοιπα των πλοίων, τις εγκαταστάσεις επισκευής και κατασκευής τους, τις εγκαταστάσεις ελλιμενισμού τους, τις εγκαταστάσεις φύλαξης τόσο των ίδιων των πλοίων όσο και του εξοπλισμού που φέρουν, ακόμα και κάθε είδους πηγή που μας παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για εκείνα. Στα είδη πηγών που μας βοηθούν να συλλέξουμε ύψιστης σημασίας πληροφορίες εντάσσονται οι απεικονίσεις πλοίων σε αγγεία και οι τοιχογραφίες.
Κατά καιρούς επιστρατευτήκαν κάμποσοι ορισμοί για να μπορέσουν να αποδώσουν με μεγάλη ακρίβεια και ορθότητα το περιεχόμενο της αρχαιολογίας που ασχολείται με τη διεξαγωγή αρχαιολογικών ερευνών και ανασκαφών ή ακόμα και με τη μελέτη αντικειμένων που συνδέονται με το υγρό στοιχείο. Ωστόσο, όμως, μονάχα οι όροι Ενάλια, Ένυδρη και Ναυτική αρχαιολογία που αλληλοσυμπληρώνουν ο ένας τον άλλον βρήκαν κοινή αποδοχή με αποτέλεσμα να έχουν καθιερωθεί και να χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αρχαιολογία και 21ος αιώνας: Θεωρία της Αρχαιολογικής επιστήμης, archaiologia.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Ναυάγια, λιμάνια και βυθισμένα κτήρια. – Η αρχαιολογία υποβρυχίως, ejournals.lib.uoc.gr, διαθέσιμο εδώ.