Του Δημήτρη Κυριαζή,
Μια τελετή έναρξης των ολυμπιακών αγώνων που μπορεί να χαρακτηριστεί από περίσσια εκκεντρικότητα και δυσανάλογο των περιστάσεων αίσθημα ικανοποίησης των ενεργησάντων, ότι επικοινώνησαν οπωσδήποτε το δικό τους μήνυμα. Μια τελετή έναρξης που, πίσω από τις πομπώδεις και βαρύγδουπες πολιτικώς, τυμπανοκρουσίες, κρύβεται ένα ολόκληρο σύστημα αξιών, που αν μη τι άλλο πλαισιώσει —η μάλλον καλύτερα— θεμελιώνει τις πολιτικές κατευθύνσεις του δυτικού κόσμου εν γένει.
Αρχικά, είναι σημαντικό να διακρίνουμε και δευτερευόντως να αναγνωρίσουμε την οξυδέρκεια με την οποία πλέχτηκε αυτό το υφαντό, αυτό το αφήγημα και τις περιστάσεις, στις οποίες αναδείχθηκε. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα ειρήνης και κοινωνικής αρμονίας που πρεσβεύουν τα ιδεώδη του αθλητισμού, πόσο μάλλον των ολυμπιακών αγώνων, προαναγγέλθηκε για άλλη μια φορά και χωρίς προσχήματα η πορεία που παίρνει ο κόσμος και μάλιστα η πορεία που πρέπει και οφείλει πάση θυσία να πάρει.
Μέσα σε αυτές τις χαώδεις συμμετοχές 200 χωρών περίπου που εκφράζουν, αλλά και προϋποθέτουν ένα αίσθημα αδελφοσύνης και φιλίας μεταξύ λαών, που δεν θα μπορούσε να είναι και κάποιο άλλο αίσθημα άλλωστε, αφού αυτό ακριβώς επιδιώκεται με βάση αυτά τα κοινωνικά ενεργήματα και δράσεις, δόθηκαν για άλλη μια φορά οι ντιρεκτίβες μιας ατζέντας, ενός ιδεολογικού μανδύα που νομιμοποιεί κάθε πολιτική δράση και παρεμβατισμό της Δύσης.
Στο κλίμα αυτό της αδελφοσύνης, όπως περιγράψαμε, δεν θα χωρούσε τίποτα λιγότερο από μια τελετή έναρξης που στοχεύει στην εδραίωση της διαφορετικότητας και της κοινωνικής ποικιλομορφίας, του «αντισυστημισμού» —αν θεωρούμε ότι το σύστημα που μας δυναστεύει σήμερα, είναι ο συμβατικός ορθολογισμός, για αυτό και τον αποδομούμε ακόρεστα—, δεδομένου ότι “drag queens” υποδυόμενες τον μυστικό δείπνο έχουν κλέψει πραγματικά την παράσταση, ίσως και προβοκατόρικα. Δεν θα σταθούμε, όμως τόσο στη συζήτηση για το αν αυτό ήταν προσβλητικό ή και μηδενιστικό για τους πιστούς, αλλά και για τους μη πιστούς που έχουν καλλιεργήσει μια αισθητική και ένα γούστο, αλλά θα εστιάσουμε κυρίως στη σκοπιμότητα του εν λόγω εγχειρήματος.
Από τη στιγμή που τα ίδια τα αθλητικά ιδεώδη πρεσβεύουν αυτόν τον σεβασμό στη διαφορετικότητα, την αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων, δεν θα μπορούσε να νομιμοποιηθεί ηθικά με πιο αποτελεσματικό τρόπο η «γουόκ» ατζέντα, η κυρίαρχη ατζέντα, που στοχεύει στην εξάλειψη των μειονοτικών— των επιλεκτικών ορθότερα— διακρίσεων. Σίγουρα ο καθένας μας θα σκέφτηκε—ίσως πάλι και όχι— ότι από τη στιγμή που το συγκεκριμένο θέαμα επιλέχθηκε να προβληθεί τη δεδομένη συνθήκη, δηλαδή μια συνθήκη με κατεξοχήν ανθρωπιστικές κατευθύνσεις, σίγουρα δεν μπορεί παρά να πρεσβεύει τα ίδια ιδεώδη με την γενικότερη ατμόσφαιρα των αγώνων. Ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να εδραιωθεί το εν λόγω αφήγημα σε κάθε γωνιά του πλανήτη είναι μέσα από μια παγκόσμιου χαρακτήρα, γιορτή, αφού όλες οι χώρες που συμμετέχουν ουσιαστικά με αυτούς τους όρους μαθαίνουν να μεταφράζουν τον σεβασμό και τη διαφορετικότητα, με όρους «γουόκ».
Επομένως, οι ολυμπιακοί αγώνες λειτούργησαν ως το πιο ταιριαστό εργαλείο για την επέκταση του δυτικού κυριάρχου συστήματος αξιών, πόσο μάλλον όταν φιλοξενείται και σε μια ευρωπαϊκή χώρα, που οι πιθανότητες ευθυγράμμισης του εκάστοτε συμμετέχοντα με τους όρους αυτούς αυξάνεται. Ως εάν απαραίτητη προϋπόθεση για τη συμμετοχή στους αγώνες είναι αυτή η ευθυγράμμιση φρονημάτων με την κυρίαρχη ιδεολογία, η ουσιαστική ένταξη στο δυτικό σύστημα αξιών. Κάτι παρόμοιο άλλωστε ίσχυε και στη “Eurovision”. Αμφιβάλλω αν ο Πούτιν και οι ρωσική κοινωνία γενικότερα ευθύνονται για περισσότερα και μεγαλύτερα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας από τους υπόλοιπους μεγάλους παίκτες της παγκόσμιας σκακιέρας. Με την ίδια λογική η Γαλλία δεν θα έπρεπε καν να διοργανώνει τους αγώνες, αν σκεφτούμε πως αποτέλεσε μια τεράστια αποικιακή δύναμη με μεγάλα εγκλήματα να της αναλογούν και να την βαραίνουν. Ωστόσο, ο αντι-ρωσισμός που καλλιεργήθηκε μέσα από αυτούς τους θεσμούς είναι ανεπανάληπτος. Τόσο η έδρα όσο και ο θεσμός που καλλιεργεί τις συγκεκριμένες συνειδήσεις, το μόνο σίγουρο είναι πως δεν είναι ουδέτερες.
Βλέπουμε, λοιπόν, την ισχύ αυτής της μεθόδου. Μιας μεθόδου η οποία «μεθοδικά» καταφέρνει να εδραιώσει ένα πολιτικό σκηνικό και μάλιστα με τρόπο «αναίμακτο» από τη στιγμή που είναι και έμμεσος. Όσο εξακολουθούμε να μην βλέπουμε σε τέτοια γεγονότα τα μηνύματα που πασχίζουν να υιοθετηθούν, τόσο λιγότερο θα συμμετέχουμε και στα πολιτικά δρώμενα, τόσο λιγότερο θα συμμετέχουμε και θα διαμορφώνουμε εμείς τις εξελίξεις. Η πολιτική ως διαδικασία και μάλιστα δυναμική, δεν περιοριζόταν ποτέ μέσα σε ένα κοινοβούλιο, αλλά διαχεόταν και διασπείρονταν στην ευρύτερη κοινωνία. Για την ακρίβεια, η πολιτική εντάσσεται στην κοινωνία, οπότε δεν μπορούμε να την προσεγγίζουμε ως κάτι το καθαρά διακριτό. Η συγκεκριμένη προσλαμβάνουσα μας οδηγεί στο να εθελοτυφλούμε και να μην κατανοούμε πραγματικά τι ακριβώς κρύβεται πίσω από τις εξελίξεις.
Οι συμμετοχές που απαγορεύθηκαν «τυγχάνει» να είναι οι χώρες εκείνες που πρωταγωνιστούν στις παγκόσμιες εξελίξεις και μάλιστα ως ο αντίπαλος πόλος της Δύσης, και το αφήγημα με το οποίο ξεκίνησε η τελετή να βρίσκεται στην κορυφή του πολιτικού διακυβεύματος στο εσωτερικό της κάθε δυτικής χώρας. Ας μην ξεχνάμε, συνεπώς, πως τέτοιου είδους τελετές και «πανηγύρια» συνιστούν τους πολιτικούς μηχανισμούς και το συγκείμενο μέσω των οποίων οι κυρίαρχες κατευθυντήριες αφομοιώνονται «γλυκά» μέχρι και από τον πιο αδιάφορο και «αφελή» πολίτη. Αφού τις διατρέχει μια επίφαση απολιτική εκ πρώτης όψεως που δεν την αγγίζουν βαθύτερα πολιτικά ζητήματα, —που εκ των πραγμάτων δεν πρωταγωνιστούν στις συζητήσεις—, όπως ο διακρατικός ανταγωνισμός, έχοντας έναν αέρα διαφορετικότητας και πολιτικής ορθότητας δίπλα στο πρέπον κοινωνικό στρατόπεδο. Κι η ελληνική κοινωνία με τη σειρά της δεν αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα εκείνων που έπεσαν θύματα στη φενάκη του Παρισιού…