Της Άννας – Μαρίας Τσαρτσίδου,
«Δαίμονος ἐπιπόνου καὶ τύχης χαλεπῆς ἐφήμερον σπέρμα,
τί με βιάζεσθε λέγειν, ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι.*»
(Ο ΣΕΙΛΗΝΟΣ ΣΤΟΝ ΜΙΔΑ)
Μετά από ένα ταξίδι στον Πόρο, το νησί που ο Σεφέρης έγραψε το συγκεκριμένο ποίημα (Πόρος, Γαλήνη 31 του Οκτώβρη 1946), μπήκα στη διαδικασία να αναζητήσω και εγώ την Κίχλη, που τόσο πολύ με δυσκόλευε και πάντοτε με μπερδεύει. Ψάχνοντας μέσα στα γραφικά σοκάκια του Πόρου, αναζητώντας τη Βίλα Γαλήνη, διαβάζοντας ξανά και ξανά τους αγαπημένους στίχους, κάτω από το τις καυτές ακτίδες του ηλίου, προσπάθησα και εγώ να βρω και εγώ το ναυάγιο της Κίχλης. Να μιλήσω και εγώ μαζί με τον Ελπήνωρα.
«—Τ’ αγάλματά είναι στο μουσείο.
—Όχι, σε κυνηγούν, πώς δεν το βλέπεις; θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους, με την αλλοτινή μορφή τους που δε γνώρισες κι όμως την ξέρεις».
Προσπάθησα πολύ να δω, ό,τι είδε, να νιώσω, ό,τι ένιωσε, όμως τελικά δεν μπορώ να πω πως τα κατάφερα∙ Τη δική του Κίχλη δεν τη βρήκα. Γιατί ο Σεφέρης τα κάνει πάντα, όλα πολύ δύσκολα, ακόμα και αν τα λέει με τον πιο απλό τρόπο. Το ναυάγιο της Κίχλης που βρήκε, δεν το ανακάλυψα, εκείνο το τσακισμένο καράβι δεν το είδα, όσο και αν προσπάθησα. Όλα δικά του. Δικά του τα μοτίβα, δικές τους οι παρομοιώσεις, δικοί του οι υπαινιγμοί, προσωπικά δική του η συνομιλία του με την Κίχλη.
Τι είναι, όμως, αυτή η περιβόητη Κίχλη, του Σεφέρη; Πώς ορίζεται και πάνω σε τι αναστοχάζεται; Η Κίχλη δεν είναι παρά ένα μικρό ναυάγιο, που βρισκόταν στο σταθμό του Πόρου. Έπειτα Κίχλη είναι και το πουλί – τσίχλα (κάτι που συνδέει τη λέξη με το κυνήγι, δημιουργώντας έτσι την αίσθηση της καταδίωξης), έτσι η λέξη Κίχλη αποκτάει μια διττή σημασία. Πρόκειται για ένα ποίημα που επουλώνει τις πληγές του ατόμου, την υπαρξιακή αναζήτηση του ανθρώπου και αυτό το κάνει κατά βάση μέσα από το μουσικό παράδειγμα της Οδύσσειας. Χωρίζεται σε 3 ενότητες, στην Α’ «Το σπίτι κοντά στην Θάλασσα», Β’ «Ο ηδονικός Ελπήνωρ» «Το ραδιόφωνο» και Γ’ «Το ναυάγιο της Κίχλης» «Το φως». Είναι μια από τις μικρότερες ποιητικές συλλογές του Σεφέρη και από τις πιο κρυπτικές.
Το πρώτο μέρος είναι η εμπειρία του Οδυσσέα, όταν πρωτοαντίκρισε το σπίτι της Κίρκης. Φαίνεται εδώ ξεκάθαρη η αναφορά στο ξεριζωμό, όπως και τις θλιβερές επιπτώσεις του πολέμου. «Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε να ’ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί· κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά κάποτε δεν τα βρίσκει·», «ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο». Το σπίτι είναι πάντα ένα εμμονικό μοτίβο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Για το Σεφέρη, η πατρίδα είναι κάτι ανεξάρτητο από την υπηκοότητα και αυτό συμβαίνει, γιατί είχε μέσα του την αίσθηση της προσφυγιάς.
Το δεύτερο μέρος πρόκειται για έναν διάλογο ανάμεσα σε μια γυναίκα και έναν άντρα (Ελπήνωρα) που προσπαθεί να προσεγγίσει την Κίρκη, ενώ εκείνη σκέφτεται τον Οδυσσέα. Ο αφηγητής ακούει κάτω από το παράθυρο του.
«Αλήθεια, τα συντρίμμια δεν είναι εκείνα· εσύ ’σαι το ρημάδι·»
Το τρίτο μέρος είναι το ναυάγιο της Κίχλης με τον Ελπήνωρα να μιλάει στην αρχή, καθώς γίνεται η κατάδυση στον Άδη.
«Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον ήλιο. Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον άνθρωπο».
Ψάχνοντας μέσα στους στίχους του Σεφέρη, για μένα το τέλος της Κίχλης θα είναι πάντα ιδεατό. Ευελπιστεί πως ο άνθρωπος θα σταματήσει να είναι «Κίχλη», ότι κάποια στιγμή θα σταματήσει να καταδιώκεται, «όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ’ αγαπήσει, στο φως·». Ίσως η αγάπη να είναι αυτή που θα μπορεί να τον λυτρώσει από την καταδίωξη. Εγώ την Κίχλη δεν κατάφερα να την δω, παρόλες τις προσπάθειές μου, άρχισα, όμως, σιγά σιγά να μπορώ να διαβάζω Σεφέρη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Γιώργος Σεφέρης, greek-language, διαθέσιμο εδώ.