Της Αναστασίας Αποστολίδου,
Η αρχαιοελληνική παροιμία «Τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον» αναφέρεται στην αναπόδραστη μοίρα, την οποία ο άνθρωπος αδυνατεί να αναιρέσει ή να τροποποιήσει και ακούσια γίνεται έρμαιό της. Η μοιρολατρία, ως φιλοσοφική σκέψη, συνδέεται άρρηκτα με την τάση του ντετερμινισμού και αντιτίθεται στη θεωρία της ελεύθερης βούλησης, εγείροντας το εξής ερώτημα: οι εκάστοτε πράξεις αποτελούν απόρροια της ανθρώπινης αυτονομίας ή προκύπτουν από βαθύτερα αιτιακά συστήματα με θεολογικές βάσεις;
Εμβαθύνοντας στις προαναφερθείσες έννοιες, η φιλοσοφία του ντετερμινισμού, αλλιώς γνωστή ως αιτιοκρατία, παραδέχεται ότι όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο γίνονται σύμφωνα με κάποια αιτία, που την ακολουθεί αναγκαστικά πάντα το ίδιο αποτέλεσμα. Η θεωρία, που σχετίζεται άμεσα με την άνθιση του θετικισμού και του ορθολογισμού, περιγράφει το μέλλον ως ολιστικά προκαθορισμένο από το παρελθόν, ανάγοντας την ανθρώπινη δραστηριότητα σε συνέπεια των φυσικών νόμων, των παρελθοντικών εμπειριών και του γενετικού υλικού. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, η ελεύθερη βούληση εξαλείφεται σχεδόν ολοκληρωτικά και παρουσιάζεται ως ψευδαίσθηση, εφόσον οι άνθρωποι βιώνουμε μια ουτοπία αυτονομίας, ενώ στην πραγματικότητα κάθε σκέψη και επικείμενη δράση μας εξαρτάται από ανώτερες δυνάμεις και προγενέστερες επιλογές. Ο Leo Tolstoy, στο μυθιστόρημά του «Πόλεμος και Ειρήνη», αναφέρει πως «Κάθε πράξη τους, η οποία φαίνεται στους ίδιους ως πράξη της δικής τους ελεύθερης βούλησης, είναι, υπό ιστορική έννοια, ανελεύθερη, αφού βρίσκεται υπό τα δεσμά ολόκληρης της προηγούμενης ιστορίας και είναι προορισμένη και προκαθορισμένη απ’ την αιωνιότητα». Μολαταύτα, μια παράμετρος της φιλοσοφίας της αιτιοκρατίας και ειδικότερα, του soft determinism, δεν αναιρεί θεωρητικά την ελεύθερη βούληση, η οποία υποστηρίζεται πως δύναται να ενυπάρχει, έως ένα βαθμό, σε ένα ντετερμινιστικό σύμπαν. Εντούτοις, εύλογα προκύπτει ο προβληματισμός σχετικά με το κατά πόσο εφαρμόζεται πρακτικά ο συγκερασμός της προδιαγεγραμμένης ανθρώπινης φύσης με το φαινόμενο της ελεύθερης βούλησης, λαμβάνοντας υπόψιν πως η έννοια της ελεύθερης δράσης είθισται να εξαρτάται αποκλειστικά από εσωτερικές ανάγκες και όχι από επιβεβλημένες εξωτερικές συνθήκες.
Από την άλλη πλευρά, οι υπέρμαχοι της ελεύθερης βούλησης αρνούνται την ύπαρξη ενός αιτιοκρατικού κόσμου και προβάλλουν την ανεξάρτητη ανθρώπινη δράση ως την κεντρική εγκόσμια συνθήκη. Σε αυτό το πλαίσιο, ενίοτε υφίσταται σύγκρουση μεταξύ της θεϊκής παντοδυναμίας και της ελεύθερης βούλησης, εφόσον παρατηρείται αμφίδρομη αμφισβήτηση. Το θεωρητικό μοντέλο της ελεύθερης βούλησης και της ανωτερότητας του ανθρώπινου πνεύματος εντοπίζεται στην σκέψη ποικίλων φιλοσόφων, φερ’ ειπείν της Σιμόν ντε Μποβουάρ, η οποία σημείωσε πως «Η μοιρολατρία θριαμβεύει επάνω σ’ εκείνους που πιστεύουν σε αυτήν». Ακόμη, υπαρξιστές φιλόσοφοι, που ήταν υπερασπιστές της ατέρμονης ελευθερίας του ανθρώπου, εναντιώθηκαν στην αιτιοκρατική οπτική, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Ζαν Πωλ Σαρτρ, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι «Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος». Περαιτέρω, έχει υποστηριχτεί διαχρονικά πως η μοιρολατρική, ντετερμινιστική νοοτροπία δύναται να καθυποτάξει το ανθρώπινο πνεύμα, εφόσον αίρεται η πίστη στην ανθρώπινη σκέψη και προωθείται μια θεολογική, υπερβατική αντίληψη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ενδεικτικά παραδείγματα από την καθημερινή ζωή, τα οποία επιδέχονται διαφορετικές ερμηνείες, αφενός υπό το πρίσμα του ντετερμινισμού αφετέρου από την οπτική γωνία της ελεύθερης βούλησης. Αναλυτικότερα, μπορούμε να υποθέσουμε ένα περιστατικό, στο οποίο ένας φτωχός άνθρωπος, λόγω ασιτίας, προβαίνει σε μια εγκληματική πράξη, κλέβοντας φαγητό από ένα κατάστημα. Σύμφωνα με την θεωρία της ελεύθερης βούλησης, η πράξη της κλοπής αποτελεί αυτόνομη απόφαση, εφόσον ο άνθρωπος παρά την επιβεβλημένη συνθήκη της ανέχειας, επέλεξε να εναντιωθεί σε αυτή και να την ανατρέψει. Αντίθετα, η ντετερμινιστική αντίληψη εκλαμβάνει το περιστατικό ως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αιτίου – αποτελέσματος, θεωρώντας την κατάσταση της φτώχειας ως γενεσιουργό αιτία και την κλοπή ως το αποτέλεσμά της, αποδίδοντας την κλοπή του παραδείγματος σε πράξη ανάγκης, συνεπώς σε ανελεύθερη, μη αυτόνομη επιλογή.
«Μερικές φορές, όταν ξυπνάω τη νύχτα, αισθάνομαι αόρατα χέρια να υφαίνουν το πεπρωμένο μου»
– Φερνάντο Πεσσόα
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Ερμηνευτικό Λεξικό των -ισμών, Γιώργου Χασιάκου, εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1992