15.4 C
Athens
Παρασκευή, 18 Οκτωβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμός«Σκοτώσου, αγάπη»: Η αγάπη καταστρέφει ή λυτρώνει;

«Σκοτώσου, αγάπη»: Η αγάπη καταστρέφει ή λυτρώνει;


Της Δέσποινας Κερασιώτη,

Μέσα από τις σελίδες μιας βαθύτατα εξομολογητικής αφήγησης, αναδύεται η καθηλωτική φωνή της Ariana Harwicz στο πρώτο της βιβλίο με τίτλο Σκοτώσου, αγάπη, μέρος της τριλογίας Involuntary Trilogy. Το μυθιστόρημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 2012 στην Αργεντινή από τον εκδοτικό οίκο Mardulce (Mátate, amor), όπου και ανακηρύχθηκε καλύτερο βιβλίο της χρονιάς. Αργότερα, το 2017 εκδόθηκε στην αγγλική γλώσσα με τίτλο Die, my love και σύντομα προτάθηκε για το μεγάλο βραβείο Man Booker International Prize το 2018, γεγονός που βοήθησε να αναδειχθεί το έργο της Harwicz και να το γνωρίσει ένα ευρύτερο, διεθνές κοινό. Έγινε αντικείμενο διθυραμβικών σχολίων και μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε σε 23 χώρες.

Πηγή εικόνας: culturenow.gr

Με φόντο τη σκοτεινή και άλλοτε γαλήνια ατμόσφαιρα της εξοχής, η ιστορία εκτυλίσσεται ανάμεσα σε μια γυναίκα και τον σύζυγό της που ζουν απομονωμένοι στην εξοχή μαζί με το νεογέννητο παιδί τους. Η καθημερινότητά της χαρακτηρίζεται από μια έντονη αίσθηση ασφυξίας και αποξένωσης, καθώς αισθάνεται παγιδευμένη στον ρόλο της συζύγου και της μητέρας, ενώ ταυτόχρονα η παρουσία του παιδιού μοιάζει να προσθέτει βάρος στην ήδη ταραγμένη ψυχή της. Πρόκειται για ένα αριστουργηματικό έργο που ξεδιπλώνει τη ζωή σε όλη της την ωμότητα και τρυφερότητα, δοκιμάζοντας τα όρια μεταξύ λογικής και παραλόγου, με την πρωταγωνίστρια να παλεύει με τους εσωτερικούς δαίμονες και τα αβυσσαλέα της συναισθήματα.

Το Σκοτώσου, αγάπη δεν είναι μια απλή αφήγηση. Είναι ένα παράθυρο στην ψυχή μιας νέας μητέρας που βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης, αλλά και της αναγέννησης. Οι αντιφάσεις πολλές: η αγάπη που καταστρέφει και λυτρώνει, η τρέλα που συνυπάρχει με τη διαύγεια, και ο πόνος που βαδίζει χέρι-χέρι με την ευτυχία. Το πιο συνταρακτικό από όλα, όμως, είναι η αγάπη που δεν παρουσιάζεται απλώς σαν ένα συναίσθημα, αλλά σαν μια σαρωτική δύναμη που είτε καταστρέφει είτε λυτρώνει. Τέτοια είναι και η γραφή της Harwicz. Σαρωτική, ατόφια, ασθματική. Η υστερική φωνή της συναντιέται με στοιχεία μαγικού ρεαλισμού ή όπως θα δηλώσει η ίδια σε συνέντευξή της με στοιχεία «τρελού ρεαλισμού». «Ο σολιψισμός στον οποίο είμαι συνηθισμένη απέδωσε τους καρπούς του», θα πει στις πρώτες σελίδες η ανώνυμη αφηγήτρια του έργου. Και πράγματι, αυτοεπιβεβαιώνεται μέσα από τον εκτενή εσωτερικό της μονόλογο που καταλήγει να γίνεται το έργο στο σύνολό του. 

Το γεγονός αυτό μαζί με την απουσία επώνυμων χαρακτήρων, την έλλειψη στίξης και την «αυτοεπαγόμενη» σκέψη της αφηγήτριας που μοιάζει ασύνδετη, σποραδική, ακατάπαυστη, νευρωτική καθιστούν το βιβλίο αυτό ένα δύσκολο ανάγνωσμα. Δύσκολα, επίσης, κανείς μπορεί να τη συναισθανθεί στην αρχή, καθώς οι σκέψεις της κινούνται τρομαχτικά γρήγορα, περιδιαβαίνοντας από τα τετριμμένα του κόσμου μέχρι τις πιο σκοτεινές βίαιες φαντασιώσεις της, οι οποίες μοιάζουν ανυποχώρητες και παρεισφρέουν ακάλεστες κάθε τόσο. Και αυτό γιατί η πρωταγωνίστρια δεν είναι απλώς ένας χαρακτήρας, αλλά μια ζωντανή ύπαρξη που αναμετράται με το αβάσταχτο βάρος των συναισθημάτων της. Αποδεσμευμένη η σκέψη της, γίνεται σκαφέας των βαθύτερων εσοχών της κάθε επιθυμίας της, επιθυμίας που ξεπετάγεται σαν ένα νευρωτικό σύμπτωμα και που σχετίζεται πρωταρχικά με τον ερωτικό πόθο. Γράφει σε μια στιγμή της «ο πόθος είναι ένας συναγερμός που δεν μπορείς να τον αποσυνδέσεις» ή «το μόνο που σκέφτομαι είναι πώς θα ικανοποιήσω το σώμα μου που μ’ έχει πάρει στο κυνήγι, μες στον ιδρώτα».

Πηγή εικόνας: Unsplash / Φωτογράφος και Δικαιώματα χρήσης: Vidar Nordli Mathisen

Καιροφυλακτεί ο υπεραναλυτικός της νους, μιλάει ο πόνος, ουρλιάζει η απελπισία της. Το βλέμμα της ακοίμητο παρακολουθεί τους φιλήσυχους, τους βολεμένους –αυτούς που θα κατονομάσει ως «χρηστούς πολίτες»– να κάνουν τη δουλειά τους ήσυχα. «Στον δρόμο συναντήθηκα με φιλήσυχους πολίτες που κρατούσαν καραμπίνες και ματσέτες» θα πει δια στόματος του εραστή της, ειρωνευόμενη τη μικρή τοπική κοινωνία της επαρχίας, όπου ζει. Μια κοινωνία αδιαφορίας και συγκάλυψης της αλήθειας, όπως άλλωστε είναι και ο κόσμος όλος θα πει μιας και «κανείς ποτέ δε θέλει την αλήθεια». Τέτοιος είναι και ο ρόλος του συζύγου της, ο οποίος ενσαρκώνει την παραδοσιακή φιγούρα του συζύγου και πατέρα, προσπαθώντας να διατηρήσει μια φυσιολογική και ήρεμη ζωή στην εξοχή. Η σχέση τους είναι γεμάτη ένταση και συγκρούσεις, και η επικοινωνία μεταξύ τους είναι συχνά προβληματική. Εκείνος εμφανίζεται ως κάποιος που δεν μπορεί ή αρνείται να κατανοήσει πλήρως τη συναισθηματική και ψυχική αναταραχή της συζύγου του, γεγονός που επιδεινώνει την αίσθηση απομόνωσης και απόγνωσής της.

Η ατόφια, ειλικρινής, απροκάλυπτη γραφή της ξεσκεπάζει ποιο είναι το μεγάλο στοίχημα για την ηρωίδα: σίγουρα όχι η μητρότητα, αλλά ο θάνατος. Ο θάνατος ως καταστροφή της αγάπης («σκοτώσου, αγάπη») αλλά και ως κάθαρση. Και εξηγούμαι. Αφ’ ενός, η αγάπη της για τον σύζυγό της, αντί να είναι πηγή ευτυχίας, γίνεται πηγή πόνου και έντασης, ενισχύοντας την αίσθηση ότι η μόνη διέξοδος μπορεί να είναι η αυτοκαταστροφή. Αφ’ ετέρου, η σκέψη του θανάτου, ενώ είναι τρομακτική, φέρνει στην επιφάνεια την ανάγκη της πρωταγωνίστριας να αναγεννηθεί και να ανακαλύψει έναν νέο εαυτό. Ο θάνατος, έτσι, λειτουργεί ως μεταφορά για την απαλλαγή από τα παλιά, κατεστημένα πρότυπα και την εύρεση μιας νέας ταυτότητας. «Πένθησα πολύ καιρό, αλλά κάποια στιγμή, …αισθάνθηκα μια θλίψη συναρπαστική και άγρια», θα εκστομίσει αφήνοντάς μας να πάρουμε μια ανάσα ανακούφισης στις τελευταίες σελίδες η αφηγήτρια.

Πηγή εικόνας: Unsplash / Φωτογράφος και Δικαιώματα χρήσης: Artem Kovalev

Συνοψίζοντας, η «στακάτη», εκρηκτική πρόζα της Harwicz με ρητές αναφορές στη Virgina Woolf φτάνει να αναμετριέται με άλλες μεγάλες αφηγήσεις γυναικών όπως της Sylvia Plath και Charlotte Gilman, καταγγέλλοντας την εξιδανίκευση του ρόλου της μητρότητας, αν και αυτό δεν υπήρξε αυτοσκοπός της εξαρχής. «Η γραφή είναι πάντα μια λειτουργία αποσύνδεσης από το αντικείμενο που γράφεται. Το “αντικείμενο” της επιθυμίας για γραφή, το προς γραφή αντικείμενο, πρέπει να μετατοπιστεί, να εκτοπιστεί από τον άξονα, θα έλεγα να κρυφτεί. Αυτός που γράφει δεν χρειάζεται να το αντιμετωπίσει πρόσωπο με πρόσωπο» μας αποκαλύπτει σε συνέντευξή της. «Η λογοτεχνία» συνεχίζει «και η τέχνη γενικά, όταν δεν το βάζoυν σκοπό, μπορούν να σπάνε ταμπού. Η τέχνη μπορεί να φέρει αλλαγές μόνο όταν δεν έχει αυτή την πρόθεση».

Και πράγματι, μέσα από τη συγκλονιστική κινηματογραφική της γλώσσα, το σκοτεινό χιούμορ, την άτεγκτη και ωμή αφήγηση, τη σαρκαστική ειρωνεία, τους χειρισμούς με ελιγμό των θεμάτων της και τις σκοτεινές υπόνοιες που αφήνει η αριστοτεχνική γραφή της, καταφέρνει να σκιαγραφήσει ένα συγκλονιστικό πορτρέτο της ανθρώπινης ψυχής. Οπωσδήποτε η «κομψοτεχνημένη» μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη και το υπέροχο επίμετρο της Φωτεινής Τσαλίκογλου προσδίδουν αξία στο έργο που αποτελεί έκδοση του οίκου Opera. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι το βιβλίο θα μεταφερθεί στις κινηματογραφικές οθόνες το 2025 με πρωταγωνίστρια τη Jennifer Lawrence και παραγωγό τον Martin Scorsese. 


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Αριάνα Χάρουιτς: «Με το “Σκοτώσου, Αγάπη” γεννήθηκα. Πριν ήμουν απλά στη ζωή», fractalart.gr, διαθέσιμο εδώ
  • Αριάνα Χάρουιτς: «Μας σοκάρει ακόμη μια μάνα να ομολογεί την ερωτική επιθυμία της και να τη διεκδικεί. Μας φέρνει σε αμηχανία», elle.gr, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δέσποινα Κερασιώτη
Δέσποινα Κερασιώτη
Γεννήθηκε το 1994 στην Αθήνα, όπου και σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στο ΕΚΠΑ. Ασχολείται επαγγελματικά με τη διδασκαλία των ελληνικών και των ισπανικών ως δεύτερης/ξένης γλώσσας στο εξωτερικό, όπου ζει μόνιμα. Είναι λάτρης των εξορμήσεων στη φύση και των ταξιδιών και την ενδιαφέρουν πολύ θέματα σχολικής συμβουλευτικής και καθοδήγησης. Στον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία και την ανάγνωση βιβλίων.