Του Μάνου Πατρινιού,
Όλη αυτή η μεταρρυθμιστική πολιτική δεν μπορούσε παρά να συνεπάγεται τρομερές ρήξεις και επανανοηματοδοτήσεις σε αφηρημένες έννοιες, όπως ο λαός ή το δίκαιο. Συνήθως, νομίζουμε ότι κάθε εποχή απέδιδε την ίδια σημασία με μας σήμερα σε έννοιες τέτοιου είδους. Θα μας εξέπληττε αν μαθαίναμε ότι ο «λαός» αποκτά θετική σημασία μόλις στην Ευρώπη του Διαφωτισμού και δη στην Γαλλική Επανάσταση. Ως τότε ήταν ο συρφετώδης όχλος, μία μάζα αγράμματων, άξεστων, η πλέμπα. Από τον 20ο αιώνα σχεδόν αγιοποιείται, προπάντων από σοσιαλιστές καλλιτέχνες. Αυτό το λέω για να αντιληφθούμε ότι αν οι όροι ήταν τόσο διαφορετικοί στα 1700, τότε το 1300 σίγουρα απείχαν έτι περαιτέρω από το σήμερα. Αλλά οι επαναστάτες της Θεσσαλονίκης φαίνονται τρομακτικά πιο μπροστά από την εποχή τους, όσον αφορά το νόημα που αποδίδουν στις σύνθετες αυτές έννοιες τουλάχιστον.
Στην προσπάθειά τους να υλοποιήσουν τις καινοτόμες προτάσεις τους, έπρεπε να εφεύρουν ένα νέο «δίκαιο», πιο ταιριαστό στις ανάγκες της εποχής. Ξεκίνησαν, λοιπόν, να υποσκάπτουν τα θεμέλια και να απονομιμοποιούν το παραδοσιακό βυζαντινό εθιμικό δίκαιο στα μάτια του λαού και να θεμελιώνουν ένα καινούριο. Οι παλιοί νόμοι δεν ήταν ιεροί και απαραβίαστοι, αλλά προϊόντα του καιρού τους, ενός άλλου καιρού. Οι νέες συνθήκες γεννούσαν την ανάγκη για νέο δίκαιο. Ειρήσθω εν παρόδω και προς υπεράσπιση των Ζηλωτών, είναι φανερό ότι τα επτά χρόνια της διοίκησής τους δεν χαρακτηρίζονταν από αναρχία, ούτε ανομία· νόμος υπήρχε, αλλά ο ιδιόμορφος νόμος της επανάστασης, ένα ρηξικέλευθο σύστημα κανόνων που πρωτύτερα αντίστοιχο δεν υπήρχε – και που ανάλογο καθυστέρησε να επανεμφανιστεί.
Αλλά το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο δήμος/λαός. Είπαμε παραπάνω τι σημασία αποδίδονταν στο μέρος της κοινωνίας που δεν ήταν ευγενικής καταγωγής ή του ανώτερου κλήρου. Βέβαια, θα ήμασταν κάπως άδικοι αν δεν παραδεχόμασταν ότι, πέρα από κάποιες εμφανείς υπερβολές, η εικόνα αυτή ήταν αληθινή. Μόνο όταν άρχισε η μεγαλύτερη κοινωνική μάζα να μορφώνεται βλέπουμε μία μερική στροφή. Εν πάση περιπτώσει, οι Ζηλωτές υπήρξαν σχεδόν προφήτες των Γάλλων επαναστατών 400 χρόνια αργότερα. Δήμος είναι ο εργαζόμενος λαός, όχι τα παρασιτικά στρώματα που ζουν σε βάρος των ανθρώπων του μόχθου. Λαός δεν είναι λοιπόν μόνο η «εργατιά», ούτε μόνο η «φτωχολογιά», ούτε και μόνο οι αστοί επιχειρηματίες και έμποροι, αλλά όλη η μη άεργη κοινωνία. Δηλαδή όχι οι μοναχοί, όχι οι κληρικοί, όχι οι – μη αιρετοί – διοικητές, όχι οι ευγενείς, όχι οι τοκογλύφοι, και ούτω καθεξής.
Ας μην ξεχνάμε ότι όλα αυτά τα θαυμαστά έργα έγιναν σε καιρό αβεβαιότητας και φόβου για το μέλλον των κατοίκων της πόλης, καθώς ο Καντακουζηνός συνέχεια προσπαθούσε να την υποβάλει στον έλεγχό του. Τελικά, το 1347 έρχεται σε συμφωνία με τον Ορχάν, δεύτερο Σουλτάνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ενδιαφέρον έχει ότι για την επισημοποίηση της συμμαχίας τους, ο «θρήσκος» και «πατριώτης» Καντακουζηνός (όπως τον ειρωνεύεται ο Κορδάτος) δίνει την δεκατριάχρονη κόρη του, Θεοδώρα Μαρία, για δεύτερη γυναίκα του Ορχάν, ενός ηγεμόνα, ενός εχθρικού για το Βυζάντιο λαού, ο οποίος 100 χρόνια αργότερα θα καταστρέψει ό,τι είχε απομείνει από το ένδοξο Βυζάντιο. Το καλοκαίρι του 1347, λοιπόν, και εν μέσω εσωτερικής κρίσης και αναταραχών, 20.000 Οθωμανοί παρατάσσονται έξω από την πόλη υπό τον Σουλεϊμάν (ο οποίος τελούσε υπό διαταγές του Καντακουζηνού στην ουσία).
Σε αυτό το κλίμα ξεσπά αντεπανάσταση μέσα στην πόλη. Έτσι, παρά τις προσπάθειες για υπεράσπιση της επανάστασης, οι Ζηλωτές δεν μπόρεσαν να επικρατήσουν ενάντια σε εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς. Οι Ζηλωτές έπεσαν. Η ήττα βάφτηκε με το αίμα των Ζηλωτών. Τον χειμώνα του 1349 ο Καντακουζηνός μπαίνει στην πόλη ηρωικά, νικητής κι εκδικητής.
Κάπως έτσι νικήθηκαν οι Θεσσαλονικείς επαναστάτες. Πέτυχαν, όμως, να μείνουν στην ιστορία, να γίνουν αλησμόνητοι, να νικήσουν την λήθη. Οι Ζηλωτές μέσα στα λάθη τους, στον ηρωισμό τους, στον βολονταρισμό, στις αστοχίες, στην οργάνωσή τους, στην αποφασιστικότητά τους, στις υποσχέσεις τους, στα μεγαλεπίβολα σχέδιά τους, στους άτσαλους χειρισμούς τους, στις κτηνωδίες τους, στην ιδιαίτερη δικαιοσύνη τους, στα καλά και στα κακά τους κατάφεραν να υπερβούν τα όρια της ανθρώπινης φύσης: να ζουν στις συνειδήσεις και να γίνουν μία ιδέα. Είτε τους θυμήθηκαν κάποιοι για να καταδικάσουν τα παρορμητικά πειράματα του λαού, είτε για να δείξουν ότι είναι εφικτά, μεγάλη σημασία δεν έχει. Συνταγή για να κρίνει κανείς την ιστορία δεν υπάρχει. Σε τελική ανάλυση, οι Ζηλωτές είναι για εμάς ό,τι βλέπουμε στους εαυτούς μας: μπορούμε αλλιώς; μπορούμε μόνοι μας; μπορούμε;
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ιωάννης Κορδάτος (1928), Η Κομμούνα της Θεσσαλονίκης, Αθήνα: εκδόσεις Επικαιρότητα.
- Κωνσταντίνος Κωτσιόπουλος (1997), Το Κίνημα των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη (1342-1349): Ιστορική, θεολογική, κοινωνική διερεύνηση, Θεσσαλονίκη: έκδοση Ελληνικού Κολλεγίου Θεσσαλονίκης.
- Yannis Smarnakis (2008), Thessaloniki during the Zealots’ Revolt (1342-1350): Power, Political Violence and the Transformation of the Urban Space, Σουηδία: έκδοση SCANDINAVIAN JOURNAL OF BYZANTINE AND MODERN GREEK STUDIES.