Της Μάρας Βιτσαξάκη,
Ο Αρθούρος Ρεμπώ (1854-1891) είναι από τους σημαντικότερους ποιητές της γαλλικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα. Το έργο του είναι αρκετά περιορισμένο σε ποσότητα και ξεκίνησε να γράφεται όταν αυτός βρισκόταν στην ηλικία των δεκαπέντε ετών! Εγκατέλειψε τη συγγραφή στα είκοσι ένα του χρόνια χωρίς καμία εξήγηση. Έκτοτε ακολούθησε μια πλανόδια και σκληρή ζωή και αφοσιώθηκε στο εμπόριο όπλων. Στα νεανικά του χρόνια υπήρξε μαθητής του Μπωντλαίρ απ’ τον οποίο και επηρεάστηκε. Πέθανε τριάντα επτά ετών στη Μασσαλία, πιθανώς από καρκίνο στα οστά, την περίοδο που άρχισε να αναγνωρίζεται και να διαδίδεται η ποίησή του. Τα σημαντικότερα έργα του αποτελούν το Μεθυσμένο Καράβι, οι Εκλάμψεις και το έργο που αναλύεται παρακάτω, το Μια Εποχή στην Κόλαση.
Το Μια Εποχή στην Κόλαση αποτελεί, κατ’ εμέ, το σπουδαιότερο έργο του Ρεμπώ. Το κειμενικό είδος είναι ιδιαίτερο καθώς δεν εντάσσεται εμφανώς σε κάποια κατηγορία, θυμίζει όμως ένα αρκετά μακροσκελές ποίημα. Το έργο είναι χωρισμένο σε αρκετά μέρη μέσω των οποίων εκτυλίσσεται η σκέψη του ώσπου στο τελευταίο μέρος κορυφώνεται και καταλήγει στον επίλογό της.
Καταρχάς, ο Ρεμπώ ήταν αμοραλιστής, δηλαδή εκ πεποιθήσεως ανήθικος. Λέγοντας ανήθικος εννοώ ότι κυριολεκτικά η ζωή του αποσκοπούσε στην πλήρη αποτίναξη —ή ενδεχομένως απελευθέρωση— των κοινωνικά κατασκευασμένων ηθικών κανόνων που διέπουν την κοινωνία την συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Η προσπάθειά του αυτή διαφαίνεται σε όλο το έργο, αλλά κυρίως προδίδεται ήδη απ’ τον τίτλο. Η «Κόλαση» του Ρεμπώ αναφέρεται κατά τρόπον ειρωνικό στη χριστιανικά προσδιορισμένη κόλαση, η οποία είναι επακόλουθο των καθορισμένων απ’ τον χριστιανισμό πράξεων ως αμαρτιών που διαπράττει ο άνθρωπος. Ο Ρεμπώ είναι επαναστάτης, επιθυμεί την καταπάτηση όλων των επιταγών της καθιερωμένης θρησκείας, γεγονός το οποίο αντιλαμβάνεται κι ερμηνεύει ως ρηξικέλευθο κι αντισυμβατικό. Το κείμενό του είναι σκανδαλιστικό και προκαλεί ακόμα και τις πιο απόκρυφες πλευρές του ανθρώπινου νου.
Η πρώτη ανάγνωση του συγκεκριμένου κειμένου είναι σίγουρα σοκαριστική, καθώς ο ποιητής εξυμνεί με πρωτοφανή και θρασύ τρόπο πράξεις όχι απλώς ανήθικες και κοινωνικά μη αποδεκτές, αλλά και ποινικά κολάσιμες, τουλάχιστον όταν εξετάζονται εντός του πλαισίου μιας εκσυγχρονισμένης κι εκπολιτισμένης κοινωνίας. Επί παραδείγματι, ο Ρεμπώ αναφέρεται με θαυμασμό και λατρεία στην ασέλγεια και τον φόνο. Ο Ρεμπώ είναι ο κολασμένος του έργου του. Δεδομένης και της εφηβικής ηλικίας στην οποία βρισκόταν κατά τη συγγραφή του ποιήματος, ο λογοτέχνης είναι εμφανώς αφοσιωμένος στην επανάσταση της ψυχής του. Η συνείδησή του επιλέγει με πλήρη επίγνωση την «κόλαση» μέσα σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να εντοπίσει τα όριά της.
Η ψυχή του Ρεμπώ καταβεβλημένη απ’ την ανησυχία και την περιέργεια, αυτοσαρκάζεται καθώς και καυτηριάζει τις βεβαιότητες που προωθεί η κοινωνία, με αποτέλεσμα στο στόχαστρο του προβληματισμού του να βρίσκεται συχνά η θρησκεία, η οποία ιδίως στην εποχή του αποτελούσε το βασικό αδιαμφησβήτητο θεμέλιο της κοινωνίας. Κυρίως στο πρώτο μέρος —αλλά και στα επόμενα— καθίσταται σαφής η απέχθειά του προς τον χριστιανισμό και τους χριστιανούς και αντιθέτως η ιδιαίτερη συμπάθειά του στον Σατανά, ποτέ όμως η λατρεία του, καθώς αυτό θα εναντιωνόταν άρδην στην απελευθερωμένη ιδιοσυγκρασία του ποιητή. Παρατηρείται, επομένως, ένας αγνός θαυμασμός απλώς ως προς την επαναστατικότητά του. Οφείλει να γίνει αυτή η θεμελιώδης διάκριση, ο Ρεμπώ δεν εξυμνεί σε καμία περίπτωση τον Σατανά, εξυμνεί όμως το βαρύ φορτίο του συμβολισμού του και το γεγονός ότι παρέμεινε «ανυπότακτος».
Το γεγονός αυτό προκύπτει ακριβώς επειδή ο ποιητής εξανίσταται απέναντι σε οποιονδήποτε δεσμό και σύμβαση του επιβάλλει η κοινωνία. Η διαδικασία αυτή όμως δεν είναι αμιγώς ιδεολογική, αντιθέτως ο ποιητής ελέγχεται κι υποκινείται από μια περιέργεια όμοια με εκείνη που χαρακτηρίζει τους επιστήμονες και τους παρακινεί να διεξάγουν τις έρευνές τους. Ο Ρεμπώ στο έργο του και κατ’ επέκτασιν στη ζωή του, βάλθηκε να διερευνήσει τα όρια της συνείδησής του. Σκοπός του είναι να εντοπίσει και να βιώσει την αμαρτία, το απαγορευμένο, τη δυστυχία και τον παραλογισμό σε όλο τους το μεγαλείο έτσι ώστε να αποκοπεί τελικά απ’ τα κοινωνικά δεσμά και το κοινωνικά καθορισμένο ως φυσιολογικό και να κατορθώσει να φτάσει εγγύτερα στην πραγματικότητα. Ενδεχομένως το εγχείρημά του αυτό να μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως επιχείρηση εύρεσης της ανθρώπινης φύσης. Ο Ρεμπώ αναζητά απεγνωσμένα απαντήσεις.
Η στάση της ζωής του χαρακτηρίζεται από ένα πάθος για την ιεροσυλία. Μάλιστα, ρητώς αναφέρει στο κείμενό του ότι η —κοινωνικά προσδιορισμένη— ιεροσυλία αποτελεί το μόνο μέσο για την αποκόμιση ευχάριστων συναισθημάτων και την επίτευξη της ευτυχίας του. Λίγο πριν το τέλος του ποιήματος καταγράφει ότι επιχείρησε να συμβιβαστεί και να ενταχθεί στην κοινωνία, όμως εν τέλει κατέληξε δυστυχισμένος, καθώς η ιδιαίτερη ιερόσυλη ψυχή του κομματιάστηκε προκειμένου να χωρέσει στον κοινωνικό λάκκο της ομοιομορφίας. Επομένως, ο Ρεμπώ αντλεί έναν γιγαντιαίο βαθμό δύναμης απ’ την ελευθερία του να επιλέγει την άρνηση του να συμβιβαστεί. Ελευθερία η οποία επιφέρει συνέπειες εφόσον όλα αυτά έχουν συγκεκριμένες κοινωνικές αναφορές, συνέπειες όμως οι οποίες όσο επίπονες κι αν είναι, αποτελούν για τον ποιητή αντίτιμο πιο υποφερτό από εκείνο που θα επέφερε ο συμβιβασμός και η κοινωνική ένταξη, δηλαδή η κατ’ επέκτασιν απώλεση της μοναδικής ατομικής του ταυτότητας και της αυτονομίας του.
Το κείμενο ολοκληρώνεται με τη φράση «Ένα ωραίο πλεονέκτημα είναι ότι μπορώ να καγχάσω με τους παλιούς προσποιητούς έρωτες και να ντροπιάσω πληγώνοντας εκείνα τα ζευγάρια των ψευτών, —είδα την κόλαση των γυναικών εκεί κάτω— και θα μου είναι επιτρεπτό να κατέχω την αλήθεια σε μια ψυχή κι ένα σώμα». Εν προκειμένω, ο Ρεμπώ καταρχάς ειρωνεύεται εμφανώς τους υποκριτές εραστές που δήθεν αναπτύσσουν συναισθήματα και δίνονται με την ψυχή και το σώμα τους, ενώ στην πραγματικότητα είναι ανίκανοι να συνδεθούν και να επικοινωνήσουν ουσιαστικά με τον άλλον άνθρωπο κι έτσι συνάπτουν και διατηρούν ρηχές επαφές έχοντας όμως παράλληλα το θράσος να ισχυρίζονται και να προσποιούνται το αντίθετο. Κατά δεύτερον, ο ποιητής εδώ αναφέρεται στην απαραίτητη κατάργηση του διαχωρισμού και του δυϊσμού μεταξύ σώματος και ψυχής. Υποστηρίζει την ενιαία αντιμετώπιση αυτών των δύο, θέση που βρίσκεται σε πλήρη σύμπλευση με τις πράξεις του, οι οποίες αποτελούν την αλόγιστη ικανοποίηση των επιθυμιών του σώματός του. Η τελευταία αυτή φράση αποτελεί τη μόνη «συμβατική» ιδέα του ποιητή. Ακόμη και για αυτήν όμως είναι άγνωστος ο τρόπος που πυροδοτήθηκε και δεν είναι απαραίτητα αγαθή.
Επιπλέον, μέσα στη σύλληψη της ματαιότητας που διατρέχει το ποίημα, ο Ρεμπώ εμφανίζεται να νοηματοδοτεί την ύπαρξή του διαρκώς μέσω σαρκικών απολαύσεων και καλοπέρασης με τη συνοδεία αλκοόλ και διαφόρων ουσιών. Είναι αξιοσημείωτο ότι η ζωή του προσανατολίζεται στο παρόν στο οποίο και προσπαθεί να την περιορίσει. Χαρακτηριστική φράση που συμπυκνώνει ολόκληρη τη φιλοσοφία του ποιητή αποτελεί η εξής: «Την βρήκαν ξανά! Ποια; Την αιωνιότητα. Είναι ένα μείγμα ήλιου Και μαζί θάλασσας». Εδώ ο Ρεμπώ αριστουργηματικά περιγράφει την εφήμερη ύπαρξη του ανθρώπου σε αντιπαραβολή με την αίσθηση της αιωνιότητας που του προσφέρει η παρατήρηση της φύσης. Η επικέντρωση στο παρόν λόγω της συνειδητοποίησης της παροδικής του φύσης προσφέρει στον άνθρωπο μια ψευδή αίσθηση του ελέγχου πάνω στον χρόνο, η οποία μεταφράζεται εσφαλμένα και ως παντοδυναμία και φυσικά ως αιωνιότητα. Έτσι, συμβαίνει το παράδοξο οι δύο αυτοί χρόνοι να συνυπάρχουν και το παρόν να φιλοξενεί το αιώνιο.
Τέλος, το συγκεκριμένο έργο του Ρεμπώ, είναι —ιδίως σήμερα— εξαιρετικά αμφιλεγόμενο. Οι ασχολίες που περιγράφει καθ’ όλη τη διάρκεια του ποιήματος και τα «εγκλήματα» που διαπράττει είναι αρκετά ανησυχητικά. Ανάμεσα στις διάφορες απόψεις που έχουν ειπωθεί αναφορικά με το έργο, έχει σημειωθεί και η προτροπή του σε ανήθικες πράξεις επικίνδυνες για την εκάστοτε κοινωνική συνοχή. Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν πραγματικά εγκληματικό εάν παραγνωριζόταν το λογοτεχνικό του ταλέντο, αλλά κυρίως η υπέρτατη φιλοσοφική και λογοτεχνική αξία του έργου.
Μέσα σε μια ατμόσφαιρα πλήρους αποστροφής του δεδομένου, του κατεστημένου, ήτοι του κοινωνικά κατασκευασμένου, πραγματοποιείται η εκ θεμελίων αποσάρθρωση όλων των κοινωνικών δεσμών, θεσμών και αξιών ώστε τελικά να φανερωθούν τα εναπομείναντα στοιχεία τα οποία συνιστούν τον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης. Επιπλέον, εφόσον οτιδήποτε αποκλίνει απ’ τα κοινωνικά καθορισμένα πρότυπα εκλαμβάνεται ως επαναστατικό κι αντισυμβατικό, τότε ο ανήθικος άνθρωπος —πολλώ μάλλον ο αμοραλιστής που είναι συνειδητά ανήθικος— καθώς αποτελεί την πεμπτουσία της κοινωνικής απόκλισης, ενδεχομένως εν τέλει να μπορούσε να θεωρηθεί ο αμιγώς αντισυμβατικός άνθρωπος, να αποτελούσε δηλαδή την αντισυμβατικότητα στην καθαρότερή της μορφή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Arthur Rimbaud, poetryfoundation.org, διαθέσιμο εδώ