Του Βασίλη Γκούρη,
Πριν τους Ρωμαίους υπήρχαν οι Ετρούσκοι, λαός βαθιά θρησκευόμενος, καλλιτεχνικά εκφραστικός και γεμάτος επιρροές από τον ελλαδικό χώρο, καθώς και από τη μακρινή ανατολή. Αποτελεί έναν αυτόχθονα λαό που ζούσε στην ιταλική χερσόνησο, συγκεκριμένα στο βόρειο και δυτικό κομμάτι της, με επιβεβαιωμένη χρονολογική αφετηρία το 900 έως τα τέλη του 1ου αι. π.Χ. Αποτελούνταν από ομοσπονδιακές πόλεις-κράτη —όπως οι περισσότεροι λαοί το διάστημα αυτό— που μοιράζονταν την ίδια γλώσσα και τον ίδιο πολιτισμό και κυριάρχησαν στην Ιταλία μέχρι τον 4ο αι π.Χ. Ύστερα από τους ετρουσκό-ρωμαϊκούς πολέμους άρχισαν να υποσκιάζονται από την αναδυόμενη τότε Ρώμη. Στη συνέχεια, απέκτησαν ρωμαϊκή υπηκοότητα και ενσωματωθήκαν στον ρωμαϊκό κόσμο με αποτέλεσμα να σημειωθεί το οριστικό τέλος του ετρουσκικού πολιτισμού. Λίγα είναι γνωστά σήμερα για τους Ετρούσκους, καθώς οι πόλεις που άφησαν πίσω κατοικήθηκαν αμέσως από τους Ρωμαίους και διαμορφωθήκαν πάνω στα δικά τους πρότυπα. Τα τελευταία χρόνια, όμως, έχουν έρθει στο φως ευρήματα που μας δίνουν μια σαφέστερη εικόνα για αυτόν τον λαό.
Οικίες
Τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανιστεί διάφορα ευρήματα ετρουσκικών κατοικιών. Οι οικίες τους κατά τον 6ο αι. π.Χ., με βάση τα ευρήματα που αποκαλύφθηκαν, αποτελούνταν από μικρά μονόχωρα δωμάτια που άνοιγαν σε προαύλιο. Τα υλικά των κατοικιών ήταν αρκετά εύθραυστα όπως από ξύλα, τούβλα και πηλό. Η πέτρα χρησιμοποιούνταν για τα θεμέλια και τα χαμηλότερα επίπεδα. Οι στέγες ήταν διακοσμημένες με τερακότα και προστατεύονταν από πλακίδια σέλας. Για τους τοίχους έχουν χρησιμοποιηθεί πλίνθοι, κεραμίδες από ψημένο πηλό που τοποθετούνται στις στέγες, ενώ το εσωτερικό ήταν διακοσμημένο με το μοτίβο του ζατρικίου. Οι εξωτερικοί τοίχοι είχαν επενδυθεί με πλάκες από τερακότα και απεικόνιζαν κάποια παράσταση συνήθως κάποιου είδους γιορτής ή συμποσίου.
Ιερά
Οι ετρουσκικοί ναοί αποτελούν μαρτυρία της καλλιτεχνικής ικανότητας, καθώς και της θρησκευτικής τους αφοσίωσης. Οι πρώτοι ναοί αποτελούνταν από έναν απλό βωμό χωρίς κάποια αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα. Στη συνέχεια κτήρια από ξύλο άρχισαν να κατασκευάζονται για να ικανοποιήσουν τις βασικές ανάγκες της λατρείας τους. Κατά τον 6ο αι π.Χ. η αρχιτεκτονική αλλάζει και έχουμε τους πρώτους λίθινους ναούς με μια σαφή αρχιτεκτονική συγκρότηση, όπως ο ναός στους Βηίους που χρονολογείται γύρω στο 500 π.Χ. Αποτελούταν από πρόναο με δυο σειρές κιόνων μονάχα στο μέτωπο της πρόσοψης απ’ όπου ήταν και η είσοδος προς τον σηκό του ναού. Πατούσε πάνω σε υψηλό πόδιο με μια μόνο σειρά σκαλιών που επέτρεπε την είσοδο, κάτι που το έκανε μοναδικό σε σχέση με τους ελληνικούς, που τοποθετούνταν σε βαθμιδωτές κρηπίδες και μπορούσε να ανέβει κανείς από οποιαδήποτε πλευρά. Ο ναός στους Βηίους ήταν αφιερωμένος στη Minerva (Αθηνά). Γενικότερα, οι Ρωμαίοι επηρεάστηκαν αρκετά από την αρχιτεκτονική των Ετρούσκων με αποτέλεσμα το γνωστό Καπιτώλιο της Ρώμης να χτιστεί από Ετρούσκους τεχνίτες και το άγαλμα του ναού να φιλοτεχνηθεί από Ετρούσκο γλύπτη, τον Vulca.
Ταφικά έθιμα
Οι τύποι τάφων ήταν αρχικά απλοί με τεφροδόχο αγγεία και προσφορές γύρω τους. Τον 7 αι π.Χ. οι τάφοι των εύπορων ανθρώπων αποτελούνταν από γιγάντιους τύμβους, όπως βλέπουμε και στο πλούσιο νεκροταφείο στο Cerveteri. Αντίθετα, οι φτωχοί θάβονταν σε ορθογώνιους κιβωτιόσχημους τάφους λαξευμένους σε βράχο. Τις περισσότερες πληροφορίες, όμως, τις αντλούμε από τους πλουσιότερους τάφους, καθώς μας βοηθάνε στην καλύτερη κατανόηση για την καθημερινότητα, τη θρησκεία και τη ζωή των Ετρούσκων. Ένας από τους πιο σημαντικούς είναι αυτός των ασπίδων και των θυρών (600 π.Χ.). Αρχικά μπαίνοντας μέσα στον τύμβο, βλέπει κανείς ότι υπάρχει ένας δρόμος που οδηγεί σε έναν διάδρομο, ο οποίος πλαισιώνεται από έναν ταφικό θάλαμο σε κάθε πλευρά. Ακολουθεί ένα μεγαλύτερο δωμάτιο με ταφικές κλίνες κατά μήκος των πλευρών του, στο πίσω μέρος του οποίου ανοίγονται ακόμη τρεις ταφικοί θάλαμοι. Οι θάλαμοι αυτοί, πέραν από τη χρήση τους ως τάφοι, λειτουργούσαν και σαν μια κατοικία για την ψυχή του νεκρού, γι’ αυτό και έχουν λαξευτεί θρόνοι και ασπίδες ώστε να δοθεί το αίσθημα της κατοίκησης.
Πλαστική
Πέραν της άψογης αρχιτεκτονικής τους ικανότητας, οι Ετρούσκοι, ήταν και προικισμένοι γλύπτες με έργα μοναδικής καλλιτεχνικής ιδιαιτερότητας. Γινόταν ευρεία χρήση χαλκού στα έργα τους με επίχριση λίθου. Ένα από αυτά είναι η μορφή του Απόλλωνα πάνω στον ναό στους Βηίους που απεικονίζεται στην κορυφή του. Ο θεός σε διασκελισμό προς τα εμπρός φορεί μια ετρουσκική τήβεννο. Παράλληλα, ένα στήριγμα αναμεσά στα ποδιά διακοσμείτε με ελικωτά μοτίβα. Παρατηρούμε μια ομοιότητα με τα αντίστοιχα ελληνικά αγάλματα, τους κούρους της Αρχαϊκής Ελλάδος, από τους οποίους εμπνευστήκαν οι Ετρούσκοι. Οι διαφορές είναι ότι το ετρουσκικό γλυπτό δεν απεικονίζεται γυμνό και έχει μια μεγαλύτερη ζωντάνια ως προς την κίνηση. Επιπλέον, οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν μάρμαρα για τους κούρους, ενώ οι Ετρούσκοι λόγω έλλειψης έκαναν χρήση του πηλού και του χαλκού. Περεταίρω έργα ετρουσκικής καλλιτεχνικής δημιουργίας αποτελούν και το άγαλμα του Mars του Todi (πρώιμος 4ος αι. π.Χ.), καθώς και απεικονίσεις μυθικών τεράτων όπως η Χίμαιρα που εντυπωσιάζει με τη ρεαλιστική απεικόνισή της.
Ζωγραφική
Η ζωγραφική αποτελεί μέσο για τους Ετρούσκους ως προς την απεικόνιση της θρησκευτικής τους ζωής, κυρίως όμως για τις νεκρικές τελετουργίες που κατέχουν μέγιστη σημασία. Οι ζωγραφιές απεικονίζουν ζωντανές και πολύχρωμες σκηνές από την ετρουσκική μυθολογία και καθημερινότητα, όπως σκηνές ψαρέματος, κυνηγιού και συμπόσια. Τέτοια έργα μαρτυρούνται στις τοιχογραφίες στον τάφο του κυνηγιού, του ψαρέματος και των λεαινών. Τα χρώματα που χρησιμοποιούσαν οι καλλιτέχνες ήταν φτιαγμένα από οργανικά υλικά. Η χρήση σκίασης είναι ελάχιστη έως ότου η επιρροή από τους Έλληνες καλλιτέχνες μέσω της Μεγάλης Ελλάδας και η νέα τους μέθοδος του κιτσοκοσούρου με τις έντονες αντιθέσεις φωτός και σκιάς. Η έμπνευσή τους πηγάζει, επίσης, και από τους ελληνικούς μύθους. Στον τάφο των Ταύρων στην Ταρκυνία εικονίζεται ο Αχιλλέας να στήνει ενέδρα στον τρωικό πρίγκηπα Τρωίλο (540 π.Χ.). Στην τοιχογραφία αυτή συνδυάζεται η τεχνική της σκιαγραφίας με την τεχνική του απλού περιγράμματος (άλογο του Τρωίλου, λιοντάρια, λιθόπλινθους). Οι μορφές είναι αρκετά μεγάλες, όμως ο καλλιτέχνης κατάφερε να αποδώσει τα στοιχεία του περιβάλλοντος χωρίς να φαίνεται αφύσικο.
Μεταλλοτεχνία
Οι Ετρούσκοι κατείχαν την ικανότητα της μεταλλοτεχνίας σε άψογο βαθμό όπως παρατηρούμε και από τους καθρέφτες τους. Πρόκειται για κυκλικούς δίσκους που έχουν τη λειτουργία ενός καθρέφτη με την μια πλευρά γυαλισμένη, ώστε να αντανακλάτε και την άλλη διακοσμημένη με εγχάρακτες μυθολογικές σκηνές. Τους βρίσκουμε ως κτερίσματα σε αριστοκρατικούς γυναικείους τάφους. Σχεδιασμένοι να κρατούνται στο χέρι χρησιμοποιώντας μια μοναδική λαβή, η ανακλαστική πλευρά των καθρεπτών γινόταν με το να γυαλίζεται η επιφάνεια. Οι καθρέφτες αυτοί κατείχαν στο πίσω μέρος τους διάφορες διακοσμητικές απεικονίσεις που είχαν να κάνουν με γυναικείες μορφές. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί αυτή της θεάς Lesa, μια φτερωτή μορφή η οποία κρατά ένα αλάβαστρο και τρέχει γύρω από ένα μεγάλο λουλούδι. Οι γυναίκες φύλαγαν τους καθρέφτες σε χάλκινες πυξίδες που ονομάζονται “cistae”.
Η μοναδικότητα των Ετρούσκων
Πέραν των εμπορικών σχέσεων που είχαν οι Ετρούσκοι με πληθώρα πολιτισμούς, η σημαντικότερη επιρροή που άσκησαν ήταν ακριβώς αυτή στους Ρωμαίους γείτονές τους. Παρόλο που κατακτήθηκαν από τους Ρωμαίους, η καλλιτεχνική τους προσωπικότητα παρέμεινε ανεξάρτητη. Το μοναδικό και ξεχωριστό χαρακτηριστικό των Ετρούσκων ήταν η ειλικρίνεια ως προς τις απεικονίσεις τους και ο ρεαλισμός. Σκοπός δεν ήταν να ωραιοποιήσουν έναν άνθρωπο αλλά να τον απεικονίσουν με όλα του χαρακτηριστικά και να αναδείξουν τη μοναδική προσωπικότητα του ατόμου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- N. H. and A. Ramage Ρωμαϊκή Τέχνη, μετάφραση Δ. Δημητριάδου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2018.
- Etruscan Art, worldhistory.org, Διαθέσιμο εδώ