Της Βασιλικής Μπουτκάρη,
Πολλές φορές στην καθημερινότητα γίνονται κάποιες πράξεις τις οποίες ως πολίτες δε γνωρίζουμε αν είναι και αν θεωρούνται εγκλήματα. Έγκλημα είναι κατά τον ορισμό του άρθρου 14 ΠΚ «πράξη άδικη και καταλογιστή σε εκείνον που την τέλεσε, η οποία τιμωρείται από τον νόμο». Τα στοιχεία του εγκλήματος που προκύπτουν από τον ως άνω ορισμό είναι:
- Πράξη ή παράλειψη,
- άδικη, και
- καταλογιστή.
Το έγκλημα είναι πράξη. Τόσο νομοθετικά (άρθρα 1 και 14 ΠΚ), όσο και συνταγματικά (αρ. 7 Συντ. 1975) αποκλείεται να χαρακτηριστεί το φρόνημα ως έγκλημα. Πράξη με τη στενή έννοια του όρου είναι η ενέργεια ανθρώπου που μεταβάλλει τον εξωτερικό κόσμο, κινητοποιώντας και ελέγχοντας τη φυσική αιτιότητα γι’ αυτή τη μεταβολή.
Πιο συγκεκριμένα, α) η πράξη αναφέρεται στον άνθρωπο, γιατί αυτός αποτελεί το συστατικό στοιχείο της κοινωνίας. Επιπλέον, β) η ανθρώπινη πράξη, ως κοινωνική εκδήλωση του ανθρώπου πρέπει να έχει εξωτερικότητα. Πράξη κατ΄ αυτή την έννοια σημαίνει εξωτερίκευση. Επίσης, γ) η πράξη έχει ποινικό ενδιαφέρον μόνον όταν είναι αυτοκυβερνούμενη, όταν δηλαδή ο δράστης έχει τον έλεγχο των κινήσεων του. Επομένως, πρέπει να υπάρχει συνείδηση. Τέλος, δ) η πράξη θα πρέπει να έχει και κοινωνικό νόημα.
Στο άρθρο 14 παρ.2 ΠΚ περιλαμβάνονται και οι παραλείψεις. Παράλειψη είναι η αδράνεια ανθρώπου, η οποία προηγείται άμεσα της επέλευσης ενός αποτελέσματος που έχει δρομολογηθεί από τη φυσική αιτιότητα, επιτρέποντας την επέλευση του, όταν δηλαδή δεν κάνει ο πρώτος μια συγκεκριμένη μυϊκή ενέργεια η οποία πρέπει να είναι και αυτοκυβερνούμενη. Αντικειμενική αιτιότητα έχουμε όταν κίνηση ή αδράνεια και αποτέλεσμα ενώνονται μαζί σε πράξη.
Το τελικό άδικο της πράξης
Για να μπορέσουμε να χαρακτηρίσουμε μια πράξη ως άδικη θα πρέπει να ανατρέξουμε στο άρθρο 14 ΠΚ, το οποίο αναφέρει ρητά πως μια εγκληματική πράξη είναι άδικη. Για να μπορεί να είναι, όμως, μια πράξη έγκλημα χρειάζεται και η ουσιαστική απαξία αυτής που προκύπτει από την αξιολόγηση της ενόψει της προστασίας άλλων αγαθών. Χωρίς την αξιολόγηση αυτή, δε θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε πως μια πράξη δεν είναι μόνο αρχικά αλλά και τελικά άδικη.
Η υποκειμενική υπαιτιότητα ή αλλιώς αρχικός καταλογισμός (δόλος-αμέλεια)
Ο σύνδεσμος μυϊκής ενέργειας- αποτελέσματος, που χτίζει αντικειμενικά την πράξη, θα πρέπει να καλύπτεται υποκειμενικά από τη γνώση και θέληση ή τουλάχιστον από την υπαίτια άγνοια και την αποκρουόμενη κοινωνικά αδιαφορία του δράστη. Υπάρχουν δύο είδη υποκειμενικής υπόστασης, και αυτά είναι ο δόλος και η αμέλεια του δράστη. Πιο συγκεκριμένα, ο δόλος απαρτίζεται από δύο στοιχεία: το γνωστικό και το βουλητικό. Στο γνωστικό μπορεί α) να γνωρίζω κάτι ως βέβαιο και β) να γνωρίζω κάτι ως ενδεχόμενο. Ενώ στο βουλητικό μπορεί α) να επιδιώκω ένα αποτέλεσμα ή β) να το αποδέχομαι. Ο δόλος και η γνώση πρέπει να καλύπτουν όλα τα στοιχεία της πράξης. Από την άλλη μεριά, αμέλεια υπάρχει όταν ο δράστης, ενώ γνωρίζει πως θέτει σε κίνδυνο έννομο αγαθό, αδιαφορεί ελπίζοντας ή πιστεύοντας ότι το αποτέλεσμα δε θα πραγματοποιηθεί. Η δεύτερη μορφή της αμέλειας υπάρχει όταν ο δράστης, ενώ γνωρίζει πως θέτει σε κίνδυνο πάλι έννομο αγαθό, αδιαφορεί πιστεύοντας αυτή την φορά πως το αποτέλεσμα δε θα πραγματοποιηθεί. Και τέλος, η τρίτη και τελευταία μορφή της αμέλειας υπάρχει όταν ο δράστης μη προβλέποντας πως η πράξη του θέτει σε κίνδυνο κάποιο έννομο αγαθό, δεν την σταματά. Αρχικός καταλογισμός είναι η αμέλεια ή ο δόλος προκειμένου να υπάρχει στοιχειοθέτηση του εγκλήματος.
Ο τελικός καταλογισμός της πράξης
Ο καταλογισμός σε ενοχή ανήκει στην αξιολόγηση. Η τελική ενοχή περιέχει πέρα από το οντικό στοιχείο της υποκειμενικής υπαιτιότητας και τα αξιολογικά στοιχεία που επισύρουν τελικά τη μομφή κατά του δράστη της πράξης για την σχέση του με το άδικο αποτέλεσμα. Τα στοιχεία αυτά, που συγκροτούν το επίμεμπτο του δράστη για κάποιο έγκλημα που έκανε, είναι η ικανότητα για καταλογισμό, η συγκεκριμένη αξιολογική ετοιμότητα, η γνώση του χώρου της απαξίας και η δυνατότητα ενέργειας σύμφωνα με την αξιολόγηση. Τα παραπάνω αξιολογικά στοιχεία της ενοχής συγκροτούν τη συνείδηση του αδίκου η οποία αντιστοιχεί με το άδικο του αντικειμενικού χώρου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι – Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ποινικό Δίκαιο – Επιτομή Γενικού Μέρους, Άρθρα 1-49 ΠΚ, Ζ’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2005.