Του Χρήστου Ζησιάδη,
Το έτος 1980, ο Ν. Παναγιωτάκης γνωστοποιεί τις έρευνές του σχετικά με έναν αναγεννησιακό Έλληνα μουσικό από την ενετοκρατούμενη Κρήτη, ο οποίος έδρασε και στη Βενετία και στο Μόναχο, δίνοντας έτσι φως στην αλληλεπίδραση της ελληνικής μουσικής δημιουργίας με τη δυτική σε εποχές που μας ήταν ιστοριογραφικά σκοτεινές. Μέχρι και εκείνη τη στιγμή, λόγω της έλλειψης μουσικών χειρόγραφων, η ιστορία της λόγιας ελληνικής μουσικής έφτανε μέχρι και τη λεγόμενη Επτανησιακή Σχολή του 19ου αιώνα. Η κατάσταση αυτή άλλαξε, όταν μετά από έρευνες περίπου οκτώ ετών στα ενετικά αρχεία στην Κρήτη και στη Βενετία, ο κ. Παναγιωτάκης κατάφερε όχι μόνο να συνθέσει το βιογραφικό του κρητικού μουσικού Φραγκίσκου Λεονταρίτη, αλλά και να γνωστοποιήσει το έργο του.
Γεννημένος περίπου το 1518, όταν η Κρήτη βρισκόταν ακόμα υπό βενετική εξουσία, υπήρξε νόθο παιδί του καθολικού ιερέα Νικόλαου Λεονταρίτη και της ορθόδοξης Μαρίας Σιμιλινοπούλας. Μεγάλωσε στο εκκλησιαστικό περιβάλλον της αρχιεπισκοπίας του Αγίου Τίτου του Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο) όπου εργαζόταν ο πατέρας του ως ιερέας και θυσαυράριος. Ο Νικόλαος φαίνεται να αντιλαμβάνεται από νωρίς τη μουσικότητα του γιου του και στην ηλικία των 12-15, μετά από δική του παρότρυνση, ο νεαρός Φραγκίσκος θα ταξιδέψει στη Ρώμη προκειμένου να σπουδάσει μουσική. Όταν επιστρέψει πίσω στην Κρήτη θα καταφέρει χάρη στις γνωριμίες και την επιρροή του πατέρα του να γίνει κατώτερος κληρικός και να εργαστεί ως οργανίστας στην ίδια εκκλησία, πράγμα σπάνιο για τα νόθα παιδιά εκείνη την εποχή.
Το 1549 θα μετεγκατασταθεί στη Βενετία, στην οποία οι τέχνες και τα γράμματα εκείνη την περίοδο βρίσκονται σε άνθιση, προκειμένου να αρχίσει τη μουσική του καριέρα και εκεί θα του δοθεί η ονομασία Il Greco. Ο ίδιος θα προσληφθεί ως τραγουδιστής στη χορωδία του Αγίου Μάρκου, θέση κύρους μεταξύ των μουσικών, όπου κατάφερε να αναδείξει την εξαίσια βαρύτονη φωνή του. Η πρόσληψή του έγινε μετά από παρέμβαση του δόγη της Βενετίας, πράγμα που φανερώνει την ήδη υπάρχουσα φήμη του. Αρχιμουσικός της χορωδίας εκείνη την περίοδο ήταν ο Adrian Willaert (περ. 1490-1562), ο οποίος υπήρξε και ιδρυτής της λεγόμενης βενετσιάνικης σχολής που κυριάρχησε τον 16ο αιώνα στην Ευρώπη. Ο Λεονταρίτης βρέθηκε σε έναν κύκλο μεγάλων μουσικών της εποχής όπως τον Cipriano di Rore, τον Girolamo Cavazzoni και τον θεωρητικό μουσικό Gioseffo Zarlino, επηρεάζοντας έτσι τη μουσική του καλλιέργεια και ταυτότητα. Το έτος 1552 θα τιμωρηθεί με έκπτωση από την ιερατική του ιδιότητα για άγνωστους λόγους, ενώ το 1557 θα παραιτηθεί από τη θέση του στη χορωδία της Βενετίας και θα παραμείνει εκεί για άλλα πέντε χρόνια με την οικονομική του κατάσταση να χειροτερεύει συνεχώς.
Επόμενο ορόσημο στη ζωή του Φραγκίσκου είναι η μετεγκατάστασή του στο Μόναχο, το 1562, όπου προσελήφθη ως χορωδός της βαυαρικής αυλής από τον Δούκα Αλβέρτο Ε’. Η συγκεκριμένη χορωδία ήταν από τις σημαντικότερες της Ευρώπης, με πολλές εξέχουσες μουσικές προσωπικότητες να περνούν από αυτήν όπως ο Orlando di Lasso, γνωστός συνθέτης πολυφωνικών έργων, ο οποίος εκείνη την περίοδο ήταν αρχιμουσικός της χορωδίας. Αυτή η πενταετής περίοδος υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγική για τον ίδιο, με τη σύνθεση μιας σειράς λειτουργιών και μοτέτων που σώζονται μέχρι και σήμερα.
Το 1567 θα επιστρέψει ξανά στη Βενετία, όπου θα βρεθεί εμπλεκόμενος με μία υπόθεση κατασκοπείας. Φοβούμενος για τη ζωή του, η υπόθεση αυτή θα τον επηρεάσει τόσο ψυχολογικά όσο και οικονομικά καθώς είναι αναγκασμένος να κρύβεται στο σπίτι του και να δαπανά πολλά χρήματα στην προσωπική φρουρά του, οδηγώντας τον στην υποθήκευση όλων των περιουσιακών του στοιχείων και στην επιστροφή του πίσω στη Κρήτη. Εκεί θα αξιοποιήσει την πατρική του περιουσία που του είναι ακόμη διαθέσιμη, θα ανακτήσει το ιερατικό του αξίωμα αλλά και τη θέση του οργανίστα. Ο θάνατος θα τον βρει το 1572 στην πατρίδα του.
Ο ίδιος φαίνεται πως ήταν επηρεασμένος από τις ιδέες της Μεταρρύθμισης, όπως και πολλοί συνθέτες της βενετσιάνικης σχολής άλλωστε, σε μία εποχή όπου υπήρχε έντονη κοινωνική αναστάτωση σχετικά με τις ιδέες αυτές. Αυτό ίσως να εξηγεί εν μέρει τόσο τις φυγές του από τη Βενετία και το Μόναχο, όσο και την ιερατική έκπτωσή του.
Σχετικά με το έργο του Φραγκίσκου Λεονταρίτη, το συνθετικό του ύφος αποτελεί ένα ιδιαίτερο δείγμα δυτικής γραφής. Η αποτίμηση του συνολικού του έργου ανέρχεται σε τρεις λειτουργίες, εβδομήντα έξη μοτέτα, έξη μαδριγάλια και δύο ναπολιτάνες. Η εξαιρετική τεχνική του και η έντονη μελωδικότητά του τον καθιστούν διακριτό από τους υπόλοιπους συνάδελφούς του. Όσο για τις παρτιτούρες του, έχουν ζωντανέψει ξανά μέσω διάφορων μουσικών συνόλων που τις ερμηνεύουν τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, με την πρώτη εκτέλεση των έργων του να γίνεται το καλοκαίρι του 1988, από τον Αντώνη Κοντογεωργίου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Ν. Μ. Παναγιωτάκης, Φραγκίσκος Λεονταρίτης. Κρητικός μουσικοσυνθέτης του δέκατου έκτου αιώνα. Μαρτυρίες για τη ζωή και το έργο του, Βιβλιοθήκη του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας αρ. 12, Βενετία 1990