Της Σόνιας Βαλαβανίδη,
Περπατώντας στα σκοτεινά σοκάκια της πόλης βλέπεις ανθρώπους κατατρεγμένους, ανήμπορους, ρακένδυτους που αναζητούν την ελπίδα μέσα από τα δικά σου μάτια ή που η ελπίδα έχει σβήσει και απλώς βρίσκονται χαμένοι στην άβυσσο των δυσκολιών τους. Το βλέμμα σου θα μαγνητιστεί από αυτόν που δεινοπαθεί και ικετεύει στα πόδια σου στρυμωγμένος από την ανάγκη της επιβίωσης. Αναστενάζεις και απορείς με την αδιαφορία των ατόμων γύρω σου, τα κενά βλέμματα, τη δυνατότητα να βγουν από την απραξία μα την επιλογή να μην το κάνουν προτιμώντας να αγνοούν επιδεικτικά τους…ρακένδυτους. Βαδίζοντας στην άλλη άκρη της πόλης τίποτα από αυτά που αντίκρυσες πρωτύτερα δεν υπάρχει. Εδώ συναντάς τον πλούτο και την αίγλη. Απορείς και πάλι με την κατάντια αυτού του κόσμου. Γυρνώντας στο σπίτι ανοίγεις την τηλεόραση και βάζεις για ακόμη μια φορά τις ειδήσεις θέλοντας να είσαι πάντα ενημερωμένος πολίτης. Μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας πλησιάζει τον Πρωθυπουργό εξηγώντας του τα οικονομικά της προβλήματα. Από όλα όσα λέει εσύ επίμονα εμμένεις στη λέξη «πεινάω». Αυτή η λέξη τρυπάει την καρδιά σου και ένα «γιατί» αναδύεται από τα χείλη σου.
Σκέψεις τριβελίζουν το μυαλό σου. Η απάντηση στο ερώτημά σου δεν είναι εύκολη μα εσύ κρατώντας ακόμη το τηλεχειριστήριο της τηλεόρασης προσπαθείς να οργανώσεις την σκέψη σου. Έχουμε, άραγε, κράτος πρόνοιας ικανό να στηρίξει πραγματικά έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε ανάγκη; Αφήνεις το τηλεχειριστήριο και σηκώνεσαι πλησιάζοντας το παράθυρο. Πράγματι, στην Ελλάδα, στη χώρα που τις περισσότερες φορές τα πράγματα δεν πηγαίνουν όπως τα περιμένεις, το κράτος πρόνοιας υπολειτουργεί αφήνοντας τους ευάλωτους πολίτες της να παλεύουν με τα κύματα της ζωής δίχως να δώσει σωσίβια σε εκείνους που δεν ξέρουν καλό κολύμπι. Παρατηρείς μια παρέα παιδιών που περνούν κάτω από το σπίτι. Η ζωηρότητα των νιάτων τους σε κάνει να χαμογελάσεις, μα αμέσως μια άλλη εικόνα εισβάλλει στο μυαλό σου. Παιδιά ίδιας ηλικίας που περιφέρονται στους δρόμους αναζητώντας τρόπο να ανακουφίσουν την πείνα τους. Αναθεματίζεις την κοινωνική ανισότητα που οδηγεί τους ανθρώπους στα όριά τους, τους ευτελίζει συναισθηματικά και τους ωθεί σε πράξεις αναγκαίες για την επιβίωσή τους.
Συνεχίζεις να στέκεσαι κοντά στο παράθυρο και συλλογίζεσαι πόσο ζωτικής σημασίας είναι για αυτά τα παιδιά να τους δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία για να αποδείξουν ποιοι είναι και που μπορούν να φτάσουν. Αναλογίζεσαι πως πολλοί από τους ενήλικες που υποφέρουν μπορεί και να αποτελούν θύματα των προσωπικών τους λαθών. Αυτό, βέβαια, δεν δικαιολογεί επ’ ουδενί την έλλειψη ενσυναίσθησης όσων κατά λάθος… περνούν από μπροστά τους. Οι προσωπικές φιλοδοξίες μάλλον λειτουργούν ως κάλυμμα για να μην βλέπουμε την δυστυχία των άλλων.
Μετατοπίζεις το βλέμμα σου στο ρολόι του τοίχου. Οχτώ η ώρα. Έχεις ήδη αργήσει στο ραντεβού σου. Για λίγα δευτερόλεπτα χάνεσαι στο παιχνίδισμα των χρωμάτων του δειλινού. Μαγεύεσαι με την πανδαισία των αποχρώσεων. Το μυαλό σου συνεχίζει να αναμασά εικόνες που είδες νωρίτερα. Σκέφτεσαι τις αντιθέσεις της ζωής, τη φτώχεια και τον πλούτο, τις σκληρές συνθήκες και τις ευκολίες που συναντούν κάποιοι στο πέρας του ταξιδιού τους. Εγκληματικές αντιθέσεις τις ονομάζεις. Ανοίγεις την πόρτα μα κοντοστέκεσαι. Πόσο συνένοχοι είμαστε στο έγκλημα αυτό; Κρατάμε τα μάτια μας ερμητικά κλειστά στα χρόνια της αφθονίας. Μειδιάς. Μάτια ερμητικά κλειστά; Φεύγεις μα η τελευταία σκέψη συνεχίζει να μένει καρφωμένη στο μυαλό σου. Γιατί, άραγε, κρατάμε τα μάτια μας ερμητικά κλειστά;