Του Θανάση Λέφα,
Κατά κανόνα, η ενοχή (ή απαίτηση), το δικαίωμα δηλαδή ενός προσώπου να απαιτήσει από ένα άλλο ορισμένη παροχή, είναι μεταβιβαστή. Η εν λόγω μεταβίβαση δύναται να επέλθει με δύο τρόπους, είτε με καθολική διαδοχή, είτε με ειδική διαδοχή. Την ειδική αυτή διαδοχή στην απαίτηση επιφέρει η εκχώρηση, η οποία είναι σύμβαση στο πλαίσιο της οποίας ο δανειστής – ο οποίος εφεξής θα καλείται εκχωρητής – μεταβιβάζει την απαίτησή του σε τρίτον καθιστώντας αυτόν νέο δανειστή – ο οποίος εφεξής θα καλείται εκδοχέας – χωρίς για τη μεταβίβαση αυτή να απαιτείται συναίνεση του οφειλέτη (455 ΑΚ).
Καταρχήν, προϋποθέσεις για την έγκυρη εκχώρηση της απαίτησης είναι οι εξής τέσσερις:
1) Η ύπαρξη απαίτησης είναι απαραίτητο εννοιολογικό στοιχείο αφού αντικείμενο εκχώρησης είναι μόνο ενοχικά δικαιώματα (δηλαδή απαιτήσεις) κι όχι εμπράγματα ή οικογενειακά. Σημαντικό είναι να διευκρινισθεί εδώ ότι μεταβιβάζεται μόνο η απαίτηση και όχι όλη η έννομη σχέση από την οποία πηγάζει. Για παράδειγμα, ο πωλητής πράγματος μπορεί να μεταβιβάσει με εκχώρηση σε τρίτον την απαίτηση που έχει κατά του αγοραστή για την καταβολή του τιμήματος. Δεν μεταβιβάζεται όμως η ενοχική σχέση της πώλησης ως σύνολο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Επίσης, η απαίτηση πρέπει να είναι ορισμένη ή τουλάχιστον οριστή, να προκύπτει δηλαδή με σαφήνεια από τη σύμβαση της εκχώρησης το είδος και η έκταση της απαίτησης, καθώς και το πρόσωπο του οφειλέτη.
2) Κατά δεύτερον, είναι απαραίτητη η σύναψη σύμβασης μεταξύ εκχωρητή και εκδοχέα. Επιμέρους χαρακτηριστικά της σύμβασης είναι ότι αυτή είναι καταρχάς εκποιητική επειδή έχει ως άμεσο έννομο αποτέλεσμα τη μεταβίβαση (εκποίηση) της απαίτησης από τον παλαιό στον νέο δανειστή. Επίσης, είναι σύμβαση αναιτιώδης, με την έννοια ότι το κύρος της εκχώρησης είναι ανεξάρτητο από το κύρος και την ύπαρξη της αιτίας της. Ως συνηθέστερη αιτία της εκχώρησης προβάλλει μια επαχθής (π.χ. πώληση) ή μια χαριστική (π.χ. δωρεά) δικαιοπραξία. Επομένως, ακόμα κι αν η σύμβαση της πώλησης ή της δωρεάς πάσχει ακυρότητας, η σύμβαση της εκχώρησης αυτή καθεαυτή είναι καθόλα έγκυρη. Τρίτο και τελευταίο στοιχείο της σύμβασης εκχώρησης είναι το άτυπο αυτής, με συνέπεια να μπορεί να καταρτιστεί έγκυρα ακόμα και προφορικά ή σιωπηρά, χωρίς να απαιτείται να περιβληθεί ορισμένο συστατικό τύπο (π.χ. συμβολαιογραφικό έγγραφο).
3) Τρίτη προϋπόθεση του κύρους της εκχώρησης είναι το εκχωρητό της απαίτησης που μεταβιβάζεται. Καταρχήν κάθε απαίτηση είναι ελευθέρως εκχωρητή. Ωστόσο, υπάρχουν απαιτήσεις που είναι ανεκχώρητες, των οποίων η ιδιότητα αυτή προκύπτει από το νόμο, από δικαστική απόφαση, από τη συμφωνία των μερών ή και από τη φύση της απαίτησης ως προσωποπαγούς (464,465, 466 ΑΚ). Όσον αφορά την περίπτωση που το ανεκχώρητο της απαίτησης συμφωνείται μεταξύ των μερών, εφόσον γίνει εκχώρηση κατά παράβαση της συμφωνίας των μερών, αυτή είναι άκυρη, με την ακυρότητα να είναι σχετική υπέρ του οφειλέτη.
4) Τέταρτη (κι ίσως η πιο σημαντική) προϋπόθεση είναι αυτή της αναγγελίας. Ανωτέρω έγινε νύξη στο γεγονός της μη συμμετοχής του οφειλέτη στη μεταξύ του παλαιού και του νέου δανειστή σύμβαση εκχώρησης. Προκειμένου, λοιπόν, να προστατευτεί ο οφειλέτης, η διάταξη του άρθρου 460 ΑΚ ορίζει ότι ο εκδοχέας δεν αποκτά δικαιώματα απέναντι στον οφειλέτη και σε τρίτους πριν ο ίδιος ή ο εκχωρητής αναγγείλει, δηλαδή γνωστοποιήσει στον οφειλέτη την εκχώρηση. Η αναγγελία συνιστά, με άλλα λόγια, αίρεση δικαίου προκειμένου ο εκδοχέας να ασκήσει τα απορρέοντα από την εκχωρηθείσα απαίτηση δικαιώματα έναντι του οφειλέτη και των τρίτων. Εξ αντιδιαστολής συνάγεται πως όταν ο οφειλέτης συμμετάσχει με οποιονδήποτε τρόπο στη σύμβαση εκχώρησης μεταξύ εκχωρητή και εκδοχέα, η αναγγελία είναι περιττή.
Εν συνεχεία, σημαντικό είναι να τονιστεί ότι η απαίτηση περιέρχεται στον εκδοχέα με όλα ανεξαιρέτως τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα που συγκέντρωνε στα χέρια του εκχωρητή. Πιο συγκεκριμένα, συμμεταβιβάζονται με την απαίτηση όλα τα παρεπόμενα δικαιώματα που την ασφαλίζουν (π.χ. ενέχυρο, υποθήκη, 458 εδ. α΄ ΑΚ). Πρόκειται για ενδοτικού δικαίου ρύθμιση, οπότε χωρεί αντίθετη συμφωνία των μερών περί μη μεταβίβασης των παρεπόμενων δικαιωμάτων.
Στο σημείο αυτό θα γίνει αναφορά στις επιμέρους σχέσεις των εμπλεκομένων μερών. Αρχικά, μετά την αναγγελία, ο εκχωρητής αποκόπτεται από κάθε δεσμό του με τον οφειλέτη, καθώς ούτε μπορεί να ασκήσει ο ίδιος την απαίτησή του κατά αυτού, αλλά ούτε και ο οφειλέτης μπορεί να απαλλαγεί από το χρέος του καταβάλλοντας στον εκχωρητή. Όσον αφορά τις σχέσεις εκδοχέα και οφειλέτη, αυτές ρυθμίζονται στα άρθρα 462 και 463 ΑΚ. Κατά την 462, ο οφειλέτης έχει απέναντι στον εκδοχέα τις ίδιες υποχρεώσεις που είχε απέναντι στον εκχωρητή. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την 463 παρ. 1, ο οφειλέτης μπορεί να αντιτάξει κατά του εκδοχέα όλες τις ενστάσεις που είχε κατά του εκχωρητή πριν από την αναγγελία, τις ενστάσεις των οποίων η νομική βάση υπήρχε κατά τον χρόνο της αναγγελίας. Οι ενστάσεις αφορούν ελαττώματα της ίδιας της εκχώρησης, όχι ελαττώματα της αιτίας της, κατ’ εφαρμογή του αναιτιώδους χαρακτήρα της εκχώρησης που αναφέρθηκε παραπάνω.
Ειδικότερα, όσον αφορά την ένσταση συμψηφισμού του οφειλέτη κατά του εκδοχέα, η διάταξη του άρθρου 463 παρ. 2 ΑΚ προβλέπει το εξής : Ανταπαίτηση του οφειλέτη έναντι του εκχωρητή που δεν είναι ληξιπρόθεσμη κατά το χρόνο της αναγγελίας, μπορεί να προταθεί σε συμψηφισμό εναντίον του εκδοχέα εφόσον καταστεί ληξιπρόθεσμη πριν την εκχωρηθείσα απαίτηση. Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι αν η ανταπαίτηση του οφειλέτη είναι ληξιπρόθεσμη κατά το χρόνο της αναγγελίας, παραδεκτώς προτείνεται σε συμψηφισμό έναντι του εκδοχέα όπως ορίζει το άρθρο 448 ΑΚ.
Τέλος, αναφορικά με τη σχέση εκχωρητή και εκδοχέα, άξιο αναφοράς είναι το θέμα της ευθύνης του εκχωρητή για δύο ζητήματα, την ύπαρξη της απαίτησης και τη φερεγγυότητα του οφειλέτη. Το πρώτο ρυθμίζεται από τη διάταξη 467 ΑΚ όπου προβλέπεται ευθύνη του εκχωρητή σε περίπτωση επαχθούς αιτίας της εκχώρησης και μη ευθύνη σε περίπτωση χαριστικής. Σχετικά με το δεύτερο ζήτημα, καταρχήν ο εκχωρητής δεν ευθύνεται για τη φερεγγυότητα του οφειλέτη, είναι όμως δυνατό να την υποσχέθηκε, οπότε σε αυτή την περίπτωση φέρει ευθύνη μόνο για τη φερεγγυότητα του οφειλέτη τη στιγμή της εκχώρησης, με συνέπεια ενδεχόμενη μεταγενέστερη αφερεγγυότητα του οφειλέτη να μην επηρεάζει την ευθύνη του εκχωρητή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓH
- Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, 2015.