Της Δήμητρας Ψύλλια,
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης πραγματοποιούνται πολυάριθμες ορμονικές αλλαγές, οι οποίες με τη σειρά τους επιφέρουν και πολυάριθμες φυσιολογικές μεταβολές στη γυναίκα και στο ανοσοποιητικό της σύστημα. Το ανοσολογικό πρότυπο του σώματος της εγκύου αλλάζει και είναι ύψιστης σημασίας να διατηρηθεί μια ισορροπία μεταξύ της ανοσολογικής ανοχής της μητέρας έναντι των εμβρυϊκών αντιγόνων και ταυτόχρονα να εξασφαλιστεί η άμυνά της έναντι μολυσματικών παραγόντων, απειλητικών για την ίδια και το έμβρυο. Ειδικότερα, αναδύεται η ύπαρξη μιας τριπλής αλληλεπίδρασης στο σώμα της εγκύου, μεταξύ των ορμονών της εγκυμοσύνης, του ανοσοποιητικού συστήματος και του φυσιολογικού διαφοροποιημένου microbiota της εγκυμοσύνης. Αποδεικνύεται ότι οι αλλαγές που υφίσταται το σώμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί μεν ορισμένες να συμβάλλουν στη διατήρηση της ομοιόστασής της, ωστόσο αυτές οι ίδιες ανοσολογικές και μικροβιακές μεταβολές μπορεί ταυτόχρονα να καταστήσουν τις εγκύους πιο ευάλωτες και επιρρεπείς κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και της περιόδου μετά τον τοκετό σε σημαντικά απειλητικές ενδοκοιλιακές λοιμώξεις.
Οι ενδοκοιλιακές λοιμώξεις που κατά κύριο λόγο οφείλεται να ελέγχονται στην εγκυμοσύνη διακρίνονται στις:
- λοιμώξεις οι οποίες προσβάλλουν οξέως την έγκυο, μπορούν να επηρεάσουν τόσο την έκβαση της εγκυμοσύνης όσο και την υγεία του νεογνού και για τις οποίες υπάρχει η δυνατότητα διάγνωσης και παρέμβασης, προφυλακτικής ή θεραπευτικής
- στις ειδικές λοιμώξεις, οι οποίες λόγω δυσκολίας στην ερμηνεία των διαγνωστικών μεθόδων, συχνά αποτελούν αίτια διακοπών κυήσεως. Μερικές από αυτές είναι ονομαστικά η τοξοπλάσμωση, η λοίμωξη από κυτταρομεγαλοϊό και λιγότερο συχνά μπορεί να προσβληθούν από τη συφιλίδα, την ερυθρά, τον ιό του απλού έρπητα, την ανεμοβλογιά και τον ιό HIV
Λοίμωξη από κυτταρομεγαλοϊό
Η λοίμωξη από κυτταρομεγαλοϊό (CMV) μεταξύ των εγκύων γυναικών θα μπορούσε να προκαλέσει ηπατίτιδα CMV με πιθανές αλλαγές στη μέτρηση της ηπατικής δυσκαμψίας (LSM), η οποία θα μπορούσε να αυξηθεί αναστρέψιμα κατά τη διάρκεια των φυσιολογικών κυήσεων και ιδιαίτερα στο τρίτο τρίμηνο. Ο κυτταρομεγαλοϊός (CMV) είναι ένας ιός DNA, ο οποίος ενεργοποιείται από λανθάνουσα λοίμωξη. Αν και η λοίμωξη από αυτόν είναι γενικά ασυμπτωματική, μπορεί να προκαλέσει σοβαρή νόσο σε ανοσοκατεσταλμένους, λήπτες μοσχευμάτων, νεογνά και φυσικά εγκυμονούσες.
Η λοίμωξη της γυναίκας από CMV κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας και την πιο κοινή συγγενή ιογενή λοίμωξη. Η συγγενής αυτή λοίμωξη μπορεί να είναι όπως αναφέρθηκε συμπτωματική κατά την ευαίσθητη περίοδο της εγκυμοσύνης και εμφανίζεται περίπου στο 10% των νεογνών κατά τη γέννηση με μία αρκετά σοβαρή και απειλητική μορφή για τη ζωή. Χαρακτηριστικά συμπτώματα της συγγενούς λοίμωξης από κυτταρομεγαλοϊό (CMV) είναι η απώλεια ακοής και η νοητική καθυστέρηση σε βρέφη τα οποία δεν φέρουν γενετικές διαταραχές. Αξίζει να αναφερθεί ότι η οξεία λοίμωξη από κυτταρομεγαλοϊό (CMV) αποτελεί σήμερα διεθνώς το κυριότερο αίτιο συγγενούς κωφώσεως και προσβάλλει το 2% περίπου των εγκύων γυναικών.
Τονίζεται ότι οι οροαρνητικές γυναίκες για αντισώματα έναντι του ιού, οι οποίες προέρχονται κυρίως από τη μέση και την υψηλότερη κοινωνικοοικονομική τάξη, θα μπορούσαν εύκολα να αποκτήσουν πρωτοπαθή CMV κατά τη διάρκεια μιας περιόδου τεκνοποίησης και φυσικά να μεταδώσουν τον ιό στα μωρά τους, καθώς είναι λιγότερο πιθανό να μπορέσουν να παραγάγουν εξουδετερωτικά αντισώματα. Η εγκυμοσύνη έχει περιγραφεί ως μια ανοσολογική κατάσταση που παρουσιάζει πολλαπλές προκλήσεις στη διάγνωση, την πρόληψη και τη διαχείριση μολυσματικών ασθενειών. Έτσι, η μητρική λοίμωξη από CMV είναι κατά κύριο λόγο ασυμπτωματική και συνιστά την πιο κοινή αιτία συγγενούς λοίμωξης. Ωστόσο, παρατηρούνται ορισμένες καταστάσεις που τείνουν να αυξάνουν την απειλητικότητα του ιού για το γυναικείο ανοσοποιητικό σύστημα. Ειδικότερα, η παρουσία χρόνιας ηπατικής νόσου ή κίρρωσης σε έγκυες γυναίκες μπορεί να τις εκθέσει σε υψηλότερο κίνδυνο θανάτου που σχετίζεται με το ήπαρ.
Σε περίπτωση οξείας λοίμωξης, η διάγνωση του ιού επιβεβαιώνεται με τον προσδιορισμό ειδικών αντισωμάτων που μπορούν να μας υποδείξουν τη χρονική αφετηρία της λοίμωξης. Αναλυτικότερα, μέσω των σύγχρονων διαγνωστικών μέσων είναι εφικτό να προσδιοριστεί αν η λοίμωξη συνέβη το τελευταίο τρίμηνο της κύησης ή νωρίτερα. Επίσης, είναι αναγκαίο να σημειώσουμε πως έγκυες που δεν έχουν ανοσία ως προς τον CMV χρειάζεται να ελέγχονται ανά 4-6 εβδομάδες με κατάλληλες ορολογικές εξετάσεις ώστε να επιτευχθεί η βέλτιστη πρόληψη.
Όσον αφορά την αντιμετώπιση, οι υγειονομικοί ξεκινούν με τη χορήγηση σφαιρίνης για τον ιό (CMV HIG), μια θεραπεία αρκετά υποσχόμενη με αποτελεσματικότητα που φτάνει στο 95%. Έπειτα, η έγκυος παρακολουθείται με την χρήση υπερηχογραφημάτων, μαγνητικής τομογραφίας και γίνεται αμνιοκέντηση την 22η εβδομάδα της κυήσεως για να ελεγχθεί η πιθανή παρουσία του ιού στο αμνιακό υγρό.
Τοξοπλάσμωση
Η τοξοπλάσμωση οφείλεται στο παράσιτο Toxoplasma gondii, έχει παγκόσμια διασπορά και μεταδίδεται κυρίως από κατοικίδιες γάτες που αποβάλλουν με τα κόπρανα τα ωάρια του παράσιτου. Φαίνεται ότι 20%-30% των εγκύων γυναικών έχουν θετικά αντισώματα, γεγονός που τους παρέχει ανοσία ή εμφανίζει ήπια και άτυπη συμπτωματολογία. Επομένως, είναι πολύ δύσκολη η διάγνωση χωρίς εργαστηριακό έλεγχο. Σε λιγότερες από 10% των περιπτώσεων εκδηλώνονται συμπτώματα όπως:
- Τραχηλική λεμφαδενοπάθεια
- Πυρετός
- Μυαλγίες
- Αρθραλγίες
- Ηπατοσπληνική Διόγκωση
- Δερματικό Εξάνθημα
Ανεξάρτητα, ωστόσο, από την εμφάνιση ή μη κλινικών εκδηλώσεων στην έγκυο, προκύπτει ο κίνδυνος μετάδοσης της λοίμωξης στο έμβρυο, ο οποίος αυξάνει αναλογικά με τις βδομάδες κύησης. Αντίστροφα, όμως, ο κίνδυνος αποβολής, σοβαρών ενδοκρανιακών βλαβών και νευροαναπτυξιακών διαταραχών στο νεογνό αυξάνει κατά την αρχή της κύησης και σε περίπτωση καθυστέρησης στην έναρξη της αγωγής.
Συμπερασματικά, οι φυσιολογικές μεταβολές στην κύηση οφείλονται σε μία ενορχηστρωμένη αλληλεπίδραση φυσικών μεταβολών στο σύστημα της εγκύου που οδηγεί σε μία γενικευμένη αλλαγή στο περιβάλλον της. Αυτές περιλαμβάνουν ενδοκρινικές, μεταβολικές, καρδιαγγειακές, γαστρεντερικές, νεφρικές, μυοσκελετικές, αναπνευστικές και συμπεριφορικές μεταβολές. Καθίσταται, λοιπόν, αντιληπτό ότι η εγκυμοσύνη συνιστά μία ιδιαίτερα ευαίσθητη περίοδο, κατά την οποία οι λοιμώξεις και η γενικότερη αρμονία του ανοσοποιητικού συστήματος της εγκύου επηρεάζουν τόσο την υγεία της γυναίκας όσο και του εμβρύου που η ίδια κυοφορεί.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Screening for maternal cytomegalovirus infection during pregnancy and pregnancy outcome in patients with liver disease: an observational study, pubmed, διαθέσιμο εδώ
- Infections in Pregnancy, pubmed, διαθέσιμο εδώ
- Eγκυμοσύνη: Οι ειδικές λοιμώξεις και η αντιμετώπισή τους, υγεία, διαθέσιμο εδώ