Της Ευθυμίας Γκαμπέση,
Οι οικογένειες δεν είναι μία απλή υπόθεση, είναι περίπλοκες. Διαφορετικές προσωπικότητες, διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες. Παντελώς διαφορετικοί άνθρωποι ζουν κάτω από την ίδια στέγη. Και δεν υπάρχουν τέλειες οικογένειες, διότι, πολύ απλά, δεν υπάρχουν τέλειοι άνθρωποι. Με γνώμονα, λοιπόν, την οικογένεια και τις διαφορετικές εκφάνσεις της ξεδιπλώνεται το καινούριο βιβλίο της βραβευμένης συγγραφέως Dani Shapiro, Φωτεινά σήματα, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση της Δέσποινας Γιανναρούδη.
Ένα από τα best seller έργα της συγγραφέως είναι το Inheritance (2019), από τις Εκδόσεις Knopf. Επίσης, στο συγγραφικό της έργο συγκαταλέγονται τα απομνημονεύματα Hourglass, Still Writing, Devotion, Slow Motion και τα μυθιστορήματα Black & White και Family History. Ακόμη, τον Φεβρουάριο του 2019 ξεκίνησε ένα νέο project, το podcast Family Secrets, σε συνεργασία με την iHeartMedia. Έχει παρευρεθεί στους χώρους του Columbia και New York University, καθώς και σε άλλα εργαστήρια, διδάσκοντας δημιουργική γραφή ανά τον κόσμο. Τέλος, είναι συνιδρύτρια του Sirenland Writers Conference στο Positano της Ιταλίας.
Η ιστορία ξεκινά το 2000, όταν μία παρέα ανήλικων παιδιών, ο Θίο Γουίλφ με την αδερφή του, Σάρα Γουίλφ, και τη φίλη τους Μίστι Ζίμερμαν κάνουν βόλτες με το αυτοκίνητο στην πόλη του Άβαλον. Στη θέση του οδηγού βρίσκεται ο Θίο, ο οποίος θέλοντας να εντυπωσιάσει τη νεαρή κοπέλα, και κατόπιν παρότρυνσης της αδερφής του, οδηγεί κάπως απερίσκεπτα. Σύντομα το αμάξι θα συγκρουστεί με τον κορμό ενός δέντρου, μίας βελανιδιάς, λίγα μόλις μέτρα έξω από το σπίτι της οικογένειας Γουίλφ. Από τα τρία παιδιά, το ένα καταλήγει άτυχο, και έτσι η Μίστι Ζίμερμαν είναι πλέον νεκρή, έχοντας υποστεί μεγάλα και ανεπανόρθωτα τραύματα. Αυτός ο θάνατος θα στιγματίσει μια για πάντα την οικογένεια Γουίλφ.
Στο μεταξύ, τα χρόνια περνάνε και φτάνουμε στο 2022, σε μία χρονιά που έχει αφήσει το στίγμα της η πανδημία. Ο μικρός Γουάλντο Σένκμαν, ένα δωδεκάχρονο αγόρι, έχει ένα ακατανίκητο πάθος για τον ουρανό, τα αστέρια και τους αστερισμούς. Ένα πάθος που δεν καταλαβαίνουν και βλέπουν με καχυποψία οι γονείς του. «Ο Γουάλντο δεν είναι φυσιολογικός», αυτό ακούγεται διαρκώς μέσα στους τέσσερις τοίχους της οικογένειας Σένκμαν. Παραδόξως, ο μικρός βρίσκει έναν φίλο, τον Μπεν Γουίλφ, τον πατέρα του Θίο και της Σάρα, με τον οποίο μοιράζεται αυτό το δημιουργικό ενδιαφέρον του, χωρίς να κρίνεται.
Στη συνέχεια, αποκαλύπτεται μία πολύ σημαντική πληροφορία. Λίγα χρόνια νωρίτερα, την Πρωτοχρονιά του 2000 η ετοιμόγεννη Άλις Σένκμαν, ανίκανη να μετακινηθεί στο νοσοκομείο και δεδομένης της ημέρας, συσπάται στο σαλόνι του νέου σπιτιού του ζευγαριού, ενώ ο Σένκμαν προσπαθεί να βρει βοήθεια. Σαν άγγελος σταλμένος από τον ουρανό εμφανίζεται ο γιατρός Μπεν Γουίλφ και προσφέροντας τα «μαγικά» του, σώζει και ξεγεννά τη μητέρα. Καλά καταλάβατε, το νεογέννητο είναι ο Γουάλντο. Και κάπως έτσι, η ιστορία αυτών των δύο οικογενειών διαπλέκεται.
Το ενδιαφέρον με αυτό το μυθιστόρημα είναι ότι δεν επικεντρώνεται αποκλειστικά στην πλοκή του έργου, αλλά περιεργάζεται και τον χαρακτήρα του καθενός, το κάθε «αστέρι» συμβάλλει στη δημιουργία αυτού του ιδιόμορφου αστερισμού της ιστορίας. Η Σάρα είναι μία πολύ επιτυχημένη γυναίκα. Τα έχει όλα: ομορφιά, δύο αξιολάτρευτες κόρες και έναν σύζυγο, επαγγελματική επιτυχία, οικονομική άνεση. Κάποιος θα έλεγε ότι απέχει μόλις μερικά βήματα από την άβυσσο της ευτυχίας. Κι όμως, νιώθει τόσο μόνη, τόσο φοβισμένη, τόσο χαμένη. Η μόνη της παρηγοριά είναι το αλκοόλ. Από το παιδί-θαύμα που ήταν μικρή, μετατρέπεται σε μία ενήλικη γυναίκα, εγκλωβισμένη σε μία επιφανειακή σχέση, όπου η λαχτάρα της για ένα ποτό υπερνικά την ντροπή που νιώθει.
Η Σάρα ήταν διατεθειμένη να πάρει το φταίξιμο πάνω της, ήταν διατεθειμένη να αναλάβει την ευθύνη, και σχεδόν το έκανε –τουλάχιστον το είπε– το φώναξε «εγώ φταίω, εγώ οδηγούσα». Η πράξη αυτή μπορεί αφελώς να θεωρηθεί ηρωική και γενναία αλλά, δυστυχώς, δεν είναι έτσι, ή τουλάχιστον δεν είναι ακριβώς έτσι. Η Σάρα μπορεί να μην ήταν αυτή που οδηγούσε αλλά ήταν αυτή που έδωσε στον αδερφό της τα κλειδιά, ήταν αυτή που ήταν μεθυσμένη. Μία συνήθεια που δεν σταμάτησε και αφού μεγάλωσε.
Ο Θίο, από την άλλη, ήταν ένας «τυπικός» έφηβος, ήταν ντροπαλός, λιγάκι θυμωμένος, αποξενωμένος και πολύ κλειστός. Η αδερφή του ήθελε να του δώσει λίγο θάρρος, να τον παρακινήσει, «καλύτερα κακός παρά ένα τίποτα». Και έτσι, μέσα σε μία βραδιά γκρεμίστηκε όλος του ο κόσμος. Πέτυχε και ο ίδιος επαγγελματικά, ως μάγειρας, αλλά ποτέ δεν ένιωσε την εσωτερική γαλήνη και ευτυχία, ποτέ δεν κατάφερε να ξεπεράσει τον διακαή φόβο που ένιωθε, και τις τύψεις. Είναι ένας επιτυχημένος μάγειρας, αριστοτέχνης στη δουλειά του, απαιτητικός, τελειομανής, εργασιομανής, παθιασμένος. Γι’ αυτόν, το φαγητό έδινε παρηγοριά σε εποχές που δεν την έβρισκες πουθενά. Το εστιατόριο είναι η ζωή του και δεν έχει ζωή εκτός του εστιατορίου.
Εφόσον, όμως, μιλάμε αρχικά για δύο εφήβους, οι γονείς είναι αυτοί που αναλαμβάνουν το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης που έρχεται με «δώρο» τον υπέρογκο πόνο. Ούτε καν οι γονείς δεν μπόρεσαν να τους προστατέψουν. Και οι δύο οικογένειες υπέστησαν μεγάλα τραύματα, και οι δύο νεαροί κουβαλάνε ακόμη το αφόρητο βάρος των ενοχών αλλά, προφανώς, και η ίδια η οικογένεια της χαμένης κόρης. Ένα συναίσθημα ανεπανόρθωτης καταστροφής. Μία κατάσταση από την οποία δεν μπορεί και δεν θα γλιτώσει ποτέ κανείς.
Η απερισκεψία, η υπερβολική ανεμελιά, η επιπολαιότητα, η παρόρμηση, η έλλειψη αίσθησης κινδύνου ή, ακόμη χειρότερα, η αδρεναλίνη που σε κάνει να παραβλέπεις και να κοιτάς αφ’ υψηλού τον κίνδυνο, όλα αυτά τα στοιχεία στιγμάτισαν για πάντα την οικογένεια, η οποία τώρα φέρει στην πλάτη της ένα σοβαρό και ανεπανόρθωτο τραύμα. Τον θάνατο μιας έφηβης κοπέλας, μίας κοπέλας που δεν πρόλαβε να ζήσει, να δει τι είναι ζωή, να αποφοιτήσει, να αγαπήσει, να βρει δουλειά και ίσως να κάνει οικογένεια, να αποκτήσει και να χάσει φίλους. Όλες αυτές οι πιθανές εκδοχές, όλα τα πιθανά μέλλοντα.
Ο Μπεν Γουίλφ, ένας πατέρας και πολύ αξιόλογος, έξυπνος και σοβαρός άνθρωπος, είναι έτοιμος να μετακομίσει, να φύγει από το σπίτι που παλιά αποτελούσε πηγή ζωής και πυρήνα της οικογένειας Γουίλφ. Το σπίτι είναι υπό διάλυση, το σκηνικό είναι υπό διάλυση. Φαίνεται σαν να έχει τελειώσει η θεατρική παράσταση των ανέμελων παιδικών χρόνων με μοναδικούς πρωταγωνιστές αυτόν και την οικογένειά του.
Από την άλλη, ο πατέρας του Γουάλντο, ο κύριος Σένκμαν, ανησυχεί για τον γιο του. Τον ανησυχεί το υπερβολικό πάθος του και η εμμονή του με τα αστέρια, θεωρεί ότι ζει στον δικό του φανταστικό κόσμο, με αποτέλεσμα απλά να το(ν) αποφεύγει. Αυτό δεν συμβαίνει από έλλειψη αγάπης, αλλά από έλλειψη εμπειρίας και προσωπικής δουλειάς, ίσως. Ακόμα και αυτός, όμως, έχει μία παιδική ηλικία, ένα ιστορικό υπόβαθρο που τον έχει αφήσει και αυτόν τραυματισμένο και πληγωμένο με «ρημαδιασμένα» φτερά και ελάχιστο χώρο για ελπίδες και όνειρα. Κάτι αξιοπερίεργο είναι ότι δεν αναφέρεται πουθενά το όνομα του πατέρα του Γουάλντο, μόνο το επίθετο, Σένκμαν. Βαθιά μέσα του ξέρει ότι δεν ήταν αντάξιος του γιου του, ότι δεν προοριζόταν για τον ίδιο ένας τόσο χαρισματικός γιος. Και από τον φόβο του, την ανησυχία και την επιπολαιότητά του κατάφερε να τον διώξει μακριά του, να τον απωθήσει τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά.
Καταληκτικά, υπάρχουν κάποια πράγματα από τα οποία δεν μπορείς να ξεφύγεις. Και κάποια τραύματα δεν προκαλούνται μόνο από τους γονείς και διαιωνίζονται, αλλά και από τα ίδια τα παιδιά. Ένα φάντασμα μίας νεκρής και άμοιρης κοπέλας που σκοτώθηκε εξαιτίας κακής κρίσης είναι υπεραρκετό για να «στοιχειώσει» για πάντα τις ζωές πολλών ανθρώπων. Στην ουσία, το μυθιστόρημα περιστρέφεται γύρω από δύο οικογένειες και το πώς έχουν συνδεθεί μεταξύ τους με έναν αλλόκοτο και ιδιόμορφο τρόπο με τις εσωτερικές τους πληγές να τους κρατάνε συντροφιά σε κάθε τους βήμα.