Της Γεωργίας Παγιαβλά,
Η σημαντική αύξηση της ανισότητας των αποδοχών στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1970 ώθησε μια αξιοσημείωτη μετατόπιση του ενδιαφέροντος της οικονομικής έρευνας από την οικονομική μεγέθυνση και τη σύγκλιση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην κατανομή του εισοδήματος και τους προσδιοριστικούς της παράγοντες (Fortin et al., 2010). Η εργασία του Atkinson (1970) μεταμόρφωσε σημαντικά την προσέγγιση των οικονομολόγων στη μέτρηση της ανισότητας. Σηματοδότησε την απαρχή της σύγχρονης εμπειρικής ανάλυσης της ανισότητας, δίνοντας έμφαση στα οικονομικά θεμέλια της μέτρησης της ανισότητας για λόγους ευημερίας και εγκαθιδρύοντας τη σύνδεση μεταξύ των ταξινομήσεων της ανισότητας και της γραφικής αναπαράστασης μέσω των καμπυλών Lorenz (Aaberge et al., 2017). Έκτοτε, οι ερευνητές άρχισαν να διερευνούν τη μακροχρόνια εξίσωση ή πόλωση του εισοδήματος μεταξύ περιφερειών και χωρών, δίνοντας έμφαση στη σημασία της αναδιανομής και της μείωσης της φτώχειας, διερευνώντας επίσης πώς η εισοδηματική ανισότητα σχετίζεται με άλλες διαστάσεις, όπως οι δεξιότητες, η εκπαίδευση, οι ευκαιρίες, η ευτυχία, η υγεία, το προσδόκιμο ζωής, η ευημερία, τα περιουσιακά στοιχεία και η κοινωνική κινητικότητα (Heshmati, 2004).
Ο Atkinson (1970) εισήγαγε μια νέα κατηγορία μέτρων ανισότητας που ενσωματώνει ρητά ποικίλες προοπτικές για τη δικαιοσύνη της διανομής. Η θεμελιώδης διορατικότητά του υπογράμμισε ότι η μέτρηση της ανισότητας δεν είναι απλώς ένα αντικειμενικό στατιστικό έργο, αλλά συνδέεται εγγενώς με υποκείμενες κανονιστικές απόψεις. Το κεντρικό, και εξαιρετικά σημαντικό, μήνυμα του Atkinson (2015) είναι ότι η αύξηση της ανισότητας δεν είναι μια αδυσώπητη δύναμη της φύσης: κάτι μπορεί να γίνει για να σταματήσει και να αντιστραφεί.
Η ανισότητα μπορεί να θεωρηθεί ως η απόσταση από την ισότητα, όπως η μέτρηση του χάσματος μεταξύ της παρατηρούμενης κατανομής του πλούτου και της πλήρους ισότητας. Η σύγκριση των κατανομών μπορεί να μην αποδίδει πάντα σαφείς απαντήσεις, ιδίως όταν αξιολογούνται οι αλλαγές με την πάροδο του χρόνου με διαφορετικά μέτρα. Είναι ζωτικής σημασίας να κατανοηθούν οι λόγοι που κρύβονται πίσω από τα διαφορετικά συμπεράσματα. Ο κοινώς χρησιμοποιούμενος συντελεστής Gini, αν και χρήσιμος, δεν επιτρέπει εύκολα το διαχωρισμό και μπορεί να μην είναι αρκετά ευαίσθητος στις μεταβολές της κατανομής. Πρόσφατα δόθηκε επίσης έμφαση στο «κορυφαίο μερίδιο x%» του εισοδήματος ή του πλούτου, αλλά οι ιδιότητές του σπάνια συζητούνται. Ορισμένοι ερευνητές απορρίπτουν ορισμένα μέτρα ανισότητας λόγω θεωρητικών ή πρακτικών προκλήσεων. Για να αντιμετωπιστούν αυτά τα ζητήματα, προτείνεται η επιστροφή στον ορισμό της ανισότητας του Atkinson (1970), μεταφράζοντάς τον σε μαθηματικό δείκτη για τη μέτρηση ή τη σύγκριση της ανισότητας (Costa & Pérez-Duarte, 2019).
Οι μέθοδοι διαχωρισμού (decomposition methods) είναι ζωτικής σημασίας για τη μελέτη της εισοδηματικής ανισότητας, διότι επιτρέπουν στους ερευνητές να διαχωρίζουν πολύπλοκα οικονομικά φαινόμενα. Αναλύοντας τη συνολική ανισότητα σε συνιστώσες εντός και μεταξύ των ομάδων (inequality within and between subgroups), οι ερευνητές μπορούν να εντοπίσουν συγκεκριμένες πηγές και μηχανισμούς που οδηγούν στην ανισότητα (Mori et al. 2011). Για παράδειγμα, η ανισότητα εντός των ομάδων μπορεί να αναδείξει ανισότητες μεταξύ ατόμων με παρόμοια χαρακτηριστικά, ενώ η ανισότητα μεταξύ των ομάδων μπορεί να αποκαλύψει διαφορές μεταξύ διαφορετικών δημογραφικών ή κοινωνικοοικονομικών ομάδων. Για να διερευνήσουν κατά πόσο η συνολική ανισότητα μπορεί να αποδοθεί σε διαφορές μεταξύ και εντός διακριτών ομάδων πληθυσμού (όπως ανά επαγγελματική κατάσταση, ηλικιακή ομάδα ή επίπεδο εκπαίδευσης), οι ερευνητές χρησιμοποιούν συνήθως αθροιστικούς διαχωρίσιμους δείκτες L, T και C. Αυτοί οι δείκτες, που ανήκουν στην οικογένεια της γενικευμένης εντροπίας, είναι κατάλληλοι για τέτοιες αναλύσεις. Μπορούν να διατυπωθούν έτσι ώστε να λαμβάνουν υπόψη τη συμβολή τόσο των διαφορών μεταξύ των ομάδων όσο και των διαφορών εντός των ομάδων στη συνολική ανισότητα (Missos, 2019).
Επίσης, ο διαχωρισμός με βάση τους συντελεστές, όπως και ο διαχωρισμός με βάση τις υποομάδες, χρησιμοποιεί μια σαφή και δομημένη προσέγγιση για την ανάλυση του εισοδήματος και της ανισότητας. Η γραμμική δομή της την καθιστά συγκρίσιμη με την ανάλυση παλινδρόμησης, διευκολύνοντας τη λεπτομερή κατανόηση της συμβολής των διαφόρων συνιστωσών του εισοδήματος στη συνολική ανισότητα. Με άλλα λόγια, τα μοντέλα παλινδρόμησης παρέχουν μια εξελιγμένη προσέγγιση για την αποσύνθεση της ανισότητας (Cowell & Fioriο, 2011).
Οι δημογραφικοί και κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες αλληλεπιδρούν με τους παράγοντες του περιβάλλοντος με την πάροδο του χρόνου, δημιουργώντας μια σύνθετη διαδικασία που επηρεάζει την κατανομή του εισοδήματος σε όλες τις κοινωνίες. Η ανάλυση του ICF (2018) αποσκοπεί στην αξιολόγηση του τρόπου με τον οποίο τα ατομικά χαρακτηριστικά και τα χαρακτηριστικά των νοικοκυριών επηρεάζουν την κατανομή του εισοδήματος, εστιάζοντας στο εισόδημα από εργασία, το οποίο αποτελεί συνήθως την κύρια πηγή εισοδήματος για τα περισσότερα νοικοκυριά .Οι βασικοί προσδιοριστικοί παράγοντες του εργασιακού εισοδήματος περιλαμβάνουν την εργασιακή κατάσταση, την ένταση της εργασίας, την ηλικία, το επίπεδο εκπαίδευσης και τη σύνθεση του νοικοκυριού. Η κατανόηση της επίδρασης αυτών των χαρακτηριστικών στην κατανομή του εισοδήματος είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη κοινωνικών πολιτικών που μειώνουν αποτελεσματικά τις ανισότητες στοχεύοντας στους παράγοντες με τη μεγαλύτερη επιρροή.
Η συμβολή των ατομικών χαρακτηριστικών και των χαρακτηριστικών των νοικοκυριών στην ανισότητα του εισοδήματος αξιολογείται με ανάλυση παλινδρόμησης, σύμφωνα με τη μεθοδολογία των Cowell και Fiorio (2011). Η ανάλυση χρησιμοποιεί τον ακόλουθο τύπο παλινδρόμησης:
𝑌 𝑖𝑗 = 𝛽0 + 𝛽1𝑋1 + 𝛽2 𝑋2 + ⋯ + 𝛽𝑘𝑋𝑘 + 𝜖𝑖𝑗 (1)
To 𝑌𝑖𝑗 αντιπροσωπεύει το εισόδημα των επικεφαλής των νοικοκυριών και οι X μεταβλητές είναι οι παράγοντες των νοικοκυριών που συμβάλλουν στην εισοδηματική ανισότητα. Ο επικεφαλής του νοικοκυριού προσδιορίζεται ως το άτομο με τα υψηλότερα εισοδήματα στο νοικοκυριό. Το υπόδειγμα αναδιατυπώνεται ως εξής:
𝑌′𝑖𝑗 = 𝛽0 + 𝑍1 + 𝑍2 + ⋯ + 𝑍𝑘 + 𝜖𝑖𝑗 (2)
Με αυτή τη μορφή, το 𝑌′𝑖𝑗 είναι ένα μέτρο της ανισότητας στο 𝑌 𝑖𝑗 και οι συντελεστές Z αντιπροσωπεύουν σύνθετες μεταβλητές που δείχνουν τη συμβολή κάθε παράγοντα στην ανισότητα. Αυτό είναι ισοδύναμο με την αποσύνθεση κατά Shorrocks (1982) κατά παράγοντες. Η ανάλυση παλινδρόμησης επικεντρώνεται αποκλειστικά στους επικεφαλής των νοικοκυριών, θεωρώντας τα προσωπικά τους χαρακτηριστικά ως αντιπροσωπευτικά των χαρακτηριστικών των νοικοκυριών.
Η ανάλυση αναδεικνύει σημαντικές διαφοροποιήσεις στους παράγοντες που συμβάλλουν στην εισοδηματική ανισότητα στις διάφορες χώρες. Όπως παρατηρούμε στο Γράφημα 1, οι συνδυασμένοι παράγοντες επηρεάζουν σημαντικά την ανισότητα σε ορισμένες χώρες όπως η Κροατία και η Ρουμανία, ενώ η επίδρασή τους είναι ελάχιστη σε άλλες όπως η Δανία και η Γαλλία. Συγκεκριμένοι παράγοντες όπως η ηλικία, η δομή των νοικοκυριών, το μορφωτικό επίπεδο και η ένταση της εργασίας διαφέρουν ως προς την επίδρασή τους στην ανισότητα από χώρα σε χώρα. Η ηλικία συμβάλλει σημαντικά στην ανισότητα σε χώρες όπως η Σουηδία και η Αυστρία, αλλά έχει ελάχιστη ή και ελαφρώς αρνητική επίδραση σε άλλες, όπως η Πολωνία και η Μάλτα. Η δομή του νοικοκυριού έχει γενικά πολύ χαμηλή επίδραση στην ανισότητα, με μικρή σημασία μόνο σε λίγες χώρες. Το μορφωτικό επίπεδο παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξήγηση της ανισότητας, ιδίως στη Ρουμανία και τη Μάλτα, ενώ η επίδρασή του είναι πολύ μικρότερη στη Γαλλία και τη Δανία. Η ένταση της εργασίας αποτελεί ισχυρό προσδιοριστικό παράγοντα της ανισότητας στην Κροατία, τη Σλοβενία και τη Φινλανδία, αλλά έχει μικρότερη επίδραση σε χώρες όπως η Βουλγαρία και η Δανία.
Μέσα από αυτή την μελέτη, έγινε διακριτή η σημασία του διαχωρισμού στην ανάλυση της ανισότητας. Με τέτοια προσέγγιση μπορεί να επιτρέψει στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να εντοπίσουν και να στοχεύσουν τους παράγοντες με τη μεγαλύτερη επιρροή ειδικά για κάθε χώρα, επιτρέποντας τον σχεδιασμό αποτελεσματικότερων και πιο προσαρμοσμένων κοινωνικών πολιτικών. Η μέθοδος του διαχωρισμού συμβάλλει στην αποσαφήνιση των λόγων για τους οποίους η ανισότητα επιμένει ή μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου, παρέχοντας γνώσεις που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη στρατηγικών με στόχο τη μείωση των ανισοτήτων και την προώθηση της δίκαιης οικονομικής ανάπτυξης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Aaberge, R., Bourguignon, F., Brandolini, A., Ferreira, F. H., Gornick, J. C., Hills, J., … & Sutherland, H. (2017). “Tony Atkinson and his legacy”. Review of Income and Wealth, 63(3), 411-444., διαθέσιμο εδώ
- Atkinson, A. B. (1970). “On the measurement of inequality”. Journal of economic theory, 2(3), 244-263., διαθέσιμο εδώ
- Atkinson, A. B. Inequality: What can be done? Harvard University Press. USA. 2015.
- Costa, R. N., & Pérez-Duarte, S. (2019). Not all inequality measures were created equal: The measurement of wealth inequality, its decompositions, and an application to European household wealth (No. 31). ECB Statistics Paper., διαθέσιμο εδώ
- Cowell, F. A., & Fiorio, C. V. (2011). “Inequality decompositions—a reconciliation”. The Journal of Economic Inequality, 9, 509-528., διαθέσιμο εδώ
- Fortin, N., Lemieux, T., & Firpo, S. (2011). “Decomposition methods in economics”. In Handbook of labor economics (Vol. 4, pp. 1-102). Elsevier., διαθέσιμο εδώ
- Heshmati, A. (2004). A Review of Decomposition of Income Inequality. Discussion Paper No. 1221. Forschungsinstitut zur Zukunft der Arbeit Institute for the Study of Labor., διαθέσιμο εδώ
- ICF (2018). Decomposition of inequality by population sub-groups. RF#6-10., διαθέσιμο εδώ
- Mori, K., Sugano, S., Chen, J., Choi, Y. J., & Sawada, Y. (2011). A note on the decomposition technique of economic indices (No. CIRJE-F-810). CIRJE, Faculty of Economics, University of Tokyo., διαθέσιμο εδώ
- Mισσός, Β. (2019). 2. “Βασικοί δείκτες ανισότητας εισοδήματος στην Ελλάδα”. ΚΕΠΕ, Οικονομικές Εξελίξεις, τεύχος 40, σσ. 37-40., διαθέσιμο εδώ
- Nolan, B., & T. Whelan, C. (2017). “Atkinson’s Inequality: What Can Be Done?” Revue française de sociologie, (2), 181-189., διαθέσιμο εδώ