13.8 C
Athens
Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου

Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου


Της Τάνιας Στέφου,

Η καταγγελία αποτελεί δικαίωμα που ασκείται με μονομερή απευθυντέα δήλωση βουλήσεως και επιφέρει, μετά την πάροδο προθεσμίας ή από τη στιγμή που θα περιέλθει στο άλλο μέρος, τη λύση μια διαρκούς έννομης σχέσης. Πρόκειται για ένα δικαίωμα διαπλαστικό, που παρέχει στον φορέα του μια νομική εξουσία, η οποία συνίσταται στο γεγονός ότι επισύρει έννομες συνέπειες άμεσα, ακόμα και αν υπάρχει διαφορετική βούληση των προσώπων που θίγονται από τη νομική μεταβολή. Κατά κανόνα, η καταγγελία είναι άτυπη.

Για την καταγγελία, όμως, της σύμβασης εργασίας εξαρτημένης αορίστου χρόνου, η οποία διέπεται από τους νόμους 2112/1920 και 3198/1955, απαιτείται η τήρηση έγγραφου τύπου (άρθρο 5 παράγραφος 3 του νόμου 3198/1955.). Από τη δήλωση του καταγγέλλοντος πρέπει να προκύπτει με σαφήνεια η επιθυμία του να λύσει τη σύμβαση, χωρίς να δημιουργούνται αμφιβολίες στον αντισυμβαλλόμενο. Για τον λόγο αυτόν, η καταγγελία δεν δέχεται αίρεση. Η καταγγελία μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, να συνάγεται, δηλαδή, από τη συμπεριφορά του καταγγέλλοντος.

Σύμφωνα με νομολογιακές αποφάσεις (ΑΠ 1991/1990, ΕΦΑΘ 767/2005), σιωπηρή καταγγελία θεωρείται η άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του εργαζομένου, όταν αυτή συνοδεύεται από περιστάσεις από τις οποίες προκύπτει ότι ο εργαζόμενος έχει εκδηλώσει ρητά τη βούλησή του για τη λύση της εργασιακής σύμβασης. Σιωπηρή καταγγελία θα μπορούσε να θεμελιωθεί όταν ο εργαζόμενος αδικαιολόγητα αρνείται να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Ο συνηθέστερος τρόπος λύσης της εργασιακής σύμβασης αορίστου χρόνου, όταν δηλαδή δεν έχει οριστεί η διάρκεια εργασίας και αυτή δεν συνάγεται από τον σκοπό της, είναι η τακτική καταγγελία. Με την τακτική καταγγελία καθορίζεται το χρονικό σημείο λήξης της σύμβασης που τα μέρη έχουν αφήσει ανοιχτό. Για την έγκυρη άσκηση τακτικής καταγγελίας δεν απαιτείται να συντρέχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος. Οι τυπικοί περιορισμοί στην εργοδοτική τακτική καταγγελία διέπονται από τους νόμους 2112/1920 και 3198/1955. Οι δύο αυτοί νόμοι αποτελούν το γενικό δίκαιο της καταγγελίας.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: ELEVATE

Ωστόσο, όταν πρόκειται για συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, για λόγους προστασίας του συμφέροντος που έχει ο εργαζόμενος για τη διατήρηση εργασιακής σχέσης, επιβλήθηκαν περιορισμοί στην ελευθερία του εργοδότη να καταγγείλει για οποιοδήποτε λόγο και ανά πάσα χρονική στιγμή τη σύμβαση αορίστου χρόνου. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου διακρίνεται σε τακτική και άτακτη. Άτακτη είναι η καταγγελία που γίνεται χωρίς προειδοποίηση, με αποτέλεσμα την άμεση λύση της εργασιακής σχέσης. Από την άλλη πλευρά, τακτική είναι η καταγγελία με προμήνυση, η οποία λύνει την εργασιακή σχέση με την πάροδο συγκεκριμένης προθεσμίας από την κοινοποίησή της στον εργαζόμενο. Η καταγγελία θεωρείται έγκυρη εφόσον έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του εργαζομένου στα μισθολόγια του ΙΚΑ ή έχει ασφαλιστεί. Η καταβολή της αποζημίωσης πρέπει να γίνει ταυτόχρονα με την καταγγελία της σύμβαση, εκτός από την περίπτωση της τακτικής καταγγελίας. Στην περίπτωση αυτήν, η καταγγελία της αποζημίωσης γίνεται κατά τη λήξη του χρόνου προειδοποίησης. Εάν δεν τηρηθεί κάτι από τα παραπάνω επέρχεται ακυρότητα της καταγγελίας.

Σύμφωνα με το άρθρο 66 παράγραφος 5 του νόμου 4808/2021, εάν έχει καταβληθεί η αποζημίωση, αλλά η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης πάσχει από κάποιο ελάττωμα, ο εργοδότης έχει διορία ενός μηνός για να διορθώσει το σφάλμα. Αν το διορθώσει, η καταγγελία θα είναι έγκυρη. Δεν επηρεάζεται η εγκυρότητα της καταγγελίας από το αν το έγγραφο επιδοθεί στον εργαζόμενο με δικαστικό επιμελητή. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το έγγραφο της καταγγελίας πρέπει να κοινοποιηθεί στον εργαζόμενο με οποιονδήποτε τρόπο, ώστε αυτός να λάβει γνώση του περιεχομένου της. Ο νόμος δεν προβλέπει συγκεκριμένο περιεχόμενο, αλλά θα πρέπει να προκύπτει με σαφήνεια η δήλωση της καταγγελίας. Ο εργοδότης δεν υποχρεούται να αναφέρει στο έγγραφο της καταγγελίας τον λόγο της απόλυσης. Εάν ο εργοδότης δεν διορθώσει το σφάλμα, η καταγγελία θεωρείται ανυπόστατη. Εκτός από τις παραπάνω προϋποθέσεις, αξίζει να σημειωθεί ότι το δικαίωμα του εργοδότη υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ για κατάχρηση δικαιώματος. Επίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο ίδιος ο νόμος απαγορεύει ρητά την καταγγελία της εργασιακής σύμβασης.

Στο άρθρο 66 παράγραφος 1 και 2 του ν. 4808/2021 παρατηρείται ομαδοποίηση των περιπτώσεων ακυρότητας της καταγγελίας, διευρύνοντας το πλαίσιο προστασίας των εργαζομένων. Σε περίπτωση μη έγκυρης καταγγελίας, ο εργαζόμενος μπορεί να επιδιώξει την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, είτε την καταβολή της αποζημίωσης. Εάν η αγωγή για την ακυρότητα της καταγγελίας δεν κοινοποιηθεί μέσα σε 3 μήνες από την απόλυση, κρίνεται απαράδεκτη. Για την αγωγή για την καταβολή αποζημίωσης η προθεσμία είναι 6 μήνες από το χρονικό σημείο εκείνο κατά το οποίο η αποζημίωση είναι απαιτητή (άρθρο 6 του νόμου 3198/1955). Έτσι, ο εργαζόμενος δεν στερείται την εργασιακή θέση αν δεν υπάρχουν ουσιαστικοί λόγοι. Η καταγγελία είναι άκυρη αν ο καταγγέλλων δεν έχει δικαιοπρακτική ικανότητα, αν είναι εικονική ή αν αντίκειται στα χρηστά ήθη, αλλά και αν αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη νόμου. Είναι ακυρώσιμη, επιπλέον, αν πραγματοποιείται μετά από πλάνη, απάτη ή απειλή.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: fauxels

Εξάλλου, όλο και περισσότερες έννομες τάξεις δημιουργούν ένα δίκαιο προστασίας των εργαζομένων από την λύση της εργασιακής σύμβασης, το οποίο καθιερώνει περιορισμούς της συμβατικής ελευθερίας του εργοδότη, προκειμένου να προστατευθούν τα δικαιώματα και τα συμφέροντα τον εργαζομένων που απασχολούνται με σύμβαση αορίστου χρόνου. Οι περιορισμοί αυτοί συνδέονται με την τακτική καταγγελία και την σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, αφού μόνο σε αυτήν μπορεί η τελευταία να υπάρξει. Μια πρώτη κατηγορία περιορισμών είναι η τυπική. Πρόκειται για περιορισμούς που στοχεύουν στο να περιορίσουν τις επιπτώσεις που προκαλεί στον εργαζόμενο η απώλεια της εργασιακής του θέσης π.χ. προθεσμίες προειδοποίησης, αποζημιώσεις. Μια παράλληλη μορφή προστασίας είναι οι περιορισμοί εκείνοι που συνδέονται με την άμεση προστασία των συμφερόντων που έχει ο εργαζόμενος στο να διατηρηθεί η σχέση εργασίας του. Πρόκειται για ουσιαστικούς περιορισμούς οι οποίοι υποβάλλουν την καταγγελία σε έλεγχο ως προς τους λόγους της. Στοχεύουν στο να αποτρέψουν την αδικαιολόγητη ή αυθαίρετη απόλυση, εκείνη δηλαδή που δεν υποβάλλεται από δικαιολογημένα συμφέροντα του εργοδότη.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ:
  • Ζερδελής Δημήτριος, Εγχειρίδιο Εργατικού Δικαίου – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Ζ’ έκδοση, 2021, Εκδόσεις Σάκκουλα.
  • Επιθεώρηση Εργασίας, Σύμβαση Αορίστου Χρόνου, Καταγγελία Σύμβασης από τον Εργοδότη, www. hli.gov.gr. Διαθέσιμο εδώ 

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Τάνια Στέφου
Τάνια Στέφου
Γεννήθηκε το 2002, κατάγεται από τα Γρεβενά και κατοικεί στη Θεσσαλονίκη. Είναι 4ετής φοιτήτρια Νομικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έχει γνώσεις αγγλικής και γαλλικής γλώσσας. Την ενδιαφέρει, κυρίως, το αντικείμενο του Ποινικού, αλλά και του Δημοσίου Δικαίου.