Του Νίκου Αντωνάκη,
Το εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα τυποποιείται στο άρθρο 29 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο ορίζει πως: «Στις περιπτώσεις που ο νόμος ορίζει ότι κάποια πράξη τιμωρείται με βαρύτερη ποινή όταν έχει ορισμένο αποτέλεσμα, η πρόκληση του οποίου τυποποιείται ως αυτοτελές έγκλημα αμέλειας, η ποινή αυτή επιβάλλεται στον αυτουργό ή στο συμμέτοχο μόνο αν το αποτέλεσμα μπορεί να αποδοθεί τουλάχιστον σε αμέλειά τους, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα κατ’ άλλη διάταξη». Ο ειδικότερος αυτός εγκληματικός τύπος θεσπίστηκε για να αυστηροποιήσει την τιμώρηση ορισμένων προσβολών εννόμων αγαθών που, αν και πρακτικά συνιστούσαν δύο αυτοτελή εγκλήματα, ενοποιούνται πλέον σε ένα έγκλημα που επισύρει βαρύτατη ποινή.
Τα συστατικά στοιχεία του ιδιότυπου αυτού εγκλήματος είναι δύο: ένα έγκλημα δόλου και ένα αποτέλεσμα οφειλόμενο σε αμέλεια του δράστη, εφόσον, όμως, το αποτέλεσμα αυτό βρίσκεται τυποποιημένο στον Ποινικό Κώδικα ως έγκλημα αμέλειας. Έτσι, παραδείγματα εκ του αποτελέσματος εγκλημάτων συνιστούν η θανατηφόρα έκθεση (α. 306 παρ. 2 περίπτωση β’), ο θανατηφόρος βιασμός (α. 336 παρ. 3 ΠΚ), η θανατηφόρα ληστεία (α. 380 παρ. 2 ΠΚ) κ. ο. κ. Κοινό και των τριών αυτών εγκλημάτων είναι πως ο δράστης ναι μεν εκθέτει, βιάζει ή ληστεύει το θύμα με δόλο (αφού τα εγκλήματα αυτά δεν τιμωρούνται ποτέ από αμέλεια), πλην όμως προκαλεί το θάνατο του τελευταίου άθελά του, δηλαδή από συμπεριφορά του που χαρακτηρίζεται ως αμελής. Αν εν προκειμένω δεν υπήρχε η διάταξη του άρθρου 29 ΠΚ, θα γινόταν λόγος για δύο αυτοτελή εγκλήματα ευρισκόμενα μεταξύ τους σε σχέση αληθινής κατ’ ιδέα συρροής.
Έτσι, αν υποτεθεί ότι ο Α κλείνει το στόμα της Β τελώντας μαζί της γενετήσια πράξη και από απροσεξία του πρώτου επέρχεται ο θάνατός της, ελλείποντος του άρθρου 29 ΠΚ, θα μιλούσαμε για δύο εγκλήματα: αφενός μεν για βιασμό (α. 336 ΠΚ), αφού πληρούνται τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αφετέρου δε για ανθρωποκτονία από αμέλεια (α. 302 ΠΚ), αφού ο θάνατος της Β προήλθε από αμέλεια του Α. Φυσικά, λόγω της ετερότητας των εννόμων αγαθών που εθίγησαν, δε θα είχαμε άλλη επιλογή από το να καταλήξουμε στη λύση της αληθινής κατ’ ιδέα συρροής του βιασμού και της ανθρωποκτονίας από αμέλεια της Β.
Πρακτικά, η κατάσταση μετά από αυτόν τον χαρακτηρισμό θα διαμορφωνόταν ως εξής: o Α θα παραπεμπόταν να δικαστεί στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο με ανώτατη απειλούμενη ποινή τα (με τον παλαιό κώδικα, αφού τώρα η πρόσκαιρη κάθειρξη τιμωρείται με ανώτατο όριο τα είκοσι έτη) δεκαπέντε έτη (α. 94 παρ. 2 ΠΚ). Στο πλαίσιο της επιμέτρησης της ποινής του Α, το δικαστήριο θα συνεκτιμούσε φυσικά και την ανθρωποκτονία από αμέλεια που αυτός τέλεσε. Εξάλλου, ακόμα κι αν δεχόμασταν ότι του επιβαλλόταν ποινή κάθειρξης δεκαπέντε ετών (υποθέτοντας, δηλαδή, ότι το δικαστήριο θα εξαντλούσε την αυστηρότητά του), ο Α θα ανακτούσε την ελευθερία του μόλις στα εννέα έτη (!) με τον ευεργετικό υπολογισμό των ημερών κράτησής του (α. 105Β παρ. 6 εδάφιο β’ ΠΚ, που απαιτεί την πραγματική παραμονή σε σωφρονιστικό κατάστημα προκειμένου να εκτιθούν τα 3/5 της επιβληθείσας ποινής). Έτσι, όμως, θα είχαν τα πράγματα αν δεν υπήρχε η διάταξη του άρθρου 29 ΠΚ. Αφ’ ης της προσθήκης της, η κατάσταση έχει αλλάξει δραματικά.
Επιστρέφοντας στο ίδιο παράδειγμα, με συνεκτίμηση αυτή τη φορά του άρθρου 29 ΠΚ, παρατηρούμε ότι ο Α (για την ακρίβεια, η συμπεριφορά του), με το έγκλημα που έχει διαπράξει, πληροί την αντικειμενική υπόσταση του α. 336 παρ. 3 ΠΚ. Κατά το άρθρο αυτό, «αν η πράξη της παρ. 1 (εν. του βιασμού) […] είχε ως συνέπεια τον θάνατο του παθόντος […], επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη». Από το συνδυασμό, τώρα, της διάταξης του α. 29 ΠΚ σε συνδυασμό με το α. 336 παρ. 3 ΠΚ οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι, αν ο δράστης ενός βιασμού προκαλέσει τον θάνατο του παθόντος από αμέλεια (όχι από δόλο, γιατί τότε θα προσφύγουμε στους κανόνες της συρροής), τότε δεν θα τιμωρηθεί πλέον για δύο εγκλήματα, αλλά για ένα, αυτό του θανατηφόρου βιασμού (α. 336 παρ. 3 ΠΚ), το οποίο μάλιστα επισύρει τη βαρύτατη ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Πρακτικά, και σε αντιδιαστολή με την προηγούμενη παράγραφο, αυτό σημαίνει ότι, προκειμένου να του δοθούν και πάλι τα «κλειδιά της ελευθερίας», ο Α θα πρέπει να φυλακιστεί για δεκαοκτώ πραγματικά χρόνια! (α. 105Β παρ. 6 εδάφιο β’ ΠΚ). Παρατηρείται, επομένως, η τεράστια σημασία της κατασκευής του εκ του αποτελέσματος εγκλήματος, το οποίο, παραμερίζοντας τους κανόνες της συρροής, οδηγεί σε αισθητά βαρύτερες ποινές (στο παράδειγμά μας μάλιστα, λόγω του ανωτέρω θεσμού, ο Α θα μείνει έγκλειστος για τα διπλάσια χρόνια απ’ ότι θα έμενε κανονικά!).
Πέρα από την οντολογική του κατάφαση, το εκ του αποτελέσματος έγκλημα είχε διχάσει πάρα πολύ τους θεωρητικούς για το αν επιδέχεται ή όχι απόπειρα και συμμετοχή. Πλέον, και τα δύο ζητήματα έχουν λυθεί νομοθετικά. Ως προς την απόπειρα σε έγκλημα διακρινόμενο από το αποτέλεσμά του, αυτή ρυθμίζεται στο άρθρο 42 παρ. 3 ΠΚ. Ως παράδειγμα τέτοιας απόπειρας θα μπορούσε να παρατεθεί το εξής: ο Γ, επιθυμώντας να ληστέψει τον Δ, του ασκεί σωματική βία προκειμένου να του αφαιρέσει το πορτοφόλι του. Πριν όμως προλάβει να προβεί στην αφαίρεση αυτή ο Γ, ο Δ πεθαίνει λόγω της βίας που ασκούσε ο πρώτος πάνω του. Κανονικά, αν έλειπε η διάταξη του α. 42 παρ. 3 ΠΚ, εδώ θα προσφεύγαμε και πάλι στους κανόνες της συρροής. Έτσι, ο Γ θα τιμωρούταν για απόπειρα ληστείας σε αληθινή κατ’ ιδέα συρροή με ανθρωποκτονία από αμέλεια, ενώ η μέγιστη ποινή κάθειρξης που θα αντιμετώπιζε θα ήταν τα οκτώ έτη (α. 380 παρ. 1, α. 42 παρ. 1, α. 83 περίπτωση γ’ ΠΚ). Ακριβώς όμως λόγω του α. 42 παρ. 3 ΠΚ, ο Γ θα παραπεμφθεί για απόπειρα θανατηφόρας ληστείας (α. 42 παρ. 1, α. 380 παρ. 2 ΠΚ) και θα βρεθεί αντιμέτωπος με ποινή κάθειρξης 5-15 έτη. Αντιλαμβάνεται, συνεπώς, κανείς και εδώ τη διαφορά. Η θέση αυτή του νομοθέτη έχει προκαλέσει σοβαρές (και ορθές) αντιρρήσεις από μέρος της θεωρίας, το οποίο τονίζει ότι δεν νοείται απόπειρα από αμέλεια. De lege lata, ωστόσο, πρέπει να ακολουθηθεί η άποψη που προκρίνει ο νόμος.
Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι αναγνωρίζεται πλέον ρητά και η δυνατότητα συμμετοχής σε εκ του αποτελέσματος έγκλημα. Αυτό διαφαίνεται από την ορολογία του α. 29 ΠΚ και, συγκεκριμένα, από την αναφορά του σε «συμμέτοχο». Έτσι, και ο συμμέτοχος πλέον τιμωρείται με βάση το ανωτέρω έγκλημα, εφόσον καταφάσκεται τουλάχιστον αμέλεια στο πρόσωπό του. Για παράδειγμα, ο ηθικός αυτουργός ενός βιασμού που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο του παθόντος, θα ευθύνεται κανονικά και ο ίδιος για ηθική αυτουργία σε θανατηφόρο βιασμό (α. 46 παρ. 1, α. 336 παρ. 3 ΠΚ), εφόσον κριθεί από το δικαστήριο ότι μπορούσε ή όφειλε να προβλέψει τον περαιτέρω θάνατο του θύματος όταν έδινε τις εντολές του στον φυσικό αυτουργό. Χαρακτηριστική εδώ είναι η ΣυμβΕφΘεσ 547/90, η οποία παρέπεμψε ως απλούς συνεργούς σε θανατηφόρα σωματική βλάβη (προφανώς λόγω ψυχικής συνέργειας) ορισμένα άτομα εκ των οποίων το ένα αποκολλήθηκε, πήρε ένα κομμάτι τούβλο και το πέταξε στο κεφάλι ενός διερχόμενου μοτοσικλετιστή, με αποτέλεσμα φυσικά τον θάνατό του. Σημειωτέο, πάντως, ότι και εκείνα τον παρενοχλούσαν πρωτύτερα πετώντας του πέτρες.
Σε κάθε περίπτωση, ειδικά όσον αφορά τα ζητήματα της απόπειρας και της συμμετοχής, η προσφυγή στις διατάξεις του εκ του αποτελέσματος εγκλήματος πρέπει να γίνεται με σύνεση, ούτως ώστε να αποτρέπονται τυχόν δογματικά άτυπα, όπως στο τελευταίο παράδειγμα. Πάντως, και de lege ferenda, θα ήταν ορθότερο να καταργηθούν οι διατάξεις που προβλέπουν δυνατότητα συμμετοχής και απόπειρας σε τέτοιου είδους εγκλήματα. Μέχρι τότε, όμως, δε μένει παρά να εφαρμοστεί ο νόμος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Μαρία Καϊάφα – Γκμπάντι – Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Ποινικό Δίκαιο – Επιτομή Γενικού Μέρους, άρθρα 1-49 ΠΚ, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2005.