12.6 C
Athens
Κυριακή, 24 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΗ φιλοσοφία ως «μελέτη θανάτου» στον «Θάνατο του Ιβάν Ιλίτς» του Λέοντος...

Η φιλοσοφία ως «μελέτη θανάτου» στον «Θάνατο του Ιβάν Ιλίτς» του Λέοντος Τολστόι


Του Γιώργου Τζεμίντιπη, 

Συγκαταλέγεται ανάμεσα στα μεγαλύτερα κεφάλαια, όχι μόνο της ρωσικής, αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο Λέων Νικολάγιεβιτς Τολστόι (1828-1910) έζησε αναμφίβολα σε μια ιστορική για την παγκόσμια διανόηση εποχή, χαράχτηκε από αυτήν και την πότισε με τον λόγο του. Ο δάσκαλος του κριτικού ρεαλισμού συνέγραψε, πέρα από μνημειώδη έργα, όπως τα Πόλεμος και Ειρήνη και Άννα Καρένινα, πολλές συναρπαστικές νουβέλες. Χαρακτηριστικό των βιβλίων του είναι η ρεαλιστική αποτύπωση της ζωής και της ψυχοσύνθεσης των ηρώων. Ο Τολστόι παρουσιάζει χαρακτήρες με τους οποίους ο μέσος άνθρωπος μπορεί να ταυτιστεί, επειδή πάσχουν από κοινότοπες επιθυμίες και φόβους, αλλά μέσα σε δύσκολα πλαίσια.

Έτσι, μια ξαφνική και βαθύτατη εσωτερική κρίση, την οποία βίωσε ο ίδιος, σε σχετικά προχωρημένη ηλικία, τον οδήγησε στη συγγραφή του Θανάτου του Ιβάν Ιλίτς. Ο Τολστόι καθορίζει ο ίδιος το περιεχόμενο του βιβλίου αυτού ως «περιγραφή του απλού θανάτου ενός απλού ανθρώπου». Ο Ιβάν Ιλίτς, ένας καθωσπρέπει δικαστής της υψηλής ρωσικής κοινωνίας, βιώνει ένα δραματικό τέλος ύστερα από μία πτώση, που του προκάλεσε οξύτατους πόνους στο έντερο. Η ενδότερη πάλη του, όπως διαφαίνεται μέσα από τη μαγική πένα του Τολστόι, τον οδηγεί σε μια τελευταία φιλοσοφική ανασκόπηση της ζωής του· θα λέγαμε ότι εκπληρώνει, έστω και στις στερνές στιγμές του, τον σωκρατικό ορισμό της φιλοσοφίας ως «μελέτης θανάτου». Κι έτσι, λυτρώνει με άπλετο φως την ψυχή του στο μέσο μιας βασανιστικής αβύσσου πόνου κι απελπισίας. Η ύστατη πράξη της ζωής μας, που δε θα κρίνει τίποτα, αλλά θα κριθεί από το απαύγασμα του λοιπού μας βίου.

Πηγή Εικόνας: monopoli.gr

Μέσα σε αυτό το βιβλίο, ο θάνατος και η ζωή ανατρέπονται. Ο Τολστόι εξετάζει την πραγματικότητά μας και από τις δυο της όψεις, όχι μόνο της ζωής, αλλά και του θανάτου. Η ζωή δε θεωρείται πραγματική μόνον επειδή τη βιώνουμε, ούτε ο θάνατος ως κάτι το νομοτελειακό επειδή νομίζουμε ότι θα τον βιώσουμε. Η ζωή του Ιβάν Ιλίτς είναι πρότυπο της πραγματικής ζωής: της κοσμικής, οικογενειακής ζωής της υψηλής κοινωνίας. Το δέον κρίνεται από την κοινωνία ως πραγματικό, μολονότι η ατομική ψυχοσύνθεση δεν μπορεί πάντοτε να συμφιλιώνεται μαζί του. Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς, το θέμα του βιβλίου, είναι υπόδειγμα ανατροπής των βιοτικών δεδομένων στην τελευταία ανάσα του ήρωα. Η ζωή του ολόκληρη δεν ανατρέπεται στον θάνατό του, πράγμα αδύνατον, αλλά ο θάνατος ανατρέπεται θριαμβευτικά στα τελευταία δευτερόλεπτα της ζωής.

Μολονότι ο ήρωας στα πρώτα του χρόνια φαίνεται να γίνεται ολοένα και πιο ισχυρός, ελεύθερος και πάνω απ’ όλα ξέγνοιαστος, στην πραγματικότητα σφυρηλατεί τα δεσμά της αδυναμίας και της απομόνωσής του· εκτελεί μηχανικά τη δουλειά του, δεν αναπτύσσει ουσιαστική σχέση με τα παιδιά του, λησμονεί τη γυναίκα του, τους φίλους του, και περιμένει όλα να «κυλήσουν ρολόι», πόσων μάλλον όταν αγοράζει το νέο του αρχοντικό, το οποίο επιθυμούσε χρόνια. Το γεγονός ότι τα έκανε όλα όπως πρέπει, αλλά πάλι αντιμετωπίζει τον θάνατο, το βρίσκει εξαιρετικά παράδοξο. Του φαίνεται παράλογος ο ίδιος ο θάνατος ως γεγονός, κι ακόμη περισσότερο ο δικός του. Αντίδοτο στον φόβο του θανάτου, και σε κάθε φόβο σύμφωνα με την αρχαία φιλοσοφία, είναι η γνώση, η συνειδητοποίηση της αλήθειας. Η δε αγάπη έρχεται να αποτελέσει ίαση για τις πληγές της ύπαρξης, ειδικά από την έλευση του χριστιανισμού και μετά.

Η ιδιαίτερη φιλοσοφική σκέψη του Τολστόι, επηρεασμένη από τον αναρχοχριστιανισμό και τα άλλα ρεύματα της εποχής του, τον οδηγεί σε άλλα βιβλία του να ταυτίζει τη ζωή με τον Θεό, αλλά και την αγάπη με τον Θεό. Συνδυάζοντας, λοιπόν, την αρχαία φιλοσοφία με τον χριστιανισμό, παρατηρούμε ότι ο Τολστόι, στον Θάνατο του Ιβάν Ιλίτς, επιχειρεί μια συνολική θεώρηση της ζωής, και του θανάτου ως τμήματός της, που ταυτίζει την αγάπη για τον Εαυτό με την αγάπη για τη Ζωή, ως αλληλένδετες πτυχές της ίδιας προσπάθειας υπέρβασης των μύχιων φόβων. Έτσι, στο υπόλοιπο βιβλίο, ο Ιβάν Ιλίτς συνειδητοποιεί, υπό την πίεση του θανάτου, τα παλιά του σφάλματα, καταλαβαίνει ποια ήταν η αλήθεια του, που την κρατούσε καιρό κρυμμένη, και αγαπάει επιτέλους τον εαυτό του, αγαπώντας έτσι τη Ζωή, κατανικώντας τον φόβο του θανάτου μια και καλή. Η φιλοσοφία σε αυτές του τις τελευταίες στιγμές γίνεται συνοδοιπόρος της ζωής, πραγματική μελέτη θανάτου, ενόψει του ίδιου του θανάτου.

Πηγή Εικόνας: bookpress.gr

Βασανισμένος από τις πρώτες φοβερές του σκέψεις, ο Ιβάν Ιλίτς συνειδητοποιεί την κενότητα της μέχρι τότε πορείας του. Όταν κλείνεται στο δωμάτιό του εξαιτίας της αρρώστιας κι απομονώνεται από την καθιερωμένη ρουτίνα του, όταν φαίνεται ότι περιπίπτει στην απόλυτη δυστυχία της ασθένειας –όπως συμβαίνει αρχικά–, ανακύπτουν στον νου του σκέψεις που δεν έκανε ποτέ, λόγια που δεν εξέφρασε ποτέ, και παρά το βάσανο της αρρώστιας ανακαλύπτει τη μεγάλη αλήθεια της ζωής του: ότι δεν έζησε! Η συνείδηση που ο ίδιος έκρυβε τόσα χρόνια, για να προβάλλει ένα alter ego, τον κυνηγά· ο δικαστής δικάζεται, μέσα σε δραματικές σελίδες εσωτερικού μονολόγου, από τον εαυτό του.

Παρατηρεί καθαρά πια ότι η ψευτιά κι η πλάνη τον κυρίευαν μια ζωή, αλλά αυτός δεν τις έβλεπε. Κείτεται άρρωστος, αλλά κανένα παιδί του δεν νοιάζεται να του συμπαρασταθεί, κανένας συνάδελφος να τον επισκεφτεί, ενώ ο γιατρός του προσποιείται ότι όλα θα πάνε καλά. Μετά από πολλά χρόνια βίου απάνθρωπα κοσμικού, ο Ιβάν Ιλίτς στρέφεται για πρώτη φορά στον Θεό, ρωτώντας Τον: «γιατί μου το ’κανες αυτό; Γιατί με κατάντησες έτσι; Γιατί, για ποιο λόγο με βασανίζεις τόσο απάνθρωπα;» Ο Τολστόι βάζει τον Θεό στα αλήθεια να του απαντά, με τη μορφή της ανεξάντλητης Ζωής μέσα του, με τη μορφή της ίδιας του της ψυχής: «Τι θέλεις ξαναρώτησε η ψυχή του. «Τι θέλω; Μα να μη βασανίζομαι! Να ζήσω», της αποκρίθηκε. «Να ζήσεις; Πώς θέλεις να ζήσεις «Ναι, να ζήσω όπως ζούσα και πριν. Όμορφα κι ανέμελα.» «Και πώς ήταν αυτή η όμορφη κι ανέμελη ζωή σου;» τον ρώτησε ξανά η φωνή.

Ανάμεσα στο «γνῶθι σαὐτὸν», την επικούρεια ανυπαρξία του θανάτου, τον Ζωροάστρη και το «γίνεσαι ό,τι σκέφτεσαι», εντοπίζουμε στη σκέψη του Τολστόι, στις τελευταίες στιγμές του Ιβάν Ιλίτς, το αγνό και ταπεινά σωκρατικό «κρεῖττον μᾶλλον ἀδικεῖσθαι ἤ ἀδικεῖν»· και ποια θα μπορούσε να είναι η μεγαλύτερη αδικία ενός ετοιμοθάνατου ανθρώπου μπροστά στη συνείδησή του παρά να την αδικεί, όπως την αδικούσαν όλοι οι άλλοι; Αγνοώντας την, που θα πει δίχως να τη μεταχειρίζεται με Αγάπη. Ο Ιβάν Ιλίτς δίνει μια τελευταία ευκαιρία στον εαυτό του να γνωρίσει, να συγχωρέσει, να αγαπήσει την ψυχή του. Δεν μπορεί πλέον να λέει ψέματα στον εαυτό του, ότι τάχα θέλει πίσω τη ζωή του ακριβώς όπως ήταν.

Ποιο το νόημα; Αναζητεί ξανά το νόημα της αληθινής ζωής του. «Βέβαια, τίποτα δεν στάθηκε εκείνο που έπρεπε […] μα δεν πειράζει. Μπορεί, μπορεί κανείς να κάνει εκείνο που πρέπει. Μα τι είναι εκείνο που πρέπει;» αναρωτήθηκε ξαφνικά και γαλήνεψε. Η αυτοσυγχώρεση έρχεται να κλείσει παλιές πληγές, τις οποίες χειροτέρευε η απειλή του θανάτου. Ο Ιβάν Ιλίτς ξέρει πια τι ζητά από τον εαυτό του, που δεν ήταν ό,τι του επέβαλαν κοινωνικές νόρμες και καθωσπρεπισμοί, μα η αγνή αγάπη της ψυχής του. Ο ετοιμοθάνατος ηρεμεί, ο μέχρι τότε οξύθυμος χαρακτήρας του αφήνει χώρο να περάσει ο συγχωρητικός Ιβάν Ιλίτς. Ξέρει πια ότι θα πεθάνει, αλλά ξέρει πια τι θέλει από τη ζωή του.

Πηγή εικόνας: meisterdrucke.com

Τον είχε περικυκλώσει η οικογένειά του κλαμένη. Ήθελε να πει στη γυναίκα του ακόμα και «συχώρα με», μα είπε: «Άσ’ τα να πάνε». «Και ανήμπορος πια έκανε μιαν αδιάφορη κίνηση με το χέρι του, ξέροντας πως Εκείνος που πρέπει να καταλάβει θα καταλάβαινε. Και απότομα αισθάνθηκε έντονα πως αυτό που τον βασάνιζε και τον τυραννούσε και δεν τον άφηνε ούτε στιγμή, άρχισε ξαφνικά να ξεχειλάει από όλες τις μεριές του κορμιού του και να τον εγκαταλείπει. […] Και ο θάνατος; Πού είν’ ο θάνατος; Αναζητούσε τον παλιό συνηθισμένο του φόβο απέναντι στον θάνατο και δεν τον έβρισκε. Πού να ’ναι; Ποιος θάνατος; Δεν υπήρχε φόβος, γιατί δεν υπήρχε και θάνατος. Αντί για τον θάνατο ήταν το φως. Λοιπόν, έτσι! σιγοψιθύρισε ξαφνικά ο Ιβάν Ιλίτς. Τι χαρά! […] Ξεψύχησε ο θάνατος, είπε από μέσα του. Δεν υπάρχει πια θάνατος. Πήρε μια βαθιά ανάσα, που κόπηκε στη μέση, τεντώθηκε και πέθανε».

Το συγκλονιστικό τέλος της νουβέλας είναι απαραίτητο για όλο το φιλοσοφικό οικοδόμημα που έστησε ο Τολστόι μέσα στο έργο του. Ο Ιβάν Ιλίτς, παρ’ όλους τους φόβους που θα είχε κάθε φυσιολογικός άνθρωπος, παρά το ότι στάθηκε μετανιωμένος για ολόκληρη τη ζωή του, λυτρώνεται στη στερνή του ανάσα. Η συνειδητοποίηση της αλήθειας ως αυτογνωσίας και αγάπης είναι ένα αγλαό μήνυμα ανθρωπισμού, μια καρδιά πάλλουσα μέσα στη μαυρίλα του θανάτου. Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς ήταν μια ανάσταση. Θα πέθαινε, μας διδάσκει ο Τολστόι, αν ήθελε να πεθάνει. Ο αληθινός θάνατος είναι εσωτερικό γεγονός. Όταν ο Ιβάν Ιλίτς δεν ήθελε πια, δεν έβρισκε πουθενά τον θάνατο, ήταν μόνο ζωή. Καθένας μας, λοιπόν, πρέπει να επιφυλάσσει φιλάνθρωπα συναισθήματα όχι μόνο για τους άλλους, μα και για τον εαυτό του. Η αυτογνωσία, η αυτοσυγχώρεση κι η αγάπη είναι μεγάλες αρετές, που εκπορεύονται από τη μεγάλη πηγή της ζωής που ρέει ανάμεσα στον τόσο ζόφο, από αυτό που ο μεγάλος Δάντης αποκαλούσε τη μεγάλη «Αγάπη, που κινεί τον ήλιο και τα άλλα αστέρια».


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Λέων Τολστόι, «Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς», Εκδόσεις Μαλλιάρης Παιδεία, Ιανουάριος 2024

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιώργος Τζεμίντιμπης
Γιώργος Τζεμίντιμπης
Γεννήθηκε το 2005 στη Θεσσαλονίκη και μεγάλωσε στην Κομοτηνή. Σπουδάζει στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ. Από μικρή ηλικία ασχολείται με το γράψιμο και έχει αποσπάσει για αυτό βραβεία (1ο Πανελλήνιο Βραβείο Ποίησης-Λογοτεχνίας, έπαινος σε διαγωνισμό δοκιμίου για νομικά θέματα, κ.ά.). Το πεδίο ενδιαφερόντων του περιλαμβάνει την ελληνική και παγκόσμια ιστορία και λογοτεχνία, τα διεθνή θέματα και τις τρέχουσες κοινωνικές εξελίξεις. Στον ελεύθερό του χρόνο διαβάζει πολύ, με την ελπίδα να μετουσιώσει τον λόγο σε κάτι ουσιαστικό· η αρθρογραφία ίσως να αποτελέσει το πρώτο ουσιώδες βήμα σ’ αυτήν την προσπάθεια.