10.4 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ Διαιτησία ως μορφή εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών

Η Διαιτησία ως μορφή εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών


Της Χριστίνας Μωραΐτη,

Ορισμός της Διαιτησίας, νομική φύση και αρχή της αυτοτέλειας

Η διαιτησία αποτελεί μια μέθοδο εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών κατά την οποία τα μέρη συμφωνούν την υποβολή της μεταξύ τους γεννηθείσας έννομης σχέσης στη δικαιοδοσία ενός οργάνου, αποκλείοντας έτσι την δικαιοδοσία των κρατικών δικαστηρίων. Σκοπός της διαιτησίας, ως μίας αναγνωρισμένης, παγκοσμίως, μεθόδου επίλυσης διαφορών, είναι η έκδοση αυτομάτως δεσμευτικών αποφάσεων, ισοδύναμων με αυτών των κρατικών δικαστηρίων, δηλαδή αποφάσεων που παράγουν δεδικασμένο (ά. 896 ΚΠολΔ και άρθ. 35 ν. 2735/1999) και εκτελεστότητα (904 παρ.2 στοιχ. Β’ ΚΠολΔ). Ωστόσο, αυτό που καθιστά τη διαιτησία ένα σημαντικό όπλο και την αναδεικνύει ως πλέον προτιμητέα μεταξύ αυτών που συναλλάσσονται διεθνώς είναι η δυνατότητα των μερών να καθορίσουν εξαρχής το συμβατικό πλαίσιο και τους κανόνες με τους οποίους θα επιλύσουν τις διαφορές τους.

Η συμφωνία διαιτησίας δεν έχει μόνο χαρακτήρα συμβατικό αλλά και δικαιοδοτικό, καθότι αποστερεί μία ένδικη διαφορά από τη δικαιοδοσία των κρατικών δικαστηρίων και την υπάγει προς εξέταση σε ένα άλλο δικαιοδοτικό όργανο. Ειδικότερα, μπορεί να ρυθμίζεται από κανόνες ουσιαστικού δικαίου για τις συμβάσεις, όμως δεν αποτελεί και ουσιαστικού δικαίου σύμβαση καθώς οι έννομες συνέπειές της παράγονται στο πεδίο του δικονομικού δικαίου. Ο διφυής αυτός χαρακτήρας της διαιτητικής συμφωνίας (συμβατικός και δικαιοδοτικός) έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της από το πεδίο εφαρμογής τόσο της Σύμβασης της Ρώμης του 1980 όσο και από τον ΚανΡ Ι (ΕΚ) 593/2008.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: Aymanejed

Επιπροσθέτως, η συμφωνία διαιτησίας διέπεται από την αρχή της αυτοτέλειας. Αυτό συνεπάγεται ότι η εν λόγω συμφωνία, είτε έχει τη μορφή συνυποσχετικού είτε ρήτρας, είναι αυτόνομη έναντι της κύριας ουσιαστικής σύμβασης. Συνέπεια της αρχής της αυτοτέλειας, αποτελεί το γεγονός ότι το ανυπόστατο ή η ακυρότητα της ουσιαστικής κύριας σύμβασης δε συμπαρασύρει αυτομάτως σε ακυρότητα τη συμφωνία περί διαιτησίας, η οποία είναι ανεξάρτητη, εκτός βέβαια εάν τα μέρη συμφώνησαν άλλως ή εάν τα ελαττώματα την αφορούν άμεσα, όπως είναι η ανικανότητα προς δικαιοπραξία ή η έλλειψη σχετικής πληρεξουσιότητας, όταν η κύρια ενοχική δικαιοπραξία και η διαιτητική ρήτρα συνήφθησαν στο όνομα άλλου. Έτσι, σε περίπτωση που το διαιτητικό δικαστήριο αποφανθεί ότι η κύρια ουσιαστική σύμβαση είναι άκυρη ab initio, δεν απεκδύεται της αρμοδιότητάς του να κρίνει επί της ακυρότητας αυτής ή επί της ισχύος της διαιτητικής συμφωνίας (αρχή Compétence de la Compétence).

Στοιχεία που φανερώνουν την αυτονομία των μερών

Η αυτονομία που προσφέρει η διαιτησία στα μέρη κατά την επίλυση μιας διαφοράς εκδηλώνεται μέσω διαφόρων πτυχών του θεσμού. Στη συνέχεια, θα εξεταστούν οι τομείς εκείνοι που τα μέρη μπορούν να ρυθμίσουν κατά βούληση, αλλά και τυχόν περιορισμοί που τίθενται σε αυτή τους την ελευθερία.

Επιλογή των Διαιτητών

Η επιλογή των προσώπων των διαιτητών που συγκροτούν το διαιτητικό δικαστήριο ανατίθεται αποκλειστικά στα μέρη τα οποία έχουν την ευχέρεια να προσδιορίσουν τα ιδιαίτερα προσόντα που θα έχουν οι διαιτητές, όπως τις νομικές και τεχνικές τους γνώσεις. Οι περισσότερες νομοθεσίες παρέχουν ελευθερία στα μέρη να συμφωνήσουν τον αριθμό των διαιτητών από τον οποίο θα αποτελείται η σύνθεση του δικαστηρίου με μόνη προϋπόθεση το ισάριθμο των διαιτητών της κάθε πλευράς. Στη συμφωνία διορισμού, τα μέρη μπορούν να ορίσουν τον αριθμό των μελών από τον οποίο θα απαρτίζεται το διαιτητικό δικαστήριο (άρθρο 10 ν. 2735/1999) ή μπορούν να αναθέσουν το διορισμό σε έναν τρίτο, όπως σε ένα διαιτητικό οργανισμό που θα τελεί ως μια διορίζουσα αρχή (appointing authority). Γενικά, στην πλειοψηφία τους τα διαιτητικά δικαστήρια συγκροτούνται από περιττό αριθμό διαιτητών προκειμένου να μην δημιουργούνται κωλύματα στην έκδοση της απόφασης. Ο συμβατικός καθορισμός αυτός φαίνεται να έχει ιδιαίτερη σημασία για το κύρος της απόφασης, καθώς η συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου κατά τρόπο διαφορετικό από αυτό που συμφώνησαν συμβατικά τα μέρη μπορεί να οδηγήσει στην ακύρωση της απόφασης (άρθρο 34 παρ. 2 (δδ) ν. 2735/1999).

Επιλογή Γλώσσας

Τα μέρη διαθέτουν πλήρη ευχέρεια ως προς τον προσδιορισμό της γλώσσας στην οποία θα διεξαχθεί η διαδικασία. Στην περίπτωση που η επιλογή αυτή δε λάβει χώρα, η γλώσσα καθορίζεται από τη σύνθεση των διαιτητών. Το άρθρο 19.1 του Κανονισμού Διαιτησίας της UNCITRAL επιτρέπει επίσης στο διαιτητικό δικαστήριο να καθορίζει τη γλώσσα που θα χρησιμοποιηθεί στη διαδικασία. Το ίδιο παρατηρείται και στο άρθρο 20 του Κανονισμού Διαιτησίας του ICC όπου: «…η γλώσσα(ες) της διαιτησίας καθορίζεται από το διαιτητικό δικαστήριο, εάν τα μέρη δεν καταλήξουν σε συμφωνία».

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: NoName_13

Επιλογή Δικαίου

Το ζήτημα ανεύρεσης του εφαρμοστέου δικαίου σε μία συμφωνία διαιτησίας είναι αρκετά δυσχερές και θα εξαρτηθεί από το στάδιο κατά το οποίο ανακύπτει. Αν η προβληματική ανακινηθεί πριν την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, τότε η λύση θα δοθεί βάσει του άρθρου 25 ΑΚ, που ορίζει ότι εφαρμοστέο δίκαιο είναι αυτό που επέλεξαν τα μέρη ρητά ή σιωπηρά (lex voluntatis), επικουρικά δε το ελληνικό δίκαιο (και όχι το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση). Από την άλλη, αν προκύψει ανάγκη να εντοπιστεί το εφαρμοστέο δίκαιο μετά την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, τότε βάση αποτελεί το δίκαιο στο οποίο τα μέρη υπήγαγαν τη συμφωνία διαιτησίας και επικουρικώς βρίσκει έρεισμα το άρθρο 34 παρ. 2 περ. α υποπερίπτωση αα του ν. 2735/1999. Παραπλήσια λύση υιοθετεί και το άρθρο 5 παρ. 1 περ. α ΣΝΥ, κατά το οποίο στα πλαίσια της αναγνώρισης της αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης το ουσιαστικό κύρος της συμφωνίας ελέγχεται με βάση το δίκαιο στο οποίο την υπήγαγαν οι συμβαλλόμενοι, άλλως με βάση το δίκαιο της χώρας έκδοσης της απόφασης.

Η αρχή της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης των μερών στο πεδίο των συμβατικών ενοχών αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του σύγχρονου ιδ.δ.δ., έχοντας ως κυριότερη έκφανση την δυνατότητα επιλογής του εφαρμοστέου δικαίου επί της ουσίας της διαφοράς. Έτσι, είχε προβλεφθεί από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση του 1961 για τη διεθνή εμπορική διαιτησία ότι «τα μέρη είναι ελεύθερα να καθορίσουν με συμφωνία το δίκαιο που θα εφαρμόσουν οι διαιτητές στην ουσία της διαφοράς», ενώ σύμφωνα με τους UNCITRAL Arbitration Rules του 1976 των Ηνωμένων Εθνών, «το διαιτητικό δικαστήριο εφαρμόζει το δίκαιο που ορίζουν τα μέρη ως εφαρμοστέο στην ουσία της διαφοράς». Αντίστοιχα, μεγάλοι διαιτητικοί οργανισμοί, όπως το ICC και το SCC, αναγνωρίζουν στους κανόνες διαιτησίας τους την αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης στην επιλογή του εφαρμοστέου επί της ουσίας δικαίου. Το διαιτητικό δικαστήριο δεσμεύεται, επομένως, από το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη για να διέπει τη διαφορά τους και μόνο εν τη απουσία τέτοιας πρόβλεψης το έργο αυτό ανατίθεται στο διαιτητικό δικαστήριο. Η εξουσία δηλαδή των μερών προηγείται κατά απόλυτη προτεραιότητα έναντι της εξουσίας των διαιτητών για τον καθορισμό της lex causae.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: geralt

Lex Arbitri

Βέβαια, η προαναφερθείσα αυτονομία των μερών ως προς τον καθορισμό της διαιτητικής διαδικασίας δε συνεπάγεται και την παντελή έλλειψη νομικής βάσης, δεν αποστερεί δηλαδή τον θεσμό από ένα νομικό στήριγμα. Ειδικότερα, υψίστης σημασίας είναι η εξασφάλιση ενός βασικού δικαίου διαιτησίας, το οποίο εγγυάται την εγκυρότητα της διαδικασίας και λειτουργεί βοηθητικά προς αυτήν, ιδίως όταν πρόκειται για τη ρύθμιση ζητημάτων που τα μέρη άφησαν μετέωρα στη μεταξύ τους συμφωνία (π.χ. η επιλογή διαιτητών ή εφαρμοστέου δικαίου). Ψάχνοντας λύση σε αυτό το πρόβλημα, η σύγχρονη εμπορική διαιτησία υιοθετεί την αρχή της εδαφικότητας, έννοια περισσότερο νομική παρά γεωγραφική, αφού δεν υποδηλώνει απλώς την έδρα του διαιτητικού δικαστηρίου, αλλά και τη σύνδεση της διαιτησίας με μια συγκεκριμένη έννομη τάξη (Ιex arbitri). Η επιλογή, λοιπόν, της έδρας της διαιτησίας από τα μέρη θα καθορίσει και τη lex arbitri που θα διέπει τη διαδικασία.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ:
  • Goldman B., «La lex mercatoria dans les contrats d’arbitrage internationaux: réalité et perspectives».
  • Βασιλακάκης Ε, Διεθνής Διαιτησία, σε: Γραμματικάκη-Αλεξίου Α./Παπασιώπη-Πασιά Ζ./ Βασιλακάκης Ε. (Επιμ.), Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, δ’ έκδοση, 2010.
  • International Arbitration, Definition of Arbitration. Διεθνής Διαιτησία, 2018.
  • Rosen J., Arbitration under Private International Law: The Doctrines Of Separability And Compétence De La Compétence, Fordham International Law Journal, Vol. 17:599 (1993), 606-607.
  • Πετρόχειλο/Παπαευστρατίου/Ζουμπούλη, Η διαιτητική επίλυση των διεθνών σε: Παμπούκης Χ. (Επιμ.), Δίκαιο Διεθνών Συναλλαγών, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2009, 1242, υπ., Η διαιτητική επίλυση των διεθνών, 1275-1276.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χριστίνα Μωραΐτη
Χριστίνα Μωραΐτη
Κατάγεται από την Σπάρτη Λακωνίας και διαμένει στην Αθήνα. Απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ομιλεί αγγλικά, γαλλικά και ισπανικά.