17.1 C
Athens
Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΕυρωπαϊκές τράπεζες: Οι προσδοκίες και οι κίνδυνοι μετά τις μειώσεις επιτοκίων

Ευρωπαϊκές τράπεζες: Οι προσδοκίες και οι κίνδυνοι μετά τις μειώσεις επιτοκίων


Του Κωνσταντίνου Γκότση, 

Οι προσδοκίες για μειώσεις των επιτοκίων εντός του 2024 στη ζώνη του ευρώ, τα ανθεκτικά μάκρο, η αποφυγή του εκτροχιασμού της κατάστασης στη γεωπολιτική «σκακιέρα», καθώς και οι ισχυρές επιδόσεις που συνεχίζει να παρουσιάζει η πλειονότητα των (κυρίως μεγάλων) εταιρειών της Ευρώπης, έχουν ωθήσει τους δείκτες της ευρωπαϊκής αγοράς να διαγράψουν μια ισχυρή ανοδική πορεία από την αρχή της χρονιάς, επεκτείνοντας τις αξιοσημείωτες περσυνές αποδόσεις και καταγράφοντας νέα πολυετή και ιστορικά υψηλά.

Μαζί με την υπόλοιπη αγορά ακολουθούν, προφανώς, και οι ευρωπαϊκές τράπεζες, με τον πανευρωπαϊκό κλαδικό δείκτη Stoxx Europe 600 Banks στις 25/4 να κλείνει σε υψηλά 9ετίας και μέχρι σήμερα να τα έχει ξεπεράσει. Καταλύτης σε αυτήν την άνοδο αποτέλεσαν τα κέρδη του α’ τριμήνου, τα οποία ήταν υψηλότερα από τα αναμενόμενα. Συγκεκριμένα, ο δείκτης των τραπεζών έχει παρουσιάσει άνοδο περίπου 20% από την αρχή της χρονιάς, υπεραποδίδοντας σημαντικά από τον ευρύτερο πανευρωπαϊκό δείκτη αναφοράς Stoxx Europe 600, ο οποίος από την αρχή του 2024 κερδίζει περίπου 9% και έχει παρουσιάσει εντονότερη μεταβλητότητα κατά το ίδιο διάστημα, σε σχέση με τον κλαδικό δείκτη των τραπεζών. Σε (χρηματιστηριακές) επιδόσεις έχει ξεπεράσει φέτος και τις αμερικανικές μετοχές, καθώς ο δείκτης Dow Jones US Banks έχει υποαποδώσει με περίπου 13%.

Έπειτα από πολλά «σκαμπανεβάσματα» που έχουν σημειώσει από την Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση του 2008, λόγω της αδύναμης κερδοφορίας, των σκανδάλων και της ελκυστικότητα των αμερικανικών (επενδυτικών) τραπεζών, και μετά την πρόσφατη «κατρακύλα» που επήλθε από την τραπεζική κρίση του Μαρτίου 2023 στις Η.Π.Α., οι ευρωπαϊκές τράπεζες φαίνεται να ανακάμπτουν δυναμικά και να ανακτούν το «χαμένο έδαφος», μετά την πτώση του 2018. Γενεσιουργός αιτία της ενίσχυσης των κερδών τους τα τελευταία τρίμηνο αποτέλεσε προφανώς το νέο περιβάλλον υψηλών επιτοκίων από την αλλαγή της νομισματικής πολιτικής κατά το 2022.

Πηγή εικόνας: starline / Freepik

Τα υψηλότερα επιτόκια, λοιπόν, σε συνδυασμό με την έλλειψη ανταγωνισμού στην αγορά (που προέκυψε έπειτα από αρκετές –εγχώριες κυρίως– συγχωνεύσεις τραπεζών μετά την Κρίση του 2008) και την τεράστια ποσότητα ρευστότητας που διοχετεύτηκε στην αγορά τόσο κατά την προηγούμενη δεκαετία όσο και κατά την αντισυμβατική οικονομική (νομισματική και δημοσιονομική) «χαλάρωση» την περίοδο του Covid-19 (χωρίς αυτό να «συμμαζευτεί», για διάφορους λόγους, με ποσοτική «σύσφιξη» και περικοπές των δημόσιων δαπανών), επέτρεψαν στις τράπεζες να επεκτείνουν το επιτοκιακό τους περιθώριο. Πολύ απλά, η έλλειψη ανταγωνισμού επέτρεψε στις τράπεζες να μετακυλήσουν (σχεδόν) εξολοκλήρου το κόστος δανεισμού από τις αυξήσεις των επιτοκίων της Ε.Κ.Τ. από τις ίδιες προς τους δανειολήπτες, ενώ η απουσία ανάγκης εύρεσης ρευστότητας, παράλληλα με την αξιοπιστία της Ε.Κ.Τ. για άμεση παρέμβαση αν αυτή χρειαστεί, επιτρέπει στις τράπεζες να μην αυξήσουν αντίστοιχα τα καταθετικά τους επιτόκια.

Τα απροσδόκητα για την αγορά κέρδη των ευρωπαϊκών τραπεζών, πολλά εξ αυτών μοιράστηκαν στους μετόχους, είχαν ιδιαίτερα θετικό αντίκτυπο στις μετοχές τους. Οι μεγαλύτερες εισηγμένες ευρωπαϊκές τράπεζες δεσμευτήκαν στην αρχή της χρονιάς να δώσουν € 74 δις σε μερίσματα και € 47 δις μέσω επαναγοράς μετοχών (buybacks), μια αύξηση 54% σε σχέση με τις αποδόσεις κεφαλαίου του προηγούμενου έτους και πολύ υψηλότερη από κάθε χρόνο τουλάχιστον από το 2007, σύμφωνα με στοιχεία που συνέταξε η UBS. Συνολικά, οι ευρωπαϊκές τράπεζες πρόκειται να επιστρέψουν στους μετόχους τους περισσότερα από € 120 δις από τα κέρδη του 2023. Οι επαναγορές μετοχών ήταν η μεγαλύτερη πηγή ανάπτυξης τα τελευταία τρία χρόνια, καθώς οι 50 μεγαλύτερες τράπεζες αυτήν την τριετία μοίρασαν μέσω των buybacks  μερικά δισεκατομμύρια ευρώ, γεγονός που στήριξες τις τιμές των μετοχών τους.

Οι υψηλές αποδόσεις κεφαλαίου είναι μια ριζική ανατροπή από πριν από τέσσερα χρόνια, όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα υποχρέωσε τις τράπεζες να «παγώσουν» τα μερίσματα και να εξαγοράσουν μετοχές στην αρχή του Covid-19, ενώ μετέπειτα οι Κυβερνήσεις επέβαλαν windfall taxes. Οι αποφάσεις που αμαύρωσαν τη φήμη του κλάδου μεταξύ των διεθνών επενδυτών.

Οι ευρωπαϊκές ρυθμιστικές αρχές έχουν γίνει πιο «χαλαρές» σχετικά με τις επαναγορές μετοχών τα τελευταία δύο χρόνια, καθώς οι τράπεζες έχουν δημιουργήσει ισχυρά επίπεδα κεφαλαίου. Ωστόσο εκφράζουν ανησυχίες με τις αποδόσεις των μετόχων που είναι μεγαλύτερες από τα ετήσια κέρδη των τραπεζών. Με λίγα λόγια, υπάρχει έντονος φόβος, εν γένει, ότι αυτές οι αποδόσεις ίσως να μην είναι βιώσιμες…

Επίσης, ο «πληθωρισμός» του εποπτικού κεφαλαίου στην Ευρώπη και το Ηνωμένο Βασίλειο πλησιάζει στο τέλος του. Οι προσδοκίες για μειώσεις των επιτοκίων φέτος εγείρουν προβληματισμό σχετικά με τη μετέπειτα κερδοφορία των τραπεζών, αν δηλαδή θα καταφέρουν να καλύψουν τις απώλειες εσόδων από συρρίκνωση του επιτοκιακού περιθωρίου μέσω των πιστωτικών επεκτάσεων. Συγχρόνως, οι κίνδυνοι παραμένουν, ιδίως εάν οι οικονομίες αποδυναμωθούν γρήγορα, δημιουργώντας επισφαλή δάνεια. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των δανειστών για προϊόντα αποταμίευσης και στεγαστικών δανείων παραμένει επίσης ισχυρός, κρατώντας ένα καπάκι στα περιθώρια. Τέλος, ανησυχία προκαλούν και η διανομή του 70-80% των κερδών, όπως σχεδιάζει να κάνει ο κλάδος φέτος και το επόμενο έτος, καθώς αυτό σημαίνει λιγότερο κεφάλαιο για επενδύσεις. Να σημειωθεί πως αυτό το ποσοστό (διανομής κερδών) ήταν πιο κοντά στο 45% την τελευταία δεκαετία.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • European bank stocks at highest since 2015 after earnings boost, reuters.com, διαθέσιμο εδώ
  • Against expectations, European banks are thriving, economist.com, διαθέσιμο εδώ
  • European banks need more than fear of missing out to perform from here, ft.com, διαθέσιμο εδώ
  • The great European banks recovery cannot last, ft.com, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Γκότσης
Κωνσταντίνος Γκότσης
Γεννήθηκε το 2001 στην Καλαμάτα. Σπουδάζει στο Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στον ελεύθερό του χρόνο του αρέσει να διαβάζει πολιτικο-οικονομικά και ιστορικά βιβλία και να παρακολουθεί θέματα της επικαιρότητας.