Της Βερονίκης Στεριώτη,
Μετά τον θάνατο του Βασιλιά Παύλου, στις 6 Μαρτίου 1964, τη διαδοχή του θρόνου ανέλαβε ο 24χρονος τότε Κωνσταντίνος Β΄, ως Βασιλιάς των Ελλήνων. Ο ίδιος, βασίλευσε από το 1964 έως το 1973, μέχρις ότου καταργηθεί η βασιλεία επί του καθεστώτος της δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Ο τέως Βασιλιάς γεννήθηκε στις 2 Ιουνίου 1940 στα Ανάκτορα του Παλαιού Ψυχικού. Ήταν το δεύτερο παιδί του Βασιλιά Παύλου Α΄ και της Βασίλισσας Φρειδερίκης. Μέχρι τη διαδοχή του είχε δημιουργήσει μια ευνοϊκή εικόνα για το πρόσωπό του, καθώς ήταν ήδη χρυσός Ολυμπιονίκης στην ιστιοπλοΐα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1960 στη Ρώμη, καθώς και Πρόεδρος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής, το διάστημα 1955-1964. Συνεπώς, λόγω του ιστορικού του, είχαν σχηματιστεί θετικές προσδοκίες για τη νέα του θέση. Τη μέρα που ανέβηκε στο θρόνο, ορκίστηκε ενώπιον της Βουλής και ορίστηκε Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων. Στο διάγγελμά του στον ελληνικό λαό υποσχόταν «να υπηρετήσει την πατρίδα αφοσιωμένος ολοψύχως και με όλας του τας δυνάμεις φρουρός άγρυπνος των ελεύθερων θεσμών του δημοκρατικού πολιτεύματος». Την ίδια περίοδο με τη διαδοχή του, πραγματοποιήθηκε και η εκλογή του Γεωργίου Παπανδρέου ως Πρωθυπουργού, μετά από 11 χρόνια δεξιάς διακυβέρνησης της χώρας από την ΕΡΕ.
Ωστόσο, τη νύχτα της 20ης προς 21ης Απριλίου 1967 και ύστερα από 3 χρόνια βασιλείας του Κωνσταντίνου στη χώρα, εκδηλώθηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα. Το ίδιο βράδυ, ο Βασιλιάς είχε ενημερωθεί από τον Αθανάσιο Σπανίδη, απόστρατο υποναύαρχο, για ύποπτες κινήσεις στρατευμάτων και έκανε αίτημα απόπλου του στόλου για την Κρήτη, με σκοπό σχηματισμού νόμιμης κυβέρνησης στο νησί. Θέση που ο Κωνσταντίνος απέρριψε. Αργότερα, την ίδια μέρα, έλαβε άλλο ένα τηλεφώνημα από τον Υπουργό Δημοσίας Τάξεως, Γεώργιο Ράλλη, ο οποίος εισηγήθηκε τη μεταφορά από την επαρχία των στρατιωτικών δυνάμεων της αεροπορίας. Και σε αυτή την περίπτωση, ο μονάρχης ήταν κατηγορηματικά αντίθετος, τη στιγμή που δυνάμεις πεζικού και τεθωρακισμένων είχαν περικυκλώσει τα ανάκτορα του Τατοΐου, όπου ο ίδιος διέμενε. Καθίστανται σαφές, λοιπόν, πως είχε ήδη ξεκινήσει η αρχή επιβολής της Χούντας.
Στις 5:30 το πρωί, οι υποκινητές του πραξικοπήματος Γεώργιος Παπαδόπουλος, Στυλιανός Παττακός και Νικόλαος Μακαρέζος, επιχείρησαν να πείσουν τον Βασιλιά να συνεργαστεί με τα σχέδιά τους. Ο Βασιλιάς αρνήθηκε έστω να συνομιλήσει μαζί τους, εκφράζοντας έτσι την αποδοκιμασία του στα όσα είχαν κατά νου. Εν τέλει, όμως, το απόγευμα της ίδιας μέρας, ο ίδιος αναγκάστηκε να υποχωρήσει ύστερα από σοβαρές πιέσεις και να ορίσει κυβέρνηση. Χαρακτηριστική είναι, ωστόσο, η έμμεση «δήλωση» της δυσαρέσκειας και αντίθεσής του προς τους συνταγματάρχες στην φωτογραφία της «επαναστατικής» κυβέρνησης, όπου στάθηκε μαζί τους σκυθρωπός, αντί χαμογελαστός όπως συνήθως. Ακόμη, προσπάθησε να διατηρήσει την όση εξουσία του είχε απομείνει, ασκώντας πίεση και προτείνοντας για νέο Πρωθυπουργό τον πρώην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κόλλια, έναντι του στρατιωτικού Γρηγορίου Σπαντιδάκη που είχε προταθεί από τους Απριλιανούς.
Παρά την κρίση που περνούσε η θέση του στον θρόνο, ο Κωνσταντίνος, ήδη από το καλοκαίρι του 1967, είχε ξεκινήσει τις προετοιμασίες του δικού του κινήματος κατά της δικτατορίας. Και αυτό γιατί η σχέση του με τους πραξικοπηματίες δεν ήταν αρμονική, καθώς οι τελευταίοι επιθυμούσαν να τον απομακρύνουν όσο περισσότερο γινόταν από την εξουσία. Η οργάνωσή του για μεταβολή των πραγμάτων είναι γνωστή ως το Αντικίνημα της 13ης Δεκεμβρίου, και σύμφωνα με αυτό, ο Βασιλιάς θα μετέβαινε στην Θεσσαλονίκη όπου θα απηύθυνε διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό. Η είσοδος στην συμπρωτεύουσα θα του επιτρεπόταν, αφού αρχηγός του Γ’ Σώματος Στρατού ήταν βασιλικός και οι στρατιωτικοί στον χώρο ήταν όλοι πιστοί σε αυτόν. Το σχέδιό του προέβλεπε ότι οι δυνάμεις του θα κινούνταν από Καβάλα προς Θεσσαλονίκη, με σκοπό την κατάληψη και εγκατάσταση μιας δεύτερης κυβέρνησης. Κατά τον Βασιλιά, με αυτόν τον τρόπο η Χούντα θα αναγκαζόταν να παραιτηθεί και ο ίδιος θα πραγματοποιούσε τη θριαμβευτική επιστροφή του στην Αθήνα. Το σχέδιό του, όμως, αποδείχθηκε αφελές, απλό από θέμα οργάνωσης και γραφειοκρατικό. Και αυτό γιατί είχε στηριχθεί κυρίως σε στρατιωτικούς, χωρίς κάποια προσπάθεια προσέγγισης του λαού ή των πολιτικών, κάτι που θα του παρείχε περισσότερη δύναμη. Ήταν, επομένως πολύ εύκολο να προκύψει κάποια δυσλειτουργία εκ των έσω, κυρίως από αξιωματικούς πιστούς στην Χούντα. Έτσι και έγινε.
Οι αξιωματικοί που δήλωναν στο πλευρό των Συνταγματαρχών, συνέλαβαν τους επικεφαλής του σχεδίου και ανέλαβαν οι ίδιοι τη διοίκηση των μονάδων. Ακόμη, κινήθηκαν προς την Καβάλα, με σκοπό τη σύλληψη του Βασιλιά. Το Ναυτικό και η Αεροπορία, από την άλλη, δεν συντονίστηκαν ποτέ, λόγω της φτωχής οργάνωσης και έλλειψης επικοινωνίας. Με το που αντιλήφθηκε πως το σχέδιό του δεν θα γνώριζε επιτυχία, ο Κωνσταντίνος επιβιβάστηκε στο βασιλικό αεροπλάνο με την οικογένειά του και τον στενό του φίλο και συνεργάτη, Κόλλια. Κατέφθασε στην Ρώμη, από την Καβάλα, το πρωί της 14ης Δεκεμβρίου 1967 και ζήτησε πολιτικό άσυλο. Για το υπόλοιπο της χουντικής κυβέρνησης παρέμεινε εξόριστος εκεί και δεν επέστρεψε ποτέ πάλι ως Βασιλιάς της Ελλάδας, αφού η Μοναρχία καταργήθηκε με το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974.
Παρόλο που η προσπάθειά του να αποτρέψει τη Χούντα των Συνταγματαρχών στέφθηκε με αποτυχία, είναι γνωστό ότι ο τέως Βασιλιάς Κωνσταντίνος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα πολιτικά γεγονότα της Δικτατορίας και, κατ’ επέκταση, σε όλη τη διάρκεια της διαδοχής του στον θρόνο. Αν και πολλοί θεώρησαν πως η αρχική βραχύχρονη συνεργασία του με τους Συνταγματάρχες, αποτέλεσε μια προσπάθεια να περάσει διακριτικά στην αντεπίθεση και να επαναφέρει τη Δημοκρατία στη χώρα, για τους περισσότερους θεωρείται μοιραίο λάθος του τότε 27χρονου βασιλιά. Λάθος που κατά πολλούς οδήγησε αργότερα στην κατάργηση της Μοναρχίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κωνσταντίνος Β’: Ο τελευταίος Βασιλιάς της Ελλάδας, sansimera.gr, Διαθέσιμο εδώ
- Το Βασιλικό Αντικίνημα της 13ης Δεκεμβρίου 1967, royalchronicles.gr, Διαθέσιμο εδώ